27 Αυγούστου 2025

«Αλεξανδρινή Σφίγγα»: Μια αντισυμβατική βιογραφία του Καβάφη

«Αλεξανδρινή Σφίγγα»: Μια αντισυμβατική βιογραφία του Καβάφη
«Αλεξανδρινή Σφίγγα»: Μια αντισυμβατική βιογραφία του Καβάφη
Aπό τους ερευνητές Πίτερ Τζέφρις και Γκρέγκορι Τζουσντάνις

Ένα πορτρέτο του Κωνσταντίνου Καβάφη που ισορροπεί ανάμεσα στην τεκμηρίωση και τη μυθοπλασία, η «Αλεξανδρινή Σφίγγα» ξεφεύγει από τη γραμμική αφήγηση και γεμίζει τα κενά με δημιουργική ανασύσταση

Οδεύτερος όροφος του κτιρίου με τον αριθμό 10, στην οδό Λέπσιους –ένα διαμέρισμα κρυμμένο στην παλιά ελληνική συνοικία της Αλεξάνδρειας, πάνω από έναν οίκο ανοχής– ήταν, για τρεις δεκαετίες, το λογοτεχνικό επίκεντρο της πόλης. Μπαίνοντας στο διαμέρισμα και αφήνοντας πίσω τους τον μεσογειακό ήλιο, οι επισκέπτες χρειάζονταν ένα λεπτό για να προσαρμοστούν στο ημίφως, και να διακρίνουν σταδιακά τις ξεθωριασμένες κουρτίνες και τα βαριά έπιπλα, την κάθε επιφάνεια που καλυπτόταν από αντίκες και παράξενα αντικείμενα. Δεν υπήρχε ηλεκτρικό, μόνο το φως των κεριών. Ο οικοδεσπότης, που προσέφερε ψωμί και τυρί μέσα από τις σκιές, ήταν ένας ηλικιωμένος άνδρας με «αινιγματικά μάτια» κάτω από στρογγυλά γυαλιά – ο ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης.

Ενώ, όσο ζούσε, θαυμάστηκε από επιφανείς συναδέλφους του και ανθρώπους του πνεύματος γενικότερα, όπως τον Ουίσταν Χιου Όντεν, τον Ε. Μ. Φόρστερ, τον Τ. Σ. Έλιοτ, τον Λόρενς Ντάρελ, τον Τέλλο Άγρα και τον εκδότη της «Ανθολογίας», Ηρακλή Αποστολίδη, υπάρχουν σχετικά λίγα βιογραφικά έργα για τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη (ειδικά σε άλλες γλώσσες πέρα από τα ελληνικά) και η ζωή του καλύπτεται από ένα πέπλο μυστηρίου.

Η νέα βιογραφία των πανεπιστημιακών καθηγητών και ερευνητών Πίτερ Τζέφρις και Γκρέγκορι Τζουσντάνις, με τίτλο «Αλεξανδρινή Σφίγγα: Η κρυφή ζωή του Κωνσταντίνου Καβάφη» –που είναι η πρώτη ύστερα από εκείνη του Ρόμπερτ Λίντελ, που κυκλοφόρησε το 1974 και μεταφράστηκε στα ελληνικά το 1980– επιχειρεί να ρίξει φως στην αινιγματική αυτή φιγούρα, μιλώντας για την κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια της εποχής του, που της άρεσε να κατασκοπεύει πίσω από κουρτίνες και μέσα από κλειδαρότρυπες, για τους φόβους του ίδιου για την κοινωνική απόρριψη και την εξορία από την πόλη που αγαπούσε, αλλά και για το μοναδικό του έργο, που επιδεικνύει το λακωνικό και συχνά ειρωνικό του ύφος, και συνεχίζει να ασκεί μεγάλη επιρροή σε νέους ποιητές και ποιήτριες ανά τον κόσμο, σχεδόν εκατό χρόνια μετά τον θάνατό του.

Ο Καβάφης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1863, με πατέρα τον μεγαλέμπορο βαμβακιού Πέτρο Ι. Καβάφη και μητέρα τη φαναριώτικης καταγωγής Χαρίκλεια Φωτιάδη. Ο πατέρας του πέθανε όταν ο ίδιος ήταν επτά ετών και η μέχρι τότε αριστοκρατική τους οικογένεια άρχισε σιγά σιγά να πέφτει σε παρακμή.
Η μητέρα του κι εκείνος μετακόμισαν αναγκαστικά στην Αγγλία, ζώντας κατά περιόδους στο Λονδίνο και στο Λίβερπουλ. Το 1873 επέστρεψαν για ένα σύντομο χρονικό διάστημα στην Αλεξάνδρεια, για οικονομικούς και πάλι λόγους, ενώ το 1883, μετά τον βομβαρδισμό της πόλης από τον αγγλικό στόλο –κατά τον οποίο η οικία Καβάφη έγινε παρανάλωμα του πυρός– μετέβησαν από εκεί στην Κωνσταντινούπολη. Έφηβος πλέον, ο Καβάφης θεωρεί την Πόλη το «αστικό σχολείο αποφοίτησής» του, καθώς εκεί ασχολείται για πρώτη φορά συστηματικά με την ποίηση και μάλλον έχει και τις πρώτες του σεξουαλικές επαφές.

Έχοντας περάσει ήδη έξι χρόνια στην Αγγλία, σε μια ηλικία κρίσιμη όσον αφορά την ανάπτυξη του χαρακτήρα και των συνήθειών του, ο Καβάφης έχει σχεδόν «ξεχάσει» τα ελληνικά και καλείται να τα ξαναμάθει μέσα από την ανάγνωση αρχαίων –και ως επί το πλείστον ιστορικών– κειμένων. Τα πρώτα ποιήματα που γράφει, γύρω στο 1884, δεν τα εκδίδει σε κάποιο περιοδικό, ενώ παράλληλα εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Τηλέγραφος». Προκειμένου να συντηρήσει οικονομικά τον εαυτό του, ξεκινάει τότε και συνεχίζει για τις επόμενες τρεις δεκαετίες να εργάζεται ως υπάλληλος στην ελεγχόμενη από τους Άγγλους Υπηρεσία Αρδεύσεων, μια βαρετή δουλειά για ένα λαμπρό μυαλό σαν το δικό του, που όμως του άφηνε άφθονο χρόνο και ενέργεια για την πιο ζωντανή ζωή της φαντασίας του.

Το αίσθημα αυτό της αποξένωσης από τον κοινωνικό του περίγυρο, που ο Καβάφης θα πρέπει να ένιωθε τόσο εκείνη την περίοδο όσο και αργότερα, αντικατοπτρίζεται και στο ποιητικό του έργο, που πολύ συχνά διαθέτει έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία («Κεριά», «Τα παράθυρα», «Φωνές», «Επιθυμίες»).
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί στα ποιήματά του είναι και αυτή ιδιόρρυθμη και πρωτοποριακή για την εποχή: Είναι ένα κράμα καθαρεύουσας και δημοτικής, με ιδιωματικά στοιχεία από την Κωνσταντινούπολη, που αντιπαραβάλλεται με έναν εξαιρετικά λιτό λόγο, γεμάτο από συμβολισμούς και με μια ευρεία γκάμα ιστορικών αναφορών. Πέραν των ελάχιστων αναφορών στην κλασική αρχαιότητα («Θερμοπύλες», «Τρώες», «Ιθάκη»), ο Καβάφης αναφέρεται κυρίως στην ιστορία των ελληνιστικών χρόνων, μια σκοτεινή περίοδο κατά την οποία η αγαπημένη του Αλεξάνδρεια λαμπυρίζει και απειλεί να διαλυθεί. Τα λεγόμενα «Ιστορικά» του ποιήματα διαδραματίζονται συνήθως περίπου από το 300 π.Χ. μέχρι το 700 μ.Χ. («Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον», «Η Δόξα των Πτολεμαίων», «Μύρης· Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.», «Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.)», «Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου· ποιητού εν Κομμαγηνή· 595 μ.Χ.», «Ας φρόντιζαν»).

Η εμμονή του με αυτήν την όχι και τόσο γνωστή στο ευρύ κοινό περίοδο της ιστορίας ήταν το θεματολογικό στοιχείο που τον έφερε πιο κοντά στους διεθνείς μοντέρνους λογοτέχνες της εποχής, όπως τον Τ. Σ. Έλιοτ, τον Έζρα Πάουντ, τον Τζέιμς Τζόις και τη Χίλντα Ντούλιτλ. Ομοίως με τους προαναφερθέντες, ο Καβάφης, απογοητευμένος ίσως από τους ήρωες του ένδοξου παρελθόντος, που λίγο-πολύ όλοι γνωρίζουμε και αποδεχόμαστε, αποφάσισε να επιστρέψει σε ένα λιγότερο γνωστό, πλην όχι και τόσο ηρωικό παρελθόν, αναζητώντας νέα πρότυπα.
Επιπλέον, το ομοερωτικό στοιχείο που εισαγάγει σε ποιήματα όπως τον «Καισαρίωνα», που γράφτηκε την παραμονή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αν και σχεδόν ανεπαίσθητο σήμερα, τότε σόκαρε το αναγνωστικό κοινό, όχι μόνο γιατί η ερωτική έλξη ανάμεσα σε δύο άνδρες θεωρούταν ακόμα ταμπού, αλλά και γιατί φανέρωνε την προκλητική άγνοια του Καβάφη για τα φλέγοντα σύγχρονα γεγονότα. Τα λεγόμενα «Ερωτικά» ποιήματά του έχουν συχνά διττή ερμηνεία και ειρωνική διάθεση («Εν τω μηνί Αθύρ», «Περιμένοντας τους Βαρβάρους», «Ηδονή»).

Οι προκλήσεις για τους βιογράφους του Αλεξανδρινού ποιητή Πίτερ Τζέφρις και Γκρέγκορι Τζουσντάνις ήταν πολλές. Οι περισσότερες επιστολές του Καβάφη δεν σώζονται, ενώ αυτές που σώζονται είναι λακωνικές και σχεδόν γραφειοκρατικές. Από τις αναφορές που διαθέτουμε, η καθημερινή του «ρουτίνα» ήταν το λιγότερο αδιάφορη, ενώ, εκτός από τα ίδια τα ποιήματα, απουσιάζουν πλήρως και οι αναφορές στην ερωτική του ζωή.

Είναι παράξενο ότι ακόμα και η πιο προσωπική αλληλογραφία ενός ποιητή του οποίου η «σαγηνευτική» φωνή και οι «λαμπεροί» διάλογοι έχουν επαινεθεί ευρέως, είναι γραμμένη σε μια τόσο «ξύλινη» γλώσσα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η επιστολή του Καβάφη στον Ε. Μ. Φόρστερ, έναν πιστό φίλο και σημαντικό υποστηρικτή του, όπου, έχοντας διαβάσει το νέο του μυθιστόρημα «Το πέρασμα στην Ινδία» (1924), του γράφει απλά: «Είναι ένα αξιοθαύμαστο έργο. Είναι ευχάριστο ανάγνωσμα. Μου αρέσει το ύφος. Μου αρέσουν οι χαρακτήρες. Μου αρέσει η παρουσίαση του περιβάλλοντος». Το συμπέρασμα των βιογράφων είναι ότι το αρχείο του ποιητή ενδεχομένως να έχει λογοκριθεί, είτε από τον ίδιο τον Καβάφη είτε από τους εκτελεστές της διαθήκης του, τον Αλέκο και τη Ρίκα Σεγκοπούλου.

Τα εμπόδια αυτά, που παρουσιάστηκαν από την πρώτη κιόλας στιγμή, οδήγησαν τον Τζέφρις και τον Τζουσντάνις στο να υιοθετήσουν μια αντισυμβατική δομή, αποφεύγοντας την τυπική αφήγηση από τη γέννηση έως τον θάνατο του ποιητή. «Για να αντισταθμιστεί η “κενότητα” του αρχείου και η “βαθιά απουσία πληροφοριών”», έγραψε χαρακτηριστικά ο Τζουσντάνις το 2018, «ένας βιογράφος του Καβάφη πρέπει να εργάζεται σαν μυθιστοριογράφος, εικάζοντας και αναδημιουργώντας σκηνές, συμπληρώνοντας τα κενά». Παρά την έλλειψη υλικού, στο βιβλίο διαφαίνονται οι τεράστιες φιλοδοξίες του Καβάφη, η μοναστική εστίαση στην τέχνη του, καθώς και η άστοργη ύπαρξή του. Όπως παρατηρεί και ο Μάικλ Νοτ στο κριτικό του κείμενο για την εφημερίδα Guardian: «Ο ιδιοτελής, εγωκεντρικός ποιητής της μέσης ηλικίας φαίνεται τελικά να υπερισχύει του ζεστού, στοργικού, τρυφερού νεαρού άνδρα».

Αυτή φαίνεται να ήταν και η εντύπωση του διανοούμενου και συγγραφέα Γιώργου Κατσίμπαλη, που γνώρισε τον Καβάφη το 1932 στην Αθήνα, όταν ο ποιητής υπέφερε από καρκίνο του λάρυγγα, ο οποίος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Καβάφης ήταν ένας στομφώδης, αλλά στην πραγματικότητα ρηχός άνθρωπος, με μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Ο πραγματικός Καβάφης, ωστόσο, παραμένει πάντα άπιαστος, σαν τη Σφίγγα από την ελληνική μυθολογία, και ο αναγνώστης μένει να συμπονά τους αμέτρητους καλεσμένους που δεχόταν κατά καιρούς στο σκοτεινό, εκκεντρικό διαμέρισμά του. Όπως αναφέρεται και στη νέα του βιογραφία, η Ελληνίδα ηθοποιός και ποιήτρια Μυρτιώτισσα θυμόταν από την επίσκεψη στο σπίτι του Καβάφη στην Αλεξάνδρεια πως: «Όλη η επίσκεψη είχε κάτι το εξωπραγματικό. Κατεβαίνοντας τις σκάλες πίσω στην αισθησιακή, θορυβώδη Αλεξάνδρεια, άρχισα να αμφιβάλλω αν τον είχα δει και μιλήσει καθόλου μαζί του…»

πηγή:athensvoice.gr



Με την περιήγηση σε αυτόν τον ιστότοπο, συμφωνείτε με την πολιτική απορρήτου μας
Συμφωνώ