9 Νοεμβρίου 2025

«Intermezzo»: Το βιβλίο της Σάλι Ρούνεϊ που έσπασε όλα τα αναγνωστικά ρεκόρ

«Intermezzo»: Το βιβλίο της Σάλι Ρούνεϊ που έσπασε όλα τα αναγνωστικά ρεκόρ

Σε λίγες μέρες κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη το πολυαναμενόμενο νέο βιβλίο της Ιρλανδής συγγραφέως, που έχει κάνει ρεκόρ πωλήσεων και αναγνωσιμότητας. Καταγράφουμε τις πρώτες εντυπώσεις από την ανάγνωσή του.

 

ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΣΧΗΜΑΤΙΖΟΥΝ ΟΥΡΕΣ για ένα αντίτυπο, ενώ οι ηλεκτρονικές προκρατήσεις για την πολυαναμενόμενη κυκλοφορία του νέου της βιβλίου ξεπερνούν σε αριθμό τις πιο δημοφιλείς συναυλίες. Βιβλιοπωλεία μένουν ανοιχτά ακόμα και μετά τα μεσάνυχτα και pop-up καταστήματα που πωλούν αποκλειστικά τα έργα της ξεπροβάλλουν σε διαφορετικά σημεία των μεγάλων πόλεων. Ειδικά τις παραμονές της έκδοσης του Intermezzo, του τελευταίου βιβλίου της, στήθηκε ένα τόσο ξέφρενο και μαζικό πάρτι, που δύσκολα θα πίστευες ότι αφορούσε αποκλειστικά συγγραφέα. Στην πατρίδα της, την Ιρλανδία, οι τυχεροί που θα αγόραζαν πρώτοι τα βιβλία της θα κέρδιζαν ειδικά δώρα – όσοι πρόλαβαν, φυσικά, αφού η πρώτη έκδοση εξαντλήθηκε σε λίγες μόλις ώρες. Για πρώτη φορά στην ιστορία του ο εκδοτικός οίκος Faber & Faber –συνώνυμος με τον Πάουντ, τον Τ.Σ. Έλιοτ και όλη την ομάδα του Μπλούμσμπερι– επένδυσε τόσα χρήματα στην προώθηση ενός συγγραφέα, συμπράττοντας με περισσότερα από 40 βιβλιοπωλεία σε Αγγλία και Ιρλανδία, «στη μεγαλύτερη καμπάνια που έγινε ποτέ». Μόνο στην Αμερική, 140 βιβλιοπωλεία φρόντισαν να οργανώσουν ειδικές εκδηλώσεις και πάρτι ανήμερα της κυκλοφορίας του Intermezzo, κάτι που δεν έχει ξανασυμβεί για συγγραφέα.

Όπως είναι φανερό, σε εποχές πολύ δύσκολες για την ανάγνωση και τα βιβλία, η 34χρονη Σάλι Ρούνεϊ έχει καταφέρει όχι μόνο να αναδείξει τη σπουδαιότητα της συγγραφικής ιδιότητας στον δημόσιο βίο αλλά και να προκαλέσει την προσοχή ενός αναγνωστικού κοινού που δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της λογοτεχνίας. Η διάσημη πλέον συγγραφέας και όψιμα σεναριογράφος, αφού θέλει να έχει η ίδια την εποπτεία της μεταφοράς των βιβλίων της στη μικρή οθόνη –οι σειρές «Κανονικοί Άνθρωποι» και «Συζητήσεις με φίλους» προβάλλονται στην Ελλάδα από το ποιοτικό Cinobo–, δεν θεωρείται τυχαία μία από τις αξιομνημόνευτες προσωπικότητες της εποχής μας –το περιοδικό «Time» τη συμπεριλαμβάνει στους 100 πιο επιδραστικούς ανθρώπους– αλλά και μια συγγραφέας που σημειώνει τεράστια επιτυχία γράφοντας λογοτεχνία και όχι αναγνώσματα για μαζική κατανάλωση, τύπου Πενήντα αποχρώσεις του γκρι.

Στον αντίποδα μιας υποτιθέμενα ελευθεριακής κοινωνίας που σφραγίζεται από την πρόοδο της τεχνολογίας και το ίντερνετ, οι σχέσεις δεν έχουν πάψει ποτέ να υπαγορεύονται από τον κοινωνικό έλεγχο και τις σχέσεις εξουσίας, κάτι που υπενθυμίζει διαρκώς η Ρούνεϊ.

Τα βιβλία της πουλάνε ακριβώς γιατί τολμούν να πουν τα πράγματα με το όνομά τους με λογοτεχνικό τρόπο, χωρίς να μετέρχονται εύκολα κόλπα και ψεύτικες παραμυθίες. Το πρόσφατο πόνημά της, Intermezzo, που αναμένεται να κυκλοφορήσει αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση Μυρτώς Καλοφωλιά, όπως και τα προηγούμενα βιβλία της, δεν είναι μόνο το πιο ώριμο, κατά τη γνώμη μας, έργο της αλλά και μια απόδειξη ότι η αλήθεια ενός συγγραφέα είναι πολύ πιο δυνατή από τα εύφλεκτα και εύκολα σε κατανάλωση χιτάκια. Σε αυτό το έργο που δικαιώνει τον τίλο της Ρούνεϊ ως «Σάλιντζερ της γενιάς του Snapchat», η εσωτερική συγγραφική φωνή γίνεται, όπως και στον Σάλιντζερ, το μοναδικό όπλο σε μια κοινωνία που μαστίζεται από την ασχήμια, τη βία και τη φθορά. Τα δικά της αντίστοιχα «μπανανόψαρα», δηλαδή οι ιστορίες που στήνει με αφηγηματική ικμάδα και προφορική ζωηρότητα, διατηρούν τη ζωντάνια των διαλόγων ανάμεσα σε ανθρώπους της ηλικίας της, αλλά δεν φοβούνται να μιλήσουν για πράγματα που πονάνε: για μια κοινωνία σε κρίση, για την αλλοτρίωση των σχέσεων, το χάος και την αποστασιοποίηση του διαδικτύου, το προσωπικό πένθος και τα ανοιχτά τραύματα που φέρουν οι συνομήλικοι της συγγραφέως από τα κατεστραμμένα τους σπίτια.

Από την αρχή κιόλας του βιβλίου, που συμπίπτει με την κηδεία του πατέρα των δυο κεντρικών πρωταγωνιστών, Πίτερ και Ίβαν, είναι προφανές ότι αυτό που διαπερνά την αφήγηση ως αόρατο φόντο είναι το πένθος: το ευφυές εύρημα της συγγραφέως είναι ότι αυτό δεν δηλώνεται ξεκάθαρα αλλά διαφαίνεται στις ελάχιστες κινήσεις και αντιδράσεις, μέσα από τα βίαια ξεσπάσματα και την ερωτική παραφορά αλλά και από την ανάγκη των δυο αγοριών να αναθεωρήσουν τα πάντα στη ζωή τους, βαδίζοντας, παρά τις μεταξύ τους συγκρούσεις, προς τη συνειδητοποίηση και την ωριμότητα. Αυτό συμβαίνει όταν ο πρώτος αντιλαμβάνεται πως η επιτυχημένη του καριέρα απλώς καλύπτει το μεγάλο εσωτερικό κενό και ο δεύτερος διαπιστώνει πως οι απόλυτες πεποιθήσεις που έτρεφε για τον κόσμο στην εφηβεία είναι μάλλον αποτέλεσμα κοινωνικών προκαταλήψεων που αναθεωρούνται όταν υπερτερεί ο πόνος ή, μάλλον, όταν ο πόνος βρίσκει διέξοδο στην αγάπη.

Και εδώ ακριβώς είναι που υπεισέρχεται ο παράγοντας «intermezzo», από όπου αφορμάται ο τίτλος, που σημαίνει όχι μόνο το μουσικό κομμάτι μεταξύ δύο μεγαλύτερων αλλά και την απρόσμενη κίνηση του αντιπάλου που είναι ικανή να ανατρέψει τα πάντα σε μια παρτίδα σκάκι. Οι κινήσεις των πρωταγωνιστών μοιάζουν, ως εκ τούτου, σε μεγάλο βαθμό με αυτές μιας σκακιστικής παρτίδας, που άλλοτε είναι ικανές να οδηγήσουν τους παίκτες σε αδιέξοδο και άλλοτε είναι τόσο προβλέψιμες όσο οι ρόλοι που διαδραματίζουν στην κοινωνία. Πηγαίνοντας κόντρα στον χαρακτήρα τους, οι αντιδράσεις των ηρώων της Ρούνεϊ δεν προέρχονται τόσο από αυτό που πραγματικά θέλουν όσο από τον ρόλο που τους έχει δοθεί από το κοινωνικό περιβάλλον. Πόσο ελεύθερος μπορεί, αλήθεια, να είναι ο Ίβαν, όταν δυσκολεύεται να αποκαλύψει ότι έχει ερωτευτεί την κατά πολύ μεγαλύτερή του Μάργκαρετ, και πόσο εκείνη μπορεί να απαλλαγεί από το βάρος ενός αλκοολικού συζύγου; Πόσο μπορεί η μητέρα των δυο αδελφών να ξεφύγει από τις αυταπάτες της; Το μόνο πλάσμα που διασώζεται τελικά είναι ο χαριτωμένος σκύλος; Ο Βιτγκενστάιν, που δεν χρησιμοποιείται τυχαία στην προμετωπίδα του βιβλίου, είχε αναλύσει τον τρόπο λειτουργίας των κοινών συστημάτων και το πώς ακριβώς συμπεριφέρονται οι δρώντες, τι στάση υιοθετούν σε συγκεκριμένες συνθήκες.
Το κλασικό απόφθεγμα που ήθελε τα όρια του κόσμου για τον φιλόσοφο να είναι αυτά της γλώσσας ουσιαστικά απέκλειε την περίπτωση της ιδιωτικής γλώσσας, δείχνοντας πως τα πάντα κρίνονται δημόσια, στην επιτελεστική τους έκφραση και κίνηση – και αυτό είναι που υπαγορεύει τις καταστατικές αρχές του βιβλίου της Ρούνεϊ. Όσο ελεύθερα κι αν σκέφτεται ο εκάστοτε δρων, το αποτέλεσμα φαίνεται στην πράξη, και συγκεκριμένα απεικονίζεται στο σύστημα που κρίνει την εκάστοτε αντίδραση, η οποία καθορίζεται από τις προβολές των άλλων πάνω στον ίδιο μας τον εαυτό. Ειδικά σε μια εποχή που η εικόνα μοιάζει πιο αληθινή από την ίδια την πραγματικότητα, η εικόνα που έχουν οι άλλοι για εμάς καθορίζει με τρόπο απόλυτο τις κινήσεις μας, σαν μια παρτίδα σκάκι από όπου κανείς δεν ξέφυγε ποτέ.

Εξού και ότι ο 32χρονος Πίτερ μπορεί να μοιάζει, σύμφωνα με τον ρόλο του, ένας ισχυρός, κυνικός και επιτυχημένος δικηγόρος, όπως πιστεύει το στενό περιβάλλον του, ακόμα και ο αδελφός του, αλλά στην πραγματικότητα είναι απολύτως τρωτός και ευμετάβλητος, επιρρεπής σε λάθη. Παλεύοντας μεταξύ της ανάγκης του για σαρκικές σχέσεις με μια φοιτήτρια, τη Ναόμι, που του αποσπά χρηματικά ποσά αλλά δείχνει να κατανοεί τη χαοτική του φύση, και της φροντίδας και της τρυφερότητας που βρίσκει στο πρόσωπο της καλλιεργημένης αλλά ανάπηρης σεξουαλικά ύστερα από ένα ατύχημα Σίλβια, αδυνατεί να κατανοήσει τον εαυτό του, που βουτάει όλο και πιο πολύ στην κατάθλιψη, καταναλώνοντας αλκοόλ και ναρκωτικά. Ενίοτε θεωρεί ότι ο κόσμος είναι εκ των προτέρων βυθισμένος στον μηδενισμό και τον κυνισμό που συναντά όχι μόνο στους δρόμους του Δουβλίνου –η Ιρλανδία είναι μόνιμο σκηνικό– αλλά και στις απειράριθμες συγκρούσεις που είναι αντίστοιχες με τη μόνιμη κρίση που περνάει και ο ίδιος με τον κατά μια δεκαετία μικρότερο αδελφό του, Ίβαν. Αντίθετα με τον εξωστρεφή και κοινωνικά καταξιωμένο Πίτερ, ο απορροφημένος από τις σκέψεις του, σκακιστής αδελφός του, Ίβαν, μετατοπίζεται χάρη στην αγάπη, που είναι η μόνη ικανή να αλλάξει τα δεδομένα στο σύμπαν της Ρούνεϊ. Είναι μάλιστα η σχέση με την κατά πολύ μεγαλύτερή του Μάργκαρετ που θα μεταμορφώσει τον αγκυλωμένο σε πατριαρχικές αντιλήψεις ήρωα, μεταβάλλοντας ακόμα και την οπτική του για τις σχέσεις και τους ανθρώπους. Είναι προφανές ότι όσο και αν οι ερωτικές σχέσεις καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τις σχέσεις εξουσίας –μια φουκοϊκή-μαρξιστική θέση που διαπερνά όλο το έργο της Ρούνεϊ–, η αγάπη ως το μοναδικό μήνυμα ελπίδας δείχνει να μετακινεί τους ανθρώπους από τις ακλόνητες θέσεις τους.

Στον αντίποδα μιας υποτιθέμενα ελευθεριακής κοινωνίας που σφραγίζεται από την πρόοδο της τεχνολογίας και το ίντερνετ, οι σχέσεις δεν έχουν πάψει ποτέ να υπαγορεύονται από τον κοινωνικό έλεγχο και τις σχέσεις εξουσίας, κάτι που υπενθυμίζει διαρκώς η Ρούνεϊ. Είναι αυτές που καθορίζουν τις αντιδράσεις και υπαγορεύουν τις συμπεριφορές, οι οποίες διαμορφώνονται σε μεγάλο βαθμό από τις ταξικές αντιθέσεις και αυτό που ο Μαρξ εννοούσε όταν περιέγραφε τις σχέσεις παραγωγής ως έναν αντικατοπτρισμό του τρόπου με τον οποίο ο κόσμος βιοπορίζεται και φτιάχνει κοινωνικά πλαίσια και συνθήκες.
«Εδώ πέρα, μάλλον ο ένας εκμεταλλεύεται τον άλλον. Αλλά ποιος, και με ποιον τρόπο; Αυτός εκείνη, οικονομικά, σεξουαλικά. Ή εκείνη αυτόν, οικονομικά, συναισθηματικά. Μπορεί να προσφέρεις χρήματα από ιδιοτέλεια· όπως και να τα δέχεσαι. Γενικά το χρήμα κατεξοχήν θρέφει την ιδιοτέλεια, σαν να δημιουργεί νέους τρόπους εκμετάλλευσης όταν διαμεσολαβεί σε οποιαδήποτε μορφή διαπροσωπικής σχέσης. Ουσιαστικά, ρίχνει νερό στον μύλο της εκμετάλλευσης σε κάθε ανθρώπινη αλληλεπίδραση», γράφει με ένταση σε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα του μυθιστορήματος η Ρούνεϊ.

Μην ξεχνάμε ότι η ίδια όχι μόνο δήλωσε πως παραχωρεί δικαιώματα από τις εισπράξεις των βιβλίων της στον αγώνα της Παλαιστίνης αλλά φαίνεται ότι πρωταγωνιστεί σε κάθε μάχη κατά της κοινωνικής αδικίας στη χώρα της και αλλού. Όσο παράδοξες μπορεί να φαίνονται σε κάποιους οι ριζοσπαστικές θέσεις μιας συγγραφέως που λατρεύεται για όλους τους άλλους λόγους από τους millennials και τους κατά πολύ νεότερούς της, είναι αυτή ακριβώς η ακραία της ικανότητα να αναπαριστά γλαφυρά τα βαθύτερα αίτια που διαφοροποιούν τις σχέσεις, τις αντιδράσεις και τις σωματικές εκφράσεις των πρωταγωνιστών της που την έκανε τόσο δημοφιλή.
Ελάχιστοι συγγραφείς έχουν καταφέρει, για παράδειγμα, να περιγράψουν τόσο όμορφα τις σεξουαλικές σκηνές, με ειλικρίνεια, τρυφερότητα και ένταση και με μια ποιητική διαύγεια που αποκαλύπτει, εκτός των άλλων, την ιρλανδική της καταγωγή. Γιατί όποιες και αν είναι οι προσωπικές ενστάσεις που μπορεί να έχει κανείς για τη Ρούνεϊ –και ομολογώ πως είχα πολλές προτού διαβάσω το Intermezzo–, σε αυτό το πολύπτυχο έργο ανατρέπονται με τρόπο αποστομωτικό, αφού αποδεικνύει, αφήνοντας στην άκρη τις αυτοβιογραφικές ευκολίες των προηγούμενων έργων της, ότι είναι δικαίως η σύγχρονη, νέα εκπρόσωπος της ιρλανδικής σκηνής στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία.

Στην αφήγησή της, που άλλοτε είναι στακάτη σαν τις φράσεις του Μπέκετ και άλλοτε αφήνεται σε ένα ατελεύτητο stream of consciousness, κατά τα πρότυπα του Τζόις, ανάλογα με τον ψυχισμό των ηρώων της, είναι προφανείς οι επιρροές των μεγάλων Ιρλανδών δασκάλων, η υγρασία και η ποιητικότητα στις περιγραφές της φύσης, η ένταση στους εσωτερικούς μονολόγους. Κυρίως όμως είναι η έντονη θεατρικότητα που διακρίνει όλους τους Ιρλανδούς συγγραφείς, από τον Μπέκετ έως την Έντνα Ο’Μπράιν (με την οποία η Ρούνεϊ μοιράζεται πολλά κοινά), αφού οι σκηνές της μοιάζουν να στήνονται εκείνη τη στιγμή στο πλαίσιο μιας πρόβας, με την καταλυτική αμεσότητα ενός θεάτρου που ταυτίζεται εν τέλει με την ίδια τη ζωή. Συμπερασματικά μιλώντας, η επιτελεστικότητα των πράξεων στο Intermezzo δεν ταυτίζεται με τις ιδέες των πρωταγωνιστών αλλά με τις θεατρικού τύπου αντιδράσεις τους και κυρίως με τη μεγάλη αντίθεση που διαπερνά τα πιο ακραία τους συναισθήματα. «Η αγάπη καμιά φορά θυμίζει μίσος» επαναλαμβάνει διαρκώς η Ρούνεϊ στο βιβλίο, και είναι προφανές ότι, γνωρίζοντας πια τι σημαίνει ανθρώπινη αντίφαση και γράφοντας όχι για να γίνει αρεστή, δεν θέλει τόσο να την αγαπάνε (ειδικά οι συνομήλικοί της) όσο να τη σέβονται οι ουσιαστικοί αναγνώστες της.

γράφει:Τίνα Μανδηλαρά

πηγή:lifo.gr



Με την περιήγηση σε αυτόν τον ιστότοπο, συμφωνείτε με την πολιτική απορρήτου μας
Συμφωνώ