Ο Παναγιώτης Κουνάδης στο Documento: «Οι ρεμπέτισσες ήταν συντηρητικές»
Ο Παναγιώτης Κουνάδης στο Documento: «Οι ρεμπέτισσες ήταν συντηρητικές»
Ο συλλέκτης και ερευνητής μιλάει για τη σχέση του με το ρεμπέτικο με αφορμή τη συμμετοχή του στην παράσταση «Ρεμπέτισσες ψυχές».
Ο Παναγιώτης Κουνάδης δεν πλήττει ποτέ. Πάντα βρίσκεται εν μέσω κάποιου μεγάλου πρότζεκτ με θέμα το ρεμπέτικο. Αυτήν τη φορά τον βρίσκω να κρατάει στα χέρια του αποκόμματα από εφημερίδες δεκαετιών τα οποία με παροτρύνει να διαβάσω. Αφορμή για τη συνάντησή μας είναι η μουσική παράσταση «Ρεμπέτισσες ψυχές», με τη Νένα Βενετσάνου, την Αμαλία Αυγουστάκη και την πιανίστα Υβόνη Σιέμου, στην οποία συμμετέχει ως αφηγητής. Η θεματική της σειράς παραστάσεων που γίνονται κάθε Σάββατο στο Αγγέλων Βήμα είναι τα ρεμπέτικα τραγούδια του μεσοπολέμου που αφορούν γυναίκες οι οποίες ξεχώρισαν για την τόλμη τους. «Βέβαια, τα τραγούδια άντρες τα έχουν γράψει» λέει ο συλλέκτης και ερευνητής του ρεμπέτικου, εξηγώντας ότι ελάχιστες ήταν οι γυναίκες δημιουργοί εκείνη την εποχή.
Πάνω στο τραπέζι υπάρχει μια φωτογραφία του από το 1958. Είναι πολύ νέος και έχει δίπλα του «παρκαρισμένη» μια τούμπα. «Ημουν κι εγώ μουσικός, από τα 15 έως τα 20» λέει και σύντομα η συζήτηση περνάει στο αγαπημένο του θέμα. Μιλάει για τον Χρήστο Τσαγκαράκη, γνωστό και ως Ιντζέβεη. «Το μόνο που γνωρίζαμε ήταν η φωνή του σε ένα δίσκο που είχε ο Γιώργης Παπάζογλου. Τίποτε άλλο. Ψάχνοντας βρήκαμε ότι είχε γράψει καμιά δεκαριά τραγούδια. Και κάποια στιγμή το 2000 μού τηλεφώνησε μια φίλη ψυχίατρος και μου είπε πως ο αδελφός της γιαγιάς της ήταν τραγουδιστής. Ηταν ο Ιντζέβεης. Πήγα και τον βρήκα στα 93 του κάπου στου Ζωγράφου όπου ζούσε. Ενα άγιο ανθρωπάκι ήτανε» λέει συγκινημένος. Ο Ιντζέβεης τραγούδησε ρεμπέτικα μέχρι το 1936-37 και μετά άλλαξε όνομα και τραγουδούσε ελαφρά τραγούδια στις ορχήστρες των υπερωκεανίων.
Ο Π. Κουνάδης όλες αυτές τις δεκαετίες βρήκε δεκάδες ανθρώπους που κανείς πιο πριν δεν γνώριζε την ύπαρξή τους. Το όνομα του Σκαρβέλη το άκουσαν πρώτη φορά από τον Μάρκο Βαμβακάρη όταν πήγαν να του πάρουν συνέντευξη. «Πέντε πρόσωπα πρωτοστάτησαν υπέρ του ρεμπέτικου. Ο θείος μου Αργύρης Κουνάδης πήρε νωρίς χαμπάρι ότι αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό και μαζί με τον Χατζιδάκι στήσανε την ιστορία αυτή λίγο μετά τον πόλεμο όταν ο Χατζιδάκις έκανε το 1949 τη γνωστή ομιλία. Οι άλλοι τρεις είναι ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Κούνδουρος και ο Τάσος Λειβαδίτης» λέει. Οταν εκείνη την εποχή μίλησε μαζί τους κανείς τους δεν ήξερε άλλους ρεμπέτες πέρα από τον Τσιτσάνη, τον Παπαϊωάννου, τον Μητσάκη, τον Χιώτη, «άντε και τον ξεχασμένο Βαμβακάρη», όπως τονίζει. «Δεν γνώριζαν δηλαδή τον Σκαρβέλη, τον Νταλγκά, τον Παπάζογλου. Δεν τους ήξεραν γιατί κατά διαβολική σύμπτωση πέθαναν μέσα στην Κατοχή. Το ’42 πέθαναν ο Τούντας και ο Σκαρβέλης, το ’43 ο Κάβουρας και ο Παπάζογλου, το ’44 ο Δελιάς, το ’45 ο Νταλγκάς. Χάθηκε η κορυφή του προπολεμικού ρεμπέτικου μέσα σε τέσσερα χρόνια» εξηγεί.
Για τις γυναίκες του ρεμπέτικου τονίζει πως ήταν πολύ δυνατές. «Εκαναν ό,τι ήθελαν, ήταν μορφές» λέει χαμογελώντας. Μιλάει για τα χασικλίδικα ρεμπέτικα και σημειώνει ότι υπάρχουν και ελαφρά τραγούδια που μιλούν για ουσίες: «Η διαφορά είναι ότι τα ρεμπέτικα περιγράφουν καταστάσεις που αφορούν το χασίς, ενώ τα ελαφρά το υμνούν». Τον ρωτώ αν οι ρεμπέτισσες έπαιρναν ουσίες. Απαντά: «Αυτό που δεν ξέρει ο κόσμος είναι ότι οι ρεμπέτισσες ήταν πολύ συντηρητικά πρόσωπα, σε αντίθεση με πολλές του θεάτρου που ήταν λίγο “πεταχτές”. Η Ρόζα, για παράδειγμα, ήταν πάρα πολύ αυστηρών αρχών».
Η Κορίννα και η Χωματιανού
Μιλάει για μια άλλη τραγουδίστρια της εποχής, την Κίτσα Κορίννα, μια Σταρ Ελλάς των αρχών της δεκαετίας του ’30, η οποία, αφού έκανε καριέρα ηθοποιού στη Γαλλία, επέστρεψε στην Ελλάδα το ’34. «Μόνο τυφλοί δεν την ερωτεύτηκαν. Τόσο όμορφη ήταν, έργο τέχνης» λέει. «Δεν είχε μεγάλη φωνή, αλλά είχε ωραία έκφραση. Ηταν ηθοποιός που τραγουδούσε καλά, είπε μερικά φοβερά τραγούδια» συνεχίζει. Αναφέρει το όνομα της Κατίνας Χωματιανού και εξηγεί ότι, πέρα από κάποια τραγούδια, δεν γνωρίζουμε τίποτε για εκείνη. Θυμάται ότι ήταν ο πρώτος που μίλησε με την Αγγέλα και τον Βαγγέλη Παπάζογλου. Για την κυρ Αγγέλα (όπως την αποκαλεί ο γιος της Γιώργης Παπάζογλου) λέει πως ήταν φαινόμενο από θέμα μνήμης και γνώσεων. «Είχε φωνή τόσο καλή όσο η Ρόζα» προσθέτει.
«Η μεγαλύτερη φωνή ήταν η Παπαγκίκα» λέει και εξηγεί ότι δεν αποτυπώνεται σωστά στους δίσκους γιατί την εποχή μέχρι το 1926, που οι εγγραφές της φωνής γίνονταν με χωνί πάνω σε κερί, υπήρχε αλλοίωση στην απόδοση της χροιάς των υψίφωνων και των τενόρων. Θυμάται την Μπέλλου, με την οποία αλληλογραφούσαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας όσο εκείνος ζούσε στο Παρίσι. «Ηταν άνθρωπος δύσκολος, αλλά ταλέντο και μάγκας» λέει.
Μόλις αναφέρω το όνομα της Μαρίκας Νίνου, συγκινείται. «Είναι ιερό πρόσωπο» τονίζει. Μιλάει με μεγάλο σεβασμό και για τη Στέλλα Χασκίλ. «Εχω πει κάτι και το ξαναλέω, το ρεμπέτικο είναι μια ιστορία καλών ανθρώπων. Σε μια εποχή πείνας και πολέμων» λέει. Μεταξύ όσων έχει αναζητήσει ήταν και ο Ιακώβ Ιεχασκέλ, ο ρεμπέτης και άντρας της Χασκίλ, ο οποίος στο παρά πέντε γλίτωσε τον θάνατο στο στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου κρατούνταν – λίγο προτού μπει ο ρωσικός στρατός είχαν ήδη αρχίσει να τον οδηγούν μαζί με άλλους στον θάλαμο αερίων. Οταν ο Κουνάδης ρώτησε τον Ιεχασκέλ αν η Χασκίλ όντως είχε γράψει τα τραγούδια που της αποδίδονται, είχε απαντήσει ότι δεν είχε γράψει τίποτε, ότι όλους τους βοηθούσε ο Χαράλαμπος «Τσάντας» Βασιλειάδης. «Εβαζε σε τραγούδια που έγραφε ο ίδιος το όνομά της για να παίρνει κάνα ποσοστό». Φεύγω από το σπίτι του Π. Κουνάδη σκεπτόμενη πόσα θα είχαν χαθεί αν δεν υπήρχαν άνθρωποι σαν εκείνον που με τόση αγάπη διέσωσαν ένα τόσο σημαντικό κομμάτι της συλλογικής μας μνήμης.
πηγή:documentonews.gr
