Οι ιστορίες πίσω από τα «Τραγούδια της αμαρτίας»

Οι ιστορίες πίσω από τα «Τραγούδια της αμαρτίας»

Οι ιστορίες πίσω από τα «Τραγούδια της αμαρτίας» και η Θεσσαλονίκη του Χατζιδάκι.

Ο Ανδρέας Καρακότας μιλάει στην Parallaxi και θυμάται διαφωνίες, θυμούς και χαρές από τον τελευταίο δίσκο του μεγάλου συνθέτη, με ποιήματα κυρίως του Ντίνου Χριστιανόπουλου.

Τα “Τραγούδια της αμαρτίας” κυκλοφόρησαν το 1996 από τον Σείριο, το μουσικό “καταφύγιο” του Μάνου Χατζιδάκι, με την ιδιαιτερότητα πως ηχογραφήθηκαν και παραδόθηκαν στο κοινό δύο χρόνια μετά τον θάνατο του, παρόλο που ο ίδιος μαζί με τον ερμηνευτή του, Ανδρέα Καρακότα, τα δούλευε για περίπου τέσσερα χρόνια!
Ο δίσκος, σε ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου και ένα του Γιώργου Χρονά, είναι το “κύκνειο άσμα” του Χατζιδάκι, με τραγούδια βαθύτερα ερωτικά, που μιλούν για τον ανθρώπινο πόνο και την ερωτική επιθυμία όπως αναφέρεται. Ο συνθέτης μάλιστα, όπως γράφεται στο ένθετο του δίσκου, τα αφιέρωσε σε όσους μπορούν ακόμη να διαβρωθούν από τη μουσική και το τραγούδι.

Με τον ενδεικτικό υπότιτλο «Η αμαρτία είναι βυζαντινή και ο έρωτας αρχαίος», ο δίσκος περιέχει δεκαπέντε τραγούδια του συνθέτη από τα οποία, άλλα ηχογράφησε δουλεύοντας με τον Ανδρέα Καρακότα στο σπίτι του και άλλα καταγράφηκαν σε παρτιτούρες. Δεν πρόλαβε να ενορχηστρώσει το έργο γι’ αυτό και εκδόθηκε στην αρχική του μορφή, για πιάνο και φωνή. Το τραγούδι «Τύψεις» με την φωνή του Μάνου Χατζιδάκι είναι από ιδιωτική ηχογράφηση. Η σειρά των τραγουδιών, όπως την προέβλεπε ο συνθέτης, τηρήθηκε σχεδόν αυτούσια αν εξαιρέσουμε το τραγούδι «Σαν τους αριστερούς», το οποίο είχε αρχικά παραληφθεί.

Στον πρόλογο του έργου ο Μάνος Χατζιδάκις γράφει για τη Θεσσαλονίκη και εξηγεί τους λόγους δημιουργίας αυτού του κύκλου τραγουδιών: «Μπαίνοντας στη Θεσσαλονίκη το ’45, αργά το βράδυ της Μ. Πέμπτης είχε τελειώσει η λειτουργία και οι εκκλησίες άδειες, φωτισμένες ηχούσαν πένθιμα. Περπατούσα μόνος και θαμπωμένος – είπα από μέσα μου: «Θεέ μου, πόση αμαρτία πρέπει να περιέχει αυτή η πόλη για να ‘χει τόσες εκκλησίες». Ο προσφερόμενος νεανικός έρωτας μετεμφυλιακά υπήρξε συγκλονιστικός.
Η επιθυμία δεν είχε προσχήματα. Μόνο η ερωτική τελετουργία διατηρούσε μερικούς γοητευτικούς μυστικούς κώδικες με τους οποίους ολοκλήρωνε φαντασιώσεις, οράματα και τολμηρές προθέσεις. Η Θεσσαλονίκη είχε, τω καιρώ εκείνω, τρείς κοινωνικές τάξεις χωρίς μεγάλες αποστάσεις μεταξύ τους. Την αστική, την μικροαστική και τη λεγόμενη λαϊκή ή εργατική. Οι τάξεις αυτές είχαν μια ανομολόγητη έλξη ανάμεσα τους που εκδηλωνότανε με τον ομοφυλόφιλο ερωτισμό των παιδιών τους.

Και οι διάφορες συνοικίες της Θεσσαλονίκης συνδέονταν η μια με την άλλη, με λεωφορεία και με νεανικές διαδρομές αναζητήσεων συντρόφων. Κι έτσι έγινα φανατικός λάτρης της πόλης και των αφανών κατοίκων της. Τα παλιά σπίτια, οι ατελείωτες συνοικίες, οι κεντρικοί μα και οι απόκεντροι δρόμοι της, λειτουργούσαν θρησκευτικά τον ερωτισμό των νεαρών κατοίκων της και την υπέροχη και τόσο προχωρημένη αταξική ερωτική συνείδηση τους.

Συγχρόνως μου έγινε αντιληπτό πως ο αρχαίος έρωτας δεν έχει τόση αξία στον καιρό μας, δίχως αυτό το ανομολόγητο αίσθημα αμαρτίας κι ενοχής που μας παρέχει η βυζαντινή θρησκευτική κληρονομιά μας. Και όλ’ αυτά επιχειρώ να τα συνθέσω, σε μια πολύχρωμη τοιχογραφία που περιέχει ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου κι ένα του Γιώργου Χρονά, βυζαντινές υμνωδίες, λαϊκούς ρυθμούς και μια στρατιωτική μπάντα που να παίζει επίμονα το «Ειδύλλιο του Ζήγκφριντ» του Βάγκνερ. Το έργο αυτό το αφιερώνω σ’ όσους μπορούν ακόμη να διαβρωθούν από τη Μουσική και το Τραγούδι». Μάνος Χατζιδάκις, 4 Ιανουαρίου 1993



Με την περιήγηση σε αυτόν τον ιστότοπο, συμφωνείτε με την πολιτική απορρήτου μας
Συμφωνώ
Μετάβαση στο περιεχόμενο