Δεν πρόλαβε να ερωτευτεί, να ζήσει, να γεράσει. Πρόλαβε όμως …

Δεν πρόλαβε να ερωτευτεί, να ζήσει, να γεράσει. Πρόλαβε όμως να αφήσει πίσω του μια ποίηση που μιλούσε σε εργάτες, γυναίκες, φτωχούς, φοιτητές, παιδιά.
Γεννήθηκε το 1879 στην Αχρίδα. Ο πατέρας του ήταν Σέρβος έμπορος, η μητέρα του Ελληνίδα από οικογένεια μορφωμένων. Έμαθε πρώτα ελληνικά. Φοίτησε για τρία χρόνια σε ελληνικό σχολείο, σε μια πόλη που τότε μιλούσε σλαβικά, βλάχικα και τουρκικά, αλλά η ελληνική γλώσσα του σχολείου τού έδωσε το πρώτο του ποιητικό μέτρο. Ονόμασε τον εαυτό του “Αμπράς” από το παρατσούκλι του πατέρα του. Το μετέτρεψε σε επίσημο επώνυμο. Έτσι γεννήθηκε ο Κώστα Αμπράσεβιτς.
Όταν μετακόμισαν στο Σάμπατς, γράφτηκε στο γυμνάσιο. Ήταν παιδί χωρίς λεφτά, χωρίς ρίζες, αλλά με λόγο. Πριν καν γίνει 17, διάβαζε Σταντάλ, μετέφραζε Χάινριχ Χάινε, έγραφε κοινωνική ποίηση για τους εργάτες. Στην τάξη, οι συμμαθητές του τον κορόιδευαν για τις ιδέες του. Έξω από την τάξη, οι εργάτες τον φώναζαν “δικό μας παιδί”. Όταν έπεφτε το βράδυ, έγραφε ποιήματα με τον πυρετό να τον καίει. Δεν άντεχε τον κόσμο έτσι όπως ήταν.
Την ίδια εποχή η Σερβία έβραζε. Η μοναρχία προσπαθούσε να ισορροπήσει ανάμεσα σε ένα βαλκανικό εθνικισμό και μια δυτική τάση εκσυγχρονισμού. Οι εργάτες οργανώνονταν. Τα συνδικάτα έβγαιναν από τις αποθήκες και ανέβαιναν σε εξέδρες. Και κάπου εκεί, ένα παιδί μόλις 18 ετών, άρχισε να δημοσιεύει σε σοσιαλιστικά περιοδικά. Έγραφε για τη φτώχεια, την αδικία, την ανάγκη να ξυπνήσουν οι άνθρωποι. Όχι με ιδεολογικά συνθήματα. Με ποίηση. Με εικόνες.
Η ποίησή του έγινε φωνή. Μέσα σε μόλις 18 μήνες, έγραψε δεκάδες ποιήματα που θεωρούνται σήμερα ιδρυτικά για τη σοσιαλιστική και ανθρωπιστική λογοτεχνία της Σερβίας. Τα δημοσίευσε σε εφημερίδες με τίτλους όπως «Το στεφάνι του Όμηρου» και «Η γροθιά». Μιλούσε για τη χαμένη παιδική ηλικία, για τη βία της πείνας, για τη μοναξιά των φτωχών, για τα τρένα που φεύγουν και δεν γυρνούν.
Όταν πέθανε, τον Ιανουάριο του 1898, ο θάνατός του ήταν τραγικός αλλά και θρυλικός. Πέθανε από φυματίωση. Μόνος. Χωρίς λεφτά. Χωρίς φάρμακα. Αλλά η κηδεία του μετατράπηκε σε πορεία. Πήγαν φοιτητές, εργάτες, δάσκαλοι. Κρατούσαν τα ποιήματά του τυπωμένα σε προκηρύξεις. Δεν είχαν θρησκευτικές σημαίες, είχαν λέξεις. Ο Αμπράσεβιτς ήταν νεκρός. Αλλά μόλις είχε αρχίσει.
Μέσα σε λίγα χρόνια, ιδρύθηκαν σε όλη τη Γιουγκοσλαβία σύλλογοι με το όνομά του. Οργανώσεις νεολαίας, εργατικά κέντρα, πολιτιστικές λέσχες, ακόμα και μουσικά συγκροτήματα. Όλα λεγόντουσαν «Αμπράσεβιτς». Ακόμα και σήμερα, στο Βελιγράδι, στο Νόβι Σαντ, στη Νις και στο Κραγκούγιεβατς, υπάρχουν χώροι τέχνης και πολιτικής με το όνομά του.
Ο Κώστα Αμπράσεβιτς δεν πρόλαβε να γίνει ενήλικας. Δεν πρόλαβε να ερωτευτεί, να ζήσει, να γεράσει. Αλλά πρόλαβε να αφήσει πίσω του κάτι σπάνιο: μια ποίηση που μιλούσε σε εργάτες, γυναίκες, φτωχούς, φοιτητές, παιδιά. Μια ποίηση με ελληνική παιδεία, σερβική ψυχή και πανανθρώπινη αγωνία. Γι’ αυτό τον λένε ακόμα στα Βαλκάνια «ο πιο ζωντανός νεκρός ποιητής». Γιατί είναι ο μόνος που πέθανε στα 19 — και δεν έφυγε ποτέ.
πηγή:sportime.gr