Άλκης Αλκαίος: Ο αθέατος ποιητής της «Ρόζας» και της «Πιρόγας»
Ο Οδυσσέας Ιωάννου και ο Μίλτος Πασχαλίδης μιλούν στην «Κ» για τον άνθρωπο που υπήρξε δάσκαλος και φίλος τους. Ενας φόρος τιμής στο έργο του Αλκη Αλκαίου 12 χρόνια από τον θάνατό του
Ο κόσμος είναι μικρός, ιδίως για τις μεγάλες αγάπες.
«Δεν πιστεύω στο κάρμα. Αλλά ήταν μια σύμπτωση σχεδόν τραβηγμένη απ’ τα μαλλιά. Δηλαδή, να είμαι στη Ρόδο, να πίνω σε ένα μπαρ, να πλέκω δημόσια το εγκώμιο ενός ποιητή που δεν τον ξέρω και δίπλα μου να πίνει ο αδερφός του, επίσης επισκέπτης στο νησί. Εντάξει, μπορείς να το πεις και one in a million» παραδέχεται ο Μίλτος Πασχαλίδης για την απίθανη γνωριμία του με τον Αλκη Αλκαίο.
Γέννημα Κοκκινιώτης, θρέμμα Παργινός. Ακριβοθώρητος και πολυακουσμένος. Δέσμιος ενός δωματίου και πολίτης του κόσμου. Αγνωστος και πασίγνωστος. Καθηλωμένος και ελεύθερος. Απών και παρών.
Ο Αλκης Αλκαίος έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία μόλις 63 χρόνων, μια μέρα σαν και σήμερα, πριν από 12 χρόνια.
Προσφωνούσε τους αγαπημένους του «μανάρια», άκουγε συχνά τις συναυλίες τους τηλεφωνικά, τους κερνούσε αλκοόλ, πίνοντας ο ίδιος γάλα, τους ταξίδευε, τους οδηγούσε.
Ο Μίλτος Πασχαλίδης, τραγουδοποιός και τραγουδιστής και ο Οδυσσέας Ιωάννου, στιχουργός και δημοσιογράφος, δύο από αυτούς τους αγαπημένους ανθρώπους του στενού κύκλου του Αλκαίου, περιγράφουν τη σχέση τους. Το δέος για τον δάσκαλο, την αγάπη για τον φίλο.
Ενα ποίημα
Τέλη της δεκαετίας του ’70. Κανείς δεν γνωρίζει πώς θα είχε διαμορφωθεί η σύγχρονη ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, αν ο Θάνος Μικρούτσικος δεν είχε δει στον Ριζοσπάστη τον «Φλεβάρη του 1848», εκείνο το πρώτο ποίημα που τον οδήγησε στα ίχνη του κατά κόσμον Βαγγέλη Λιάρου.
Φλεβάρης 1848
Μανουέλ Ντουάρντε απ’ το Πράσινο Ακρωτήρι
ίσως ποτέ και να μη δω το πρόσωπό σου
ωστόσο αν κρίνω απ’ το αιμάτινο γραφτό σου
θα πρέπει να ’ναι γιομάτο από λιοπύρι
Ελμπέρτο Κόμπος Παναμέζε αδελφέ μου
ίσως ποτέ να μην ακούσω τη φωνή σου
ωστόσο ασίγαστη θε να ’ναι σαν τη γη σου
αν κρίνω απ’ τα μηνύματα του ανέμου
Ναΐμ Ασχάμπ από τις όχθες του Ιορδάνη
ίσως ποτέ και να μη σφίξουμε το χέρι
ωστόσο δίπλα μου αγρυπνάει το ίδιο αστέρι
που δίπλα σου αγρυπνάει κι αυτό μου φτάνει
Απόψε σμίξαν τις καρδιές μας σ’ έναν έστω
στιγμιαίο συντονισμό ίδιες ελπίδες
καθώς μας φώτιζαν το δρόμο οι σελίδες
απ’ το κομμουνιστικό μας μανιφέστο
«Ο Αλκαίος είναι το άλλο μου μισό» επαναλάμβανε από καιρού εις καιρόν ο Θάνος Μικρούτσικος. Η μουσική του και οι στίχοι του Αλκαίου έγιναν η μήτρα που κυοφόρησε δύο από τους σπουδαιότερους δίσκους της μεταπολιτευτικής Ελλάδας: Το «Εμπάργκο», το 1982, και «Στου αιώνα την παράγκα», το 1996.
Ο δίσκος αυτός αποτελεί ορόσημο όχι μόνο για την ελληνική μουσική, αλλά και για τους δύο καλλιτέχνες, καθώς μέσω αυτού του άλμπουμ πρωτογνώρισαν τον ποιητή Αλκαίο.
Αλκης Αλκαίος: Ο αθέατος ποιητής της «Ρόζας» και της «Πιρόγας»
Από αριστερά προς δεξιά οι πρωταγωνιστές του Εμπάργκο: Κώστας Καράλης, Μαρία Δημητριάδη, Αλκης Αλκαίος, Θάνος Μικρούτσικος, Βλάσσης Μπονάτσος.
Η πρώτη επαφή του Οδυσσέα Ιωάννου με τον Αλκαίο έγινε «μέσα από τα τραγούδια του δίσκου Εμπάργκο. Οχι τόσο το “Ερωτικό” (την “Πιρόγα”) όσο κάποια άλλα τραγούδια εκείνου του δίσκου που με αναστάτωσαν όπως το “Χαρούμενο τραγούδι για την Σύλβια Πλαθ” και η “Γαμμαγραφία”», λέει ο ίδιος στην «Κ».
Ηταν πρώτη φορά που άκουγα μια εργασία με στοιχεία ροκ, τζαζ, λαϊκό. Ενα αμάλγαμα από ήχους και με κείμενα που, άλλοτε τα καταλάβαινα και άλλοτε όχι. Ομως τα αισθανόμουν, κάτι χτυπούσαν μέσα μου.
«Ενιωσα ένα σοκ, όταν το πρωτοάκουσα το Εμπάργκο, είναι η αλήθεια» λέει ο Μίλτος Πασχαλίδης. «Γιατί ήμουν περίπου 13 χρόνων και ήταν πρώτη φορά που άκουγα μια εργασία με στοιχεία ροκ, τζαζ, λαϊκό. Ενα αμάλγαμα από ήχους και με κείμενα που, άλλοτε τα καταλάβαινα και άλλοτε όχι. Ομως τα αισθανόμουν, κάτι χτυπούσαν μέσα μου. Ηταν από τις πρώτες φορές που άκουγα έναν τέτοιο λόγο να μελοποιείται. Δηλαδή, αν αυτά τα διάβαζα, δεν θα πίστευα πως μπορούν να γίνουν τραγούδια. Μου φάνηκε πως ήταν αποτέλεσμα δύο –εκτός από υπερταλαντούχων– ευφυών ανθρώπων».
«Μπροστάρισσα» η πιρόγα
Το «Ερωτικό» ή «Πιρόγα» προλειαίνει τον δρόμο για την υποδοχή του Εμπάργκο.
Το καλοκαίρι του 1981, ένα χρόνο πριν από την κυκλοφορία του δίσκου, το τραγουδά η Χάρις Αλεξίου στο πλαίσιο των κοινών συναυλιών του Θάνου Μικρούτσικου με τους Μάνο Λοΐζο και Χρήστο Λεοντή.
Βεβαίως, καθώς δεν της παραχωρείται η απαραίτητη άδεια από τη δισκογραφική της, δεν είναι η Αλεξίου, αλλά ο Μανώλης Μητσιάς που ηχογραφεί πρώτος στο στούντιο την «Πιρόγα».
Η Χάρις Αλεξίου ηχογραφεί τελικά το «Ερωτικό» το 1986, στον δίσκο «Η αγάπη είναι ζάλη» με τον Θάνο Μικρούτσικο.
«Αν το “Εμπάργκο” δεν το ακούσεις ολόκληρο και ακούσεις μεμονωμένα τραγούδια του, θα νομίσεις πως ανήκουν σε άλλους δίσκους. Δηλαδή, ο Μικρούτσικος λέει τον Μαγιακόφσκι και μετά ο Μητσιάς λέει την “Πιρόγα” και η Μαρία Δημητριάδη τον “Φλεβάρη”, ή ο Βλάσσης τη “Σκάντζα”. Θα μπορούσαν αυτά τα τραγούδια να είναι σε άλλους δίσκους. Αυτό που τα συνδέει είναι η ευφυής προσέγγιση του Μικρούτσικου πάνω στα κείμενα του Αλκη» προσθέτει ο Μίλτος Πασχαλίδης.
«Η πρώτη ολοκληρωμένη εμφάνιση του Αλκη Αλκαίου στην ελληνική δισκογραφία γίνεται με το “Εμπάργκο” και αυτομάτως καθιερώνεται ως η ανερχόμενη δύναμη στον στίχο. Η γραφή του Αλκαίου στο “Εμπάργκο” είναι προέκταση του Σαραντάρη, της Πολυδούρη, του Λαπαθιώτη, του Μπάρα. Χωρίς να μιμείται κανέναν μπαίνει στην παρέα επί ίσοις όροις, αν και γράφει στίχο για τραγούδι» έλεγε ο Θάνος Μικρούτσικος για το «Εμπάργκο» στο βιβλίο του Οδυσσέα Ιωάννου «Ο Θάνος κι ο Μικρούτσικος / Μια αυτοβιογραφία μέσα από 24 συναντήσεις».
Ο στίχος του Αλκαίου εστιάζει στον άνθρωπο, τον έρωτα, τα καθημερινά, τα ευκταία, τα άπιαστα, τις ματαιώσεις, τα πεζά και μεγαλειώδη της ζωής.
Πέραν του αμιγώς πολιτικού τραγουδιού, σε δεύτερη φάση, χονδρικά από το 1984 έως το 1998-99, ο στίχος του Αλκαίου εστιάζει στον άνθρωπο, τον έρωτα, τα καθημερινά, τα ευκταία, τα άπιαστα, τις ματαιώσεις, τα πεζά και μεγαλειώδη της ζωής. Ο στίχος του «Πατησίων και Παραμυθιού γωνία» συνοψίζει το «ανθρωποπαγές» πνεύμα του.
«Ποδαρικό» σ’ αυτή τη δεύτερη φάση κάνει το «Πρωινό Τσιγάρο».
Επιθυμία του στιχουργού να το μελοποιήσει ο Μάνος Λοΐζος, όπως αποκαλύπτει ο τραγουδοποιός στο βιβλίο του, επικαλούμενος τον Ηλία Γεράκη, επιστήθιο φίλο του Αλκαίου από το ’67, όταν γνωρίστηκαν ως πρωτοετείς στη Νομική.
Νίκος Πορτοκάλογλου στην «Κ»: «Οσο περνάνε τα χρόνια, αισθάνομαι και πιο τυχερός που ζω στην Ελλάδα»
Οι στίχοι έφτασαν στα χέρια του Λοΐζου στη Μόσχα όπου νοσηλευόταν. Ωστόσο, η καλπάζουσα ασθένεια δεν του το επέτρεψε. Με τον Νότη Μαυρουδή δεν συνεργάστηκαν ποτέ. «Ο Νότης με τον Βαγγέλη (Λιάρο, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα) δεν συναντήθηκαν ποτέ. Νομίζω πως δεν έχουν μιλήσει ούτε στο τηλέφωνο.
»Ο Μαυρουδής πήρε την άδεια κυριολεκτικά από τον Θάνο. Διάβασε το ποίημα στο βιβλίο του Βαγγέλη (σ.σ. η ποιητική συλλογή του “Εμπάργκο-Ποιήματα” από τις εκδόσεις ΕΤ.ΝΕ.Μ., της οποίας ιδρυτής ήταν ο Θάνος Μικρούτσικος), έψαξε να τον βρει, ήξερε πως ήταν φίλοι με τον Θάνο, και ο Βαγγέλης εξουσιοδότησε τον Θάνο να του δώσει την άδεια!» αποκαλύπτει ο Ηλίας Γεράκης. Η ιστορία τελειώνει αισίως, και γνωστά.
Μετά το 1998 με την πρώτη συνεργασία του με τον Σωκράτη Μάλαμα («Της Αγκαλιάς η Ξενιτειά», «Κοντραπούντο», «Το νησί των πειρατών» στο άλμπουμ «13.000 μέρες») και το 1999, με το «Εντελβάις» σε μουσική του Μάριου Τόκα, ο στίχος του γίνεται πιο γλαφυρός, ταξιδιωτικός, αφηγηματικός.
Γάλα και τσιγάρο
«Μου τηλεφώνησε στο ραδιόφωνο, στην τελευταία εκπομπή που έκανα το 1996. Είπα στο μικρόφωνο πως θα λείψω για ένα διάστημα χωρίς να αναφέρω τους λόγους. Μου συστήθηκε στο τηλέφωνο. Νόμιζα πως κάποιος μου κάνει φάρσα. Είπε πως ήταν πολλά χρόνια ακροατής μου και φοβήθηκε μήπως οι λόγοι της απουσίας μου ήταν λόγοι υγείας. Με κάλεσε μια Κυριακή σπίτι του, λίγες μέρες πριν παρουσιαστώ στην Αεροπορία. Πήγαινα συχνά τις Κυριακές τα απογεύματα σπίτι του. Δεν τον είδα ποτέ στη ζωή μου άλλη μέρα πέρα από Κυριακή» περιγράφει ο Οδυσσέας Ιωάννου.
Με κάλεσε μια Κυριακή σπίτι του, λίγες μέρες πριν παρουσιαστώ στην Αεροπορία. Πήγαινα συχνά τις Κυριακές τα απογεύματα σπίτι του. Δεν τον είδα ποτέ στην ζωή μου άλλη μέρα πέρα από Κυριακή.
Οταν κάποιος από τους λιγοστούς ανθρώπους που είχαν το προνόμιο να περνούν το κατώφλι του σπιτιού του, στην Κάτω Κηφισιά, τον επισκεπτόταν, συνήθιζε να πίνει γάλα και να κάνει πολλά, πολλά τσιγάρα.
Η ιστορία του «Πρωινού Τσιγάρου»
Ο Ηλίας Γεράκης, κοινός φίλος τόσο του Αλκαίου όσο και του Μάνου Λοΐζου, θα πήγαινε στη Μόσχα.
Του έδωσε έτσι ο Αλκαίος το «Πρωινό Τσιγάρο» για να το παραδώσει στον Μάνο Λοΐζο. Εκείνος ενθουσιάστηκε. «Οταν επιστρέψω θα το φτιάξω» είπε. Δεν τα κατάφερε. Εφυγε από τη ζωή στη Μόσχα, στις 17 Σεπτεμβρίου του 1982.
Ο Αλκαίος αποφάσισε να μην το δώσει σε κανέναν άλλον. Το ενέταξε στην ποιητική του συλλογή με τίτλο «Εμπάργκο». Εκεί το διάβασε ο Νότης Μαυρουδής και το μελοποίησε εν αγνοία του Αλκαίου. Το παρουσίασε στον Θάνο Μικρούτσικο, ο οποίος με τη σειρά του το έβαλε στον Αλκαίο να το ακούσει, μεσολαβώντας για την πολυπόθητη και απαραίτητη άδεια.
Στην πρώτη εκτέλεσή του, το τραγούδι ερμηνεύουν οι Κώστας Θωμαΐδης, Γιώργος Μεράντζας, Ανδρέας Μικρούτσικος, Σάκης Μπουλάς, Θανάσης Νικόπουλος και Γιάννης Σαμσιάρης.
Το γάλα ήταν μια επίκτητη συνήθεια λόγω της κλονισμένης του υγείας. Μεταξύ άλλων, έπασχε από ρευματοειδή, αγκυλοποιητική σπονδυλαρθρίτιδα, ένα αυτοάνοσο το οποίο επιδεινώθηκε δραματικά μετά τα βασανιστήρια που υπέστη στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, ως συλληφθείς φοιτητής Νομικής για την αντιστασιακή δράση του και την εμπλοκή του στην πρώτη απόπειρα απόδρασης του Αλέκου Παναγούλη από τη φυλακή.
Οπως μαρτυρά η συνήθειά του με το γάλα και τα τσιγάρα, ο Αλκαίος έκανε ό,τι έπρεπε, αλλά και ό,τι ήθελε.
Ο ίδιος δεν το έβαλε κάτω. Οπως μαρτυρά η συνήθειά του με το γάλα και τα τσιγάρα, έκανε ό,τι έπρεπε, αλλά και ό,τι ήθελε. Αφού συνήλθε μερικώς, επέστρεψε στη δικηγορία που είχε υπηρετήσει για λίγο, με δικό του γραφείο στη Βερανζέρου. Μέχρι το 1984. Από εκεί και μετά η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε ραγδαία.
Ο Αλκαίος μετά βίας μπορεί να σταθεί όρθιος.
Μένει σπίτι, καπνίζει και γράφει.
Η απρόσμενη επιτυχία της «Ρόζας»
Τη «Ρόζα» την είχε απορρίψει ήδη η Χάρις Αλεξίου. Παρέμενε στο συρτάρι του Μικρούτσικου για πολλά χρόνια. Και ίσως η ιστορία της να ήταν άλλη, αν δεν την είχε ακούσει τυχαία το έμπειρο αυτί του Ηλία Μπενέτου.
«Το τραγούδι αυτό λοιπόν, ο Αλκαίος δεν το άκουσε γιατί ήταν στη Γερμανία, αλλά δεν το έβαζα να το ακούσουμε και τηλεφωνικά γιατί η ηχογράφηση που είχα κάνει σπίτι μου σε μία κασετούλα ήταν πολύ άθλια. Σχεδόν δεν ακουγόταν» περιέγραφε στην εκπομπή «Η Μηχανή του Χρόνου» ο Θάνος Μικρούτσικος.
Και λέει, πως σε μία ακρόαση, όταν πήγε να κάνει forward στο συγκεκριμένο τραγούδι, ένιωσε το χέρι του Ηλία Μπενέτου να αρπάζει το χέρι του και να του λέει: «Είσαι τρελός; Αυτό είναι το τραγούδι».
«Το γάλα και το τσιγάρο όντως σηματοδοτούν κάποια πράγματα. Το γάλα το έπινε γιατί είχε προβλήματα με το στομάχι του και καφέ έπινε μία στις τόσες ως απαγορευμένη απόλαυση. Το τσιγάρο είναι μια εμμονή που έχουμε όλοι. Κάποια στιγμή μου πούλαγε παραμύθια πως το έχει κόψει για να το ελαττώσω εγώ, γιατί ανησυχούσε για μένα. Γενικώς, πάντως, ο Αλκης πιο πολύ στο κάνω ό,τι θέλω ήταν παρά στο κάνω ό,τι πρέπει. Απλώς καμιά φορά σε νικάει το σώμα σου, δεν μπορείς να επιμένεις να τρως ή να πίνεις κάτι που σε διαλύει. Κατά τ’ άλλα, ήταν πολύ αγύριστο κεφάλι. Βέβαια, το ίδιο υποστήριζε κι ο ίδιος για εμένα. Αλλά νομίζω πως αυτός ήταν πιο πολύ από εμένα. Εγώ είμαι Μανιάτης, αλλά εκείνος μπορούσε να κρατήσει μανιάτικο» λέει ο Μίλτος Πασχαλίδης.
Συναντώντας τους βασανιστές σου
«Τους δυο βασανιστές του ο Αλκαίος τους συνάντησε κάποτε» γράφει ο Μίλτος Πασχαλίδης στο βιβλίο του «Αγύριστο κεφάλι. Ο Αλκης Αλκαίος που γνώρισα…» (Εκδόσεις ΚΨΜ).
Eχεις δίκιο. Μαζί υπηρετήσαμε. Μόνο που εσύ ήσουν από πάνω και εγώ από κάτω.
«Τον ένα στην Ευελπίδων, έξω από μια αίθουσα δικαστηρίου. Ηταν αστυνομικός. Ο Αλκης τον γνώρισε αμέσως. Του λέει: “Με θυμάσαι;” Ο άλλος δεν τον κατάλαβε. “Κάτι μου θυμίζεις αλλά δεν είμαι σίγουρος. Μήπως υπηρετήσαμε μαζί φαντάροι;” Ο Aλκης χαμογέλασε και του είπε: “Eχεις δίκιο. Μαζί υπηρετήσαμε. Μόνο που εσύ ήσουν από πάνω και εγώ από κάτω”. Εκανε μεταβολή και έφυγε».
Τον άλλο τον πέτυχε στο καράβι. Σύμφωνα με τις διηγήσεις του αδερφού του, Γρηγόρη στον Μίλτο Πασχαλίδη, ήταν μαζί στο καραβάκι από το Ρίο με προορισμό την Πάργα. Oταν πέρασαν απέναντι, στο Αντίρριο, του είπε: «“Πάνω στο πλοίο είδα τον βασανιστή μου”. Τον ρωτάω, “είσαι σίγουρος;” Με κοίταξε μ’ ένα βλέμμα που έλεγε: “Αστειεύεσαι; Μπορώ να τον ξεχάσω ποτέ;” Λύσσαξα, πάτησα φρένο. “Δειξ’ τον μου τον π@@@ να τον σκίσω”. Δεν μου τον έδειξε. Eκανε μόνο μια κίνηση με το δεξί χέρι. “Προχώρα, δεν έχει σημασία”. Εκ των υστέρων κρίνω ότι καλά έκανε. Ακόμα στη φυλακή θα ήμουν».
Και πράγματι, συνέχισε τη ζωή του σαν να μην είχε σημασία. «Mες στο κλειστό δωμάτιο υπάρχουν όλα/Αν έχεις μάτια να τα δεις/Αν έχεις χέρια να τα αγγίξεις/Μπορείς να βρεις κλειδί να ξεκλειδώσεις τη σιωπή τους/Αρκεί να πας, αρκεί να πας/Ολάνοιχτος γυρεύοντάς τα», όπως τραγούδησαν οι Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας το αφιερωμένο στον Αλκαίο ποίημα της Λένας Παππά.
Η Πάργα
Από την Πάργα ξεκίνησε και εκεί πάντα επέστρεφε.
Ηταν το 1967, σε ηλικία μόλις 18 χρόνων, που πραγματοποιούσε μια διάλεξη για τον Κώστα Καρυωτάκη, τον «ποιητή που αγαπήθηκε και μισήθηκε».
Οπως περιέγραφε κατοπινότερα ο Αλκαίος, «θέμα της διάλεξης ήταν ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης και αφορμή η άρνηση των θρησκευτικών αρχών στην Πρέβεζα να τελέσουν μνημόσυνο για έναν αυτόχειρα. Η διάλεξη αυτή έγινε βιβλίο. Και θυμάμαι πόση συγκίνηση ένοιωσα όταν έλαβα ένα γράμμα από το Θάνο Καρυωτάκη, αδελφό του ποιητή, με ύμνους για το βιβλίο. Eτσι ξεκίνησα. Με ένα πεζό για έναν ποιητή».
Η Πάργα τον καθόρισε γιατί «ήταν η γενέθλια πόλη του, είχε πάντα η πυξίδα του εκεί. Ηταν οι άνθρωποί του, το σύμπαν του, το ησυχαστήριό του. Δεν είχε κάτι μεταφυσικό η Πάργα, απλώς εκεί ησύχαζε η ψυχή του», λέει ο Μίλτος Πασχαλίδης.
«Hταν όλα του τα καλοκαίρια. Μόνο τότε τον χάναμε για λίγο. Δεν ξέρω πόσο επηρέασε την τέχνη του, δεν το κουβεντιάσαμε ποτέ, όμως φαντάζομαι πως επηρέασε όπως επηρεάζει όλους μας ένα γνώριμο, αγαπημένο μέρος που συνδέεται με ωραίες αναμνήσεις και δικούς μας ανθρώπους» προσθέτει ο Οδυσσέας Ιωάννου.
«Νομίζω πως ο Αλκης θα ήταν πιο κοινωνικός, αν δεν είχε τα κινητικά προβλήματα. Δεν πιστεύω πως θα ήταν party animal, αλλά νομίζω πως θα ήταν πιο κοινωνικός. Τον ενοχλούσε η δυσκολία της κίνησής του, και αντικειμενικά τον ζόριζε, δεν μπορούσε να περπατήσει, να μετακινηθεί εύκολα, δεν ήθελε να είναι βάρος. Και δεν ήθελε να εκτίθεται σε μάτια που είναι αδηφάγα, δηλαδή θα μπορούσαν να τον λυπούνται ή να τον λοιδωρούν» εκτιμά ο κ. Πασχαλίδης.
Ελεύθερος πολιορκημένος
Μετά τον «Φλεβάρη του 1848» συνέχισε να ταχυδρομεί χειρόγραφους στίχους του στον Θάνο Μικρούτσικο. Την αλληλογραφία ή μια τηλεφωνική «πρίμα βίστα» ανάγνωση υιοθετούσε και με άλλους τραγουδοποιούς.
Τα γραπτά του ήταν εξαιρετικά διαυγή, έως και διορατικά. Χαρακτηριστικός είναι ο στίχος «όσοι με τον Χάρο γίναν φίλοι, με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη» – που υπήρξε η παρανόηση πως περιέγραφε τον Σολωμό Σολωμού πάνω στον ιστό με ένα τσιγάρο στο στόμα. Στην πραγματικότητα το τραγούδι ήταν ήδη γραμμένο όταν δολοφονήθηκαν οι δύο Κύπριοι, Τάσος Ισαάκ και Σολωμός Σολωμού και, καθώς η δολοφονία τους συνέπεσε με την κυκλοφορία του δίσκου, τούς αφιερώθηκε από τον ποιητή.
“Πιστεύαμε ότι θα μας θεωρούν ζητιάνους” – Οι ιστορίες των μουσικών του δρόμου
Τραγούδια για τον Αλκη
Παρότι αθέατος, σχεδόν αόρατος από τη δημόσια σφαίρα, είχε την αγάπη του μουσικού κοινού, αλλά και των καλλιτεχνών.
Δεν είναι τυχαίο που τόσοι στιχουργοί και συνθέτες του έγραψαν ή του αφιέρωσαν τραγούδια.
Από τις «Μικρές Νοθείες» του Οδυσσέα Ιωάννου και του Θάνου Μικρούτσικου…
…και το «Τραγούδι του Αλκη», από τον Σωκράτη Μάλαμα…
…έως τα «Λιμάνια του Κόσμου» των Social Waste και φυσικά το «Δωμάτιο» των Κατσιμιχαίων.
Η χρήση και η θέση των λέξεων, ο πλούτος τους και η ακρίβειά τους, οι έντονες ιστορικές αναφορές, οι επιρροές από μεγάλους ποιητές, οι διεθνιστικές τους προσλαμβάνουσες, η διεισδυτικότητα, η υπαινικτικότητα, η μαγνητική δύναμη, ο αυθεντικός ανθρωπισμός που απέπνεαν οι στίχοι του είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά που εισήγαγε στη στιχουργική τόσο του πολιτικού όσο και του ερωτικού τραγουδιού. Iσως γι’ αυτό ο Θάνος Μικρούτσικος μιλούσε σε κάθε ευκαιρία για έναν «ποιητή που υποδύεται τον στιχουργό».
«Προφανώς είχε άλλα μάτια ανοιχτά, όχι σαν τα δικά μας. Ανέπνεε τον κόσμο έξω ακόμη και ας μην τον έβλεπε συχνά. Οι κεραίες της ευαισθησίας του ήταν μονίμως ενεργές. Hταν πολύ τολμηρός στη χρήση των λέξεων» λέει ο κ. Ιωάννου.
Ανέφεραν συχνά τόπους και ονόματα ανθρώπων που δεν έχουν φωτιστεί επαρκώς από την επίσημη Ιστορία και ήταν πάντα με το μέρος των αδικημένων και εκείνων που δεν τους έχει αποδοθεί ακόμα αυτά που τους χρωστάμε.
Και συμπληρώνει: «Εκείνο που με συγκινούσε στα γραπτά του είναι κάτι που είχε και ο Μάνος Ελευθερίου. Ανέφεραν συχνά τόπους και ονόματα ανθρώπων που δεν έχουν φωτιστεί επαρκώς από την επίσημη Ιστορία και ήταν πάντα με το μέρος των αδικημένων και εκείνων που δεν τους έχει αποδοθεί ακόμα αυτά που τους χρωστάμε».
Από τη «Βικτώρια» και τα «Χρόνια Πολλά», έως την «Παλιά Φωτογραφία» και «Της Αγκαλιάς την Ξενιτιά» ο Αλκαίος συγκίνησε γενιές ανθρώπων, διαφορετικών καταβολών και ιδεών.
«Δεν ξέρω, νομίζω πως μερικοί άνθρωποι γεννιούνται και μετά σπάει το καλούπι. Hταν μοναδικός σ’ αυτό. Και νομίζω πως ένας από τους λόγους που μονίμως τα τραγούδια του είχαν ανοιχτά παράθυρα ήταν αυτός, ότι δεν έβγαινε έξω, ότι έγραφε στα τραγούδια του αυτό που λαχταρούσε να ζήσει. Νομίζω μ’ έναν τρόπο, όλοι αυτό κάνουμε. Νομίζω πως η τέχνη, ως ένα βαθμό, αυτό κάνει: Αν ήμασταν όλοι ευτυχείς και πλήρεις και αυτάρκεις, δεν θα προστρέχαμε στην τέχνη, δεν είμαστε ηλίθιοι. Δεν έχω καμία διάθεση εγώ να σκάβω μέσα μου να βγάζω τα σώψυχά μου» σημειώνει ο Μίλτος Πασχαλίδης.
Eγραφε στα τραγούδια του αυτό που λαχταρούσε να ζήσει. Νομίζω μ’ έναν τρόπο, όλοι αυτό κάνουμε.
Ο ίδιος κατατάσσει τον Αλκη Αλκαίο στην κατηγορία των ανθρώπων που παρουσίασαν κάτι που πριν δεν το είχαμε δει πιο πριν. «Νομίζω πως μετά τον Γκάτσο, που τα έχει πει όλα, είναι με μία πρώτη ματιά ο Ελευθερίου, ο Αλκαίος, η Λίνα Νικολακοπούλου, δηλαδή οι άνθρωποι που έγραψαν με έναν τρόπο που στην εποχή τους τούς έκανε καινοφανείς».
Βησιγότθοι και καρσί
Ο Aλκης Αλκαίος ήταν «απίστευτα γλυκός, φιλικός και φιλόξενος. Hταν όμως και λίγο παραπονιάρης όταν κάποιοι επιχειρούσαν να του αλλάξουν έναν στίχο. Υπερασπιζόταν με πάθος τις λέξεις του. Συνήθως δικαιωνόταν για τις επιλογές του. Να θυμίσω πόσοι προσπάθησαν να τον μεταπείσουν, λέγοντάς του να βγάλει από το “Ερωτικό” τη λέξη Βησιγότθοι, γιατί δεν ταίριαζε σε ένα ζεϊμπέκικο!» θυμίζει ο Οδυσσέας Ιωάννου.
Χαρακτηριστική είναι και η συνεργασία με τον Γιώργο Νταλάρα, η οποία ναυάγησε εξαιτίας μιας λέξης.
Μόνο ψέματα και μια βόλτα με τον Φοίβο Δεληβοριά
«Δίσκος τέλος». Για μία λέξη…
«Αλλος τα πίνει να ξεχάσει
κι άλλος να εξομολογηθεί.,
να ’χα τη δύναμη να φέρω
τα πάνω κάτω στη ζωή,
καρσί ο πόνος να περάσει
και η χαρά ν’ αναστηθεί».
Το φθινόπωρο του 1998, μία λέξη από αυτή τη στροφή στο «Σαββατόβραδο» του Μάριου Τόκα προκάλεσε τη ματαίωση της πολυπόθητης, εκατέρωθεν, συνεργασίας Αλκαίου-Νταλάρα.
Ο Νταλάρας είχε προτείνει να αντικατασταθεί η λέξη «καρσί» (απέναντι στα τουρκικά), ως δυσνόητη, με τη λέξη «κρασί». Ο Αλκαίος ήταν ανένδοτος. Υστερα από μερικές ημέρες ατελέσφορων, όπως αποδείχθηκε, ενεργειών και μεσολαβήσεων, ο δίσκος με τον Νταλάρα, αν και έγινε, δεν κυκλοφόρησε ποτέ.
Θυμάται στο βιβλίο του ο Μίλτος Πασχαλίδης την ανακοίνωση του «ναυαγίου».
«Μανάρι, δίσκος τέλος. Δεν κάνω πίσω».
Πάγωσα. «Τι έγινε, ρε Αλκη; Εχω χάσει κάνα επεισόδιο;»
«Με πήρε ο Κυβέλος (παραγωγός του δίσκου) και μου ζήτησε να αλλάξω τη λέξη με το επιχείρημα πως είναι δυσπρόφερτη και δυσνόητη και ότι μ’ αυτήν το τραγούδι θα γίνει μικρότερη επιτυχία απ’ όσο του αξίζει».
«Και;»
«Τσαντίστηκα. Και του είπα ότι, πριν το “Εμπάργκο”, όλοι οι φίλοι και γνωστοί έπεσαν πάνω μου να βγάλω τη λέξη “Βησιγότθοι” από την “Πιρόγα”, με την ίδια ακριβώς συλλογιστική. Oτι είναι μια λέξη δύσκολη και μ’ αυτήν στερώ από το τραγούδι την πιθανή του επιτυχία».
Το συγκεκριμένο υλικό, γράφει ο Πασχαλίδης, με κάποιες προσθαφαιρέσεις και άλλη ενορχήστρωση, κυκλοφόρησε την επόμενη χρονιά στον κύκλο τραγουδιών «Εντελβάις» με τη φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου.
Ο Θάνος Μικρούτσικος επέμενε να τον φιλοδωρεί με τον χαρακτηρισμό «ποιητής». Ο ίδιος αντέτεινε πως ήταν ένας στιχουργός που έγραφε «κατά παραγγελία».
«Δίκιο είχε ο Aλκης. Δεν θεωρώ πως υπάρχει κάποια αξιολογική διάκριση. Η διαφορά είναι μόνο στη λειτουργία. Στιχουργός είναι εκείνος που γράφει λόγια επί τούτου για να γίνουν τραγούδι. Ποιητής εκείνος που κυκλοφορεί μία ποιητική συλλογή δίχως να έχει στο μυαλό του πως κάποτε ενδέχεται να μελοποιηθεί. Για παράδειγμα ο Τάσος Λειβαδίτης ήταν ένας σπουδαίος ποιητής, όταν όμως του ζητήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη να γράψει και τραγούδια τότε η λειτουργία του ήταν λειτουργία στιχουργού. Είναι διαφορετικός κώδικας και διαφορετική η πρόθεση» σημειώνει ο κ. Ιωάννου, ίσως μιλώντας και ο ίδιος με την ιδιότητα του στιχουργού.
Για τον κ. Πασχαλίδη, πάντως, το δίλημμα αυτό ήταν «λεπτομέρειες, ένα μικρό νάζι μεταξύ θηρίων».
Προσωπικά
O Μίλτος Πασχαλίδης παραδέχεται, γελώντας, πως στιχουργικά αυτό που θαυμάζει στον τρόπο του Αλκαίου είναι «αυτό που δεν μπορώ να κάνω εγώ».
Αυτή τη μαγική ικανότητα είχε να σε ταξιδεύει με τα στιχάκια του όχι μόνο σε τόπους μακρινούς, αλλά και με μία φράση. Τη φράση που λέει στο Λούνα Παρκ «τα μάτια σου έκλεισες και μ’ άφησες απ’ έξω».
«Δεν μπορώ να σας μιλήσω για το Ταζ Μαχάλ χωρίς να έχω πάει ποτέ εκεί και γράφοντας ένα τραγούδι για το Ταζ Μαχάλ να σας μεταφέρω εκεί. Δεν μπορώ. Ο Αλκης το ’κανε. Με έχει πάει στην πλατεία Χόρχε ντ’ Αλβαράδο. Δεν ξέρω πού στο καλό είναι αυτό. Αλλά όταν λέει πως “στην Χόρχε ντ’ Αλβαράδο περιπολούν δεινόσαυροι και γύπες”, εγώ τη βλέπω την εικόνα: Καταλαβαίνω μια χούντα της Λατινικής Αμερικής, καταλαβαίνω τους άνδρες με τα πηλίκια, καταλαβαίνω τους κυνηγημένους, το νιώθω όλο στο πετσί μου, χωρίς να έχω πάει ποτέ. Αυτή τη μαγική ικανότητα είχε να σε ταξιδεύει με τα στιχάκια του όχι μόνο σε τόπους μακρινούς, αλλά και με μία φράση. Τη φράση που λέει στο Λούνα Παρκ “τα μάτια σου έκλεισες και μ’ άφησες απ’ έξω”. Ε, αυτό θα πλήρωνα να το ’χω γράψει εγώ».
Τι κρατούν, όμως, οι δύο παλιοί φίλοι από τον Αλκη Αλκαίο;
Ο Μίλτος Πασχαλίδης μία κουβέντα του. «“O,τι πέρασε πέρασε σωστά”. Hταν μία φράση του Σεφέρη που την είχε ιδιοποιηθεί και την είχε βάλει και σε δύο τραγούδια μας, οπότε εξ αγχιστείας τη θεωρώ δική του».
«Περισσότερο από τις κουβέντες του κρατάω μέσα μου το αμοιβαίο αίσθημα αγάπης που ένιωσα όλες τις Κυριακές που βρεθήκαμε σπίτι του» παραδέχεται ο κ. Ιωάννου.
Ο Αλκης Αλκαίος πέθανε, το πρωί της 10ης Δεκεμβρίου του 2012, χτυπημένος από τον καρκίνο.
Στη μοναδική του τηλεοπτική συνέντευξη, εν έτει 1990, απέναντι από τον Θάνο Μικρούτσικο σχολιάζοντας το «παιδί» τους, το «Εμπάργκο», έλεγε με παροιμιώδη ενάργεια:
«Αν έχει κάποια επικαιρότητα το “Εμπάργκο” σήμερα, νομίζω είναι περισσότερο στον τομέα του ατομικού αποκλεισμού, του ατομικού εμπάργκο. Πιστεύω προσωπικά πως η παρτίδα μας δεν παίχτηκε ακόμα και δεν θα παιχτεί ποτέ. Και μακάρι, για να έχουμε τουλάχιστον να ελπίζουμε σε κάτι…»
πολιτικό τραγούδι τραγούδι
γράφει:Κατερίνα Αγριμανάκη
πηγή:kathimerini.gr