Το μεγαλύτερο πάρτι στην ιστορία της Ελλάδας

Το μεγαλύτερο πάρτι στην ιστορία της Ελλάδας
Στην εμβληματική συναυλιακή γιορτή που διοργάνωσε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης στην πλαζ της Βουλιαγμένης έδωσαν το «παρών» 50.000- 80.000 θεατές

Η Ελληνική βιβλιογραφία στερείται μιας ιστορίας ή μιας κοινωνιολογίας της σύγχρονης δημόσιας γιορτής. Για τη δημοτική παράδοση και τα πανηγύρια γνωρίζουμε αρκετά, αν και οι μετεξελίξεις τους αναμένουν κι αυτές μια έξυπνη και διεπιστημονική προσέγγιση. Η συλλογική όμως συνάντηση των ανθρώπων με θεσμικούς ή άτυπους όρους όπου διασκεδάζουν, ψυχαγωγούνται, απολαμβάνουν και κυρίως μετέχουν μιας ευφρόσυνης διαδικασίας, δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή.

Γνωρίζουμε βέβαια ότι οι περιθωριακοί του ρεμπέτικου, μα και τα λαϊκά στρώματα των πόλεων, έστηναν γλέντια αρκετά διαφορετικά από τους χορούς της υπαίθρου, εκείνους που γιόρταζαν τους σταθμούς του χριστιανικού ημερολογίου, γάμους και βαφτίσια. Στην πόλη, κοντά στους τεκέδες μα αργότερα στις ταβέρνες και τους καφενέδες, ένας άλλος ήχος και μια άλλη ψυχική οικονομία θα όριζαν τους κανόνες της συγκίνησης. Ολο αυτό, από τον Μεσοπόλεμο τουλάχιστον και μετά, ήταν πιο σκοτεινό, πιο προσωπικό, πιο αυθόρμητο. Το πλαίσιο της λαϊκής και εργατικής γιορτής στο άστυ έφτιαχνε κόσμους ετερόδοξους και ενέπλεκε τους μουσικούς με τους θαμώνες. Κυρίως μέσω του χορού. Αυτός θα είναι ο μίτος που πρέπει να ακολουθήσουμε για να δούμε πότε και πώς εμφανίζεται η διάθεση του σώματος και η συμμετοχή του σε ένα συλλογικό εορταστικό συμβάν. Συναυλίες κλασικής μουσικής, όπερες υπήρχαν ούτως ή άλλως, δεν ήταν όμως γιορτές.

Η μεταπολεμική εποχή
Μετά τον πόλεμο το γραμμόφωνο θα δώσει σιγά σιγά τη θέση του στο πικάπ και οι παλιές χοροεσπερίδες των ηγέτιδων τάξεων θα συμπληρωθούν από τουλάχιστον δύο είδη γιορτών. Αφενός από χορευτικές γιορτές στο Ζάππειο και αλλού, υπό τους ήχους αμερικανικών και ελληνικών brass bands που διασκέδαζαν τον αθηναϊκό κοσμοπολιτισμό του μεταπολέμου με τη βοήθεια συχνά ναυτών από τον σταθμευμένο στη ράδα του Πειραιά αμερικανικό 6ο στόλο. Αφετέρου από τα ιδιωτικά πάρτι με βερμούτ και ουίσκι, ροκ εν ρολ χορευτικές φιγούρες, φοξ τροτ και τουίστ, πρωτόφαντο και μέχρις εσχάτων φλερτ, γνωστούς και αγνώστους, σε ένα μεγάλο σπίτι. Πλήρως εκκοσμικευμένες μορφές γιορτής, ξένες προς τις τελετουργίες της υπαίθρου ή τη λαϊκότητα της πόλης, που αφορούσαν κυρίως τα νεανικά τμήματα των ανωτέρων στρωμάτων και όσους, σε μια εποχή όπου το μήνυμα της ατομικής χειραφέτησης που ερχόταν από την Αμερική –και λίγο την Ευρώπη– δεν δεσμευόταν από ιδεολογικές πειθαρχήσεις ενάντια της υπερ-ατλαντικής κουλτούρας.

Σε αυτές τις πολλαπλές διαδικασίες, στις οποίες σημαντικό ρόλο έπαιζαν και οι πρώτες ελληνικές ροκ-ποπ μπάντες και οι κοινωνικές τους συνάφειες, είχαν συμμετοχή και νέοι που προέρχονταν από τον χώρο της Αριστεράς και που, παρά τους πολλαπλούς ιδεολογικούς περιορισμούς και τις μειωμένες ελευθερίες του βίου της μεταπολεμικής εποχής, συμμετείχαν αυτής της νέας κουλτούρας διασκέδασης – οι μελετητές της Νεολαίας Λαμπράκη έχουν εντοπίσει εγκαίρως αυτή τη διάσταση. Εν γένει όμως η αριστερή διαχείριση της ζωής, ιδιαίτερα αυστηρή σε ζητήματα ατομικής συμπεριφοράς, δεν έδινε χώρο σε τέτοιες εκδηλώσεις και σίγουρα δεν ήθελε με τίποτα να είναι «η ψυχή του πάρτι». Στη ροκ εν ρολ απόλαυση αντέτασσε τη χαρά της συλλογικής ζωής, την εκδρομή, το τραγούδι που λέμε όλοι μαζί και εν γένει οτιδήποτε δεν υπονόμευε τη χαρά του πολιτικού αγώνα ως τρόπου ζωής ηθικά αποδεκτού, με βάση ακόμη και τις πιο αυστηρές βικτοριανές νόρμες.

Η συναυλία των Ρόλινγκ Στόουνς λίγες μέρες πριν από το πραξικόπημα του 1967 και η απότομη διακοπή της από τις αρχές ασφαλείας, τα επεισόδια που έγιναν στις προβολές της ταινίας Woodstock αποκάλυπταν μια νεανική κοινωνία που έρρεπε προς την εναλλακτική κουλτούρα της ροκ, τη μεγάλη συλλογική γιορτή, τον χορό χωρίς αυστηρό κανόνα, την εμπειρία σωμάτων που πάλλονται και αψηφούν τους παλιούς αστικούς κανόνες.

Το μεγαλύτερο πάρτι στην ιστορία της Ελλάδας-1
Ο Διονύσης Σαββόπουλος συμμετείχε στο πάρτι του Λουκιανού στη Βουλιαγμένη. Κανένας από τους θεατές δεν γνώριζε από πριν ποιοι καλλιτέχνες ήταν προσκεκλημένοι στη συναυλία.
Η πολιτική συγκίνηση της Μεταπολίτευσης
Ομως η Μεταπολίτευση, μέσα από την υπερπολιτικοποίηση και την πρωτοκαθεδρία κάθε έννοιας οργάνωσης, δεν πριμοδότησε την απολαυστική γιορτή. Εδωσε, αντιθέτως, την απόλυτη προτεραιότητα σε μια καλλιτεχνική πολιτική τελετουργία.

Οι μεγάλες συναυλίες της Μεταπολίτευσης, όπως έμειναν εκείνες που κατέγραφε ο φακός του Νίκου Κούνδουρου στα «Τραγούδια της φωτιάς», άρχισαν να αναπαράγονται. Τελετουργίες στράτευσης, μνημονικές εκδηλώσεις για μια καταπίεση που κρατούσε δεκαετίες, επικά και λυρικά πλέγματα μιας κατ’ εξοχήν πολιτικής συγκίνησης, στις συναυλίες αυτές οι θεατές προσέρχονταν πειθαρχημένοι και στρατευμένοι και έφευγαν έχοντας επιβεβαιώσει την πολιτική τους ταυτότητα, μα και τα συναισθήματα με τα οποία επενδύονται οι μεγάλες ιστορικές μάχες και κοινωνικοί αγώνες. Χώρος για προσωπικό performance ή αναζήτηση κάποιας ηδονιστικής εμπειρίας δεν υπήρχε. Αυτή η σεκάνς της στρατευμένης ψυχαγωγίας ήταν κυρίαρχη την πρώτη εικοσαετία της Μεταπολίτευσης, παρά τις ρωγμές που υπογείως έφερναν οι αφυπνίσεις της ροκ κουλτούρας και η σταδιακή αναβάθμιση του ρεμπέτικου. Ακόμη και εκεί όπου δεν υπήρχε πρόδηλο πολιτικό μήνυμα, η δομή των συναισθημάτων κατάφερνε να προσδώσει ένα.

Μεγάλη τομή στη διασκέδαση
Το πάρτι στη Βουλιαγμένη που εμπνεύστηκε και διοργάνωσε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης τη φωτισμένη από την πανσέληνο νύχτα της 25ης Ιουλίου 1983, μπορεί να θεωρηθεί μια μεγάλη τομή στην ιστορία της δημόσιας γιορτής και διασκέδασης.

Η πρωτοτυπία του εγχειρήματος και η άνευ προηγουμένου μαζικότητα (προπωλήθηκαν 25.000 εισιτήρια, μα η συμμετοχή φαίνεται ότι ξεπέρασε κατά πολύ τις 50.000 – γίνεται λόγος μέχρι και για 80.000) έδωσαν στην εκδήλωση, που έγινε στην πλαζ του ΕΟΤ στον όρμο της Βουλιαγμένης, μια ιστορική διάσταση – στο μέτρο που μορφολογικά, περιεχομενικά, μα και από την πλευρά των αυθόρμητων συμπεριφορών των συμμετεχόντων, αμφισβήτησε τον μεταπολιτευτικό συναυλιακό κανόνα της στράτευσης και αποκάλυψε την άνθηση νέων πολιτισμικών διεκδικήσεων.

Το πάρτι στη Βουλιαγμένη αμφισβήτησε τον μεταπολιτευτικό συναυλιακό κανόνα της στράτευσης και αποκάλυψε την άνθηση νέων πολιτισμικών διεκδικήσεων.

Ο Κηλαηδόνης, που είχε με την έως τότε δισκογραφία του ήδη προσφέρει στοιχεία εξοικείωσης με την αμερικανική ποπ κουλτούρα της εποχής και το ελληνικό αστικό «ελαφρύ τραγούδι» περασμένων δεκαετιών, υποσχόταν την αναβίωση ενός πάρτι του ’50 σε υπερέκταση.

Στην πραγματικότητα οργάνωσε ένα πολύ πιο σύνθετο δρώμενο, στο οποίο η σκηνή ήταν μέσα στη θάλασσα και οι καλλιτέχνες έφταναν με πλωτά. Εκτός από τον ίδιο συμμετείχαν ο Διονύσης Σαββόπουλος, η Αφροδίτη Μάνου, ο Βαγγέλης Γερμανός, η Μαργαρίτα Ζορμπαλά, ο Γιώργος Νταλάρας, η Μπιγκ Μπαντ του Αντώνη Μικέλη, η Νέλλη Σεμιτέκολο, η Μαντώ και η Λία Βίσση, ενώ την επτανησιακή ευαισθησία απέδωσε η μαντολινάτα του Φώτη Αλέπορου. Ο καθένας κόμιζε τον δικό του μουσικό κόσμο, ενώ όπως είναι εμφανές από τα ονόματα, το λαϊκό μπουζούκι, τα τραγούδια του καημού και οι πολιτικές συγκινήσεις απουσίαζαν προς όφελος μιας νεανικής, τρυφερής και συναισθηματικά επικεντρωμένης μελωδικότητας και στιχουργίας.

Το μεγαλύτερο πάρτι στην ιστορία της Ελλάδας-2
Τα τραγούδια που ερμήνευσαν ο Β. Γερμανός , η Α. Μάνου, η Μ. Ζορμπαλά, ο Γ. Νταλάρας, η Μπιγκ Μπαντ του Α. Μικέλη, η Ν. Σεμιτέκολο, η Μαντώ και η Λ. Βίσση, καθώς και η μαντολινάτα του Φ. Αλέπορου δεν θύμιζαν την κυρίαρχη στη νεανική κουλτούρα ηλεκτρική ροκ.
Από την άλλη, με εξαίρεση το rag time, τα σουίγκ και τους χορευτικούς ρυθμούς που έπαιζε η μπάντα του Λουκιανού, οι μουσικές και τα τραγούδια που έπαιξαν οι προσκεκλημένοι (των οποίων την ταυτότητα οι θεατές δεν γνώριζαν μέχρι την εμφάνισή τους) δεν θύμιζαν ιδιαίτερα το ηχόχρωμα της εποχής και την κυρίαρχη στη νεανική κουλτούρα ηλεκτρική ροκ.

Γιορτή των σωμάτων στην αμμουδιά στα ρηχά της πλαζ
Μαζί με τις επευφημίες και τη μεγάλη χαρά που πρόσφεραν οι καλλιτέχνες που αναφέρθηκαν, πάνω στην ακτή και μέσα στη θάλασσα εξελισσόταν πράγματι το πρώτο –και μέχρι σήμερα πολυπληθέστερο– μπιτς πάρτι στην ελληνική ιστορία. Αυθόρμητα και συχνά χωρίς συντονισμό με τα διαδραματιζόμενα επί της πλωτής σκηνής, αναπτύσσονταν ποικίλες εκδηλώσεις χαράς, ηδυπάθειας και διασκέδασης – αν ακούσει σήμερα κανείς τη live ομώνυμη δισκογραφική αποτύπωση του γεγονότος που κυκλοφόρησε λίγο αργότερα, δύσκολα θα την ταιριάξει με την ενσώματη γιορτή που διαδραματιζόταν στην αμμουδιά και στα ρηχά της πλαζ! Αλλοι είχαν παίξει ρακέτες από νωρίς και ξαπόσταιναν, άλλοι αρκούνταν στο λίκνισμα και την κατανάλωση μπίρας, πολλοί, κατά τον στίχο του Κηλαηδόνη στο τραγούδι «Στη Βουλιαγμένη», έκαναν μπάνιο (σχεδόν) γυμνοί. Βρισκόμαστε στους αντίποδες της κυρίαρχης αντίληψης για το πώς γιορτάζουμε συλλογικά, πώς φερόμαστε μετά μουσικής και εν γένει τι δικαιούται και τι δεν δικαιούται να κάνει ένα σώμα.

Ηδη τότε το πάρτι στη Βουλιαγμένη αποκλήθηκε «ελληνικό Woodstock». Παρά την υπερβολή της, η παρομοίωση αυτή διατηρεί σήμερα κάποια αξία, στο μέτρο που παραπέμπει σε ένα εμβληματικό γεγονός που προδίδει μια βαθιά αλλαγή στις καθημερινές νοοτροπίες και ταυτόχρονα τους προσδίδει περισσότερη δυναμική. Πιο κοντά στη νεανική κουλτούρα χειραφέτησης και στους φορμαλισμούς της θα είναι δυο χρόνια αργότερα το φεστιβάλ Rock in Athens, όπου εκεί, υπό την αναπάντεχη σοσιαλιστική αιγίδα της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και στο περιβάλλον της Αθήνας Πολιτιστικής Πρωτεύουσας 1985, θα εκφραστούν οι τότε επίκαιρες μορφές της παγκόσμιας εναλλακτικής νεανικής ιδεολογίας και πρακτικής.

Ενα συναίσθημα πάνδημης σχεδόν αναμονής για τη συναυλία ηλέκτριζε την ατμόσφαιρα σε όλη την Αθήνα. Εκτός από τους έχοντες εισιτήριο, από αργά το μεσημέρι άρχισαν να κατηφορίζουν προς τη Βουλιαγμένη χιλιάδες Αθηναίοι με κάθε μέσο.

Αυτό όμως που επισφραγίζει τον ιστορικό χαρακτήρα και τη μεγάλη συμβολική ακτινοβολία του πάρτι ήταν η ατμόσφαιρα που γενικότερα επικρατούσε εκείνη την ημέρα στην Αθήνα. Ο μεγάλος ψίθυρος από το πρωί αφορούσε τη συναυλία και ένα συναίσθημα πάνδημης σχεδόν αναμονής ηλέκτριζε την ατμόσφαιρα. Εκτός από τους έχοντες εισιτήριο, από αργά το μεσημέρι άρχισαν να κατηφορίζουν προς τη Βουλιαγμένη χιλιάδες Αθηναίοι με κάθε μέσο. Η κίνηση επιβραδύνθηκε από νωρίς ήδη στην αρχή της Συγγρού. Αυτή η ατμόσφαιρα γιορτής και η τεράστια ουρά αυτοκινήτων και μηχανών, από ανθρώπους που ήθελαν, χωρίς να γνωρίζουν ακριβώς τον λόγο, «να είναι εκεί», ήταν που λειτουργούσε υπερβατικά. Το αίτημα εκσυγχρονισμού των διαπροσωπικών σχέσεων, η γιορτή χωρίς πολιτική, είχαν πλέον γίνει μια κοινή ανάγκη. Υλοποιήθηκε στη Βουλιαγμένη εκείνο το βράδυ και αποτυπώθηκε αριστοτεχνικά από τον φακό των Διαγόρα Χρονόπουλου και Ηρακλή Παπαδάκη για να προβληθεί κατόπιν στην ΕΡΤ.

Ο κ. Παναγής Παναγιωτόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ.

Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου

πηγή:kathimerini.gr



Με την περιήγηση σε αυτόν τον ιστότοπο, συμφωνείτε με την πολιτική απορρήτου μας
Συμφωνώ
Μετάβαση στο περιεχόμενο