Princess Diana, Princess of Wales

Princess Diana

Princess Diana 1961-1997 Πριγκίπισσα Νταϊάνα

Η Πριγκίπισσα Νταϊάνα (1 Ιουλίου 1961 – 31 Αυγούστου 1997) επίσης γνωστή και ως Πριγκίπισσα της Ουαλίας ή με το κοινό της όνομα Νταϊάνα Σπένσερ, υπήρξε η πρώτη σύζυγος του Πρίγκιπα Κάρολου, διαδόχου του θρόνου του Ηνωμένου Βασιλείου.

Από τον γάμο τους απέκτησαν δύο γιους, τους Πρίγκιπες Γουίλιαμ και Χάρη.

Από την στιγμή που η Νταϊάνα αρραβωνιάστηκε τον Πρίγκιπα Κάρολο, απέκτησε τεράστια φήμη ως προσωπικότητα, και προσέλκυε το ενδιαφέρον του τύπου κάθε είδους για την υπόλοιπη ζωή της.

Έχασε την ζωή της σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα που προκλήθηκε από αχαλίνωτη καταδίωξη δημοσιογράφων και φωτογράφων την 31η Αυγούστου 1997, στους δρόμους του Παρισιού.Τα πορίσματα για την διαλεύκανση των συνθηκών του δυστυχήματος, που δημοσιοποιήθηκαν τον Απρίλιο του 2008, απέρριψαν ευθύνες στους οδηγούς που είχαν εξαπολύσει την καταδίωξη αλλά και τον οδηγό του οχήματος της Νταϊάνα.

Diana, Princess of Wales

Η Νταϊάνα, Πριγκίπισσα της Ουαλίας (γεννημένη ως Νταϊάνα Φράνσες Σπένσερ, 1 Ιουλίου 1961 – 31 Αυγούστου 1997) ήταν μέλος της βρετανικής βασιλικής οικογένειας ως η πρώτη σύζυγος του Καρόλου, Πρίγκιπα της Ουαλίας (μετέπειτα Καρόλου Γ΄).

Η Νταϊάνα γεννήθηκε στην οικογένεια Σπένσερ, μια οικογένεια της βρετανικής αριστοκρατίας με βασιλική καταγωγή και ήταν το τέταρτο παιδί και η τρίτη κόρη του Τζον Σπένσερ, Υποκόμη Όλθορπ, και της Φράνσες Σαντ Κυντ. Μεγάλωσε στο Παρκ Χάουζ, που βρίσκεται στο Σάντριγχαμ, και έλαβε βασική εκπαίδευση στην Αγγλία και την Ελβετία. Το 1975, όταν ο πατέρας της απέκτησε τον τίτλο του Κόμη Σπένσερ, εκείνη έγινε γνωστή ως Λαίδη Νταϊάνα Σπένσερ. Για πρώτη φορά ήρθε στο φως της δημοσιότητας τον Φεβρουάριο του 1981, όταν ανακοινώθηκε ο αρραβώνας της με τον πρίγκιπα Κάρολο.

Ο γάμος της με τον Πρίγκιπα της Ουαλίας έγινε στις 29 Ιουλίου 1981, στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Παύλου στο Λονδίνο και μεταδόθηκε από την τηλεόραση σε 750 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως. Καθ’ όλη τη διάρκεια του γάμου της, η Νταϊάνα απέκτησε τους τίτλους Πριγκίπισσα της Ουαλίας, Δούκισσα της Κορνουάλης, Δούκισσα του Ρόθσεϋ και Κόμισσα του Τσέστερ. Απέκτησε δύο γιους, τον Ουίλλιαμ και τον Χάρρυ, οι οποίοι ήταν τότε στη δεύτερη και την τρίτη θέση αντίστοιχα της γραμμής διαδοχής για τον βρετανικό θρόνο. Ως Πριγκίπισσα της Ουαλίας, η Νταϊάνα ανέλαβε διάφορα βασιλικά καθήκοντα εξ ονόματος της βασίλισσας Ελισάβετ Β΄ και την εκπροσώπησε σε περιοδείες της στο εξωτερικό. Έγινε ιδιαίτερα γνωστή για το φιλανθρωπικό της έργο και για την υποστήριξη που παρείχε στη Διεθνή Εκστρατεία Απαγόρευσης των Ναρκών Ξηράς και για την αντιμετώπιση της νόσου AIDS. Ασχολήθηκε με δεκάδες φιλανθρωπικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένου του Νοσοκομείου Γκρέιτ Όρμοντ Στρητ του Λονδίνου, στο οποίο διετέλεσε πρόεδρος από το 1989.

Η Νταϊάνα παρέμεινε στο προσκήνιο των παγκοσμίων μέσων ενημέρωσης σε όλη τη διάρκεια του γάμου της αλλά και μετά το τέλος του, ο οποίος τερματίστηκε με διαζύγιο στις 28 Αυγούστου 1996. Η προσοχή των μέσων ενημέρωσης και του πλήθους κορυφώθηκε με τον θάνατό της σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα στη σήραγγα Ponte del’ Alma στο Παρίσι στις 31 Αυγούστου 1997.
Η απώλεια της ζωής της προκάλεσε κύμα συγκίνησης και θλίψης σε όλο τον πλανήτη ενώ την κηδεία της παρακολούθησαν μέσω του BBC 32,10 εκατομμύρια άνθρωποι μόνο στη Μεγάλη Βρετανία. Ο τότε Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Τόνυ Μπλαιρ στον λόγο του την ημέρα του θανάτου της Πριγκίπισσας την αποκάλεσε «Πριγκίπισσα των ανθρώπων» (the people’s princess).

Βιογραφία

Η Νταϊάνα Φράνσες Σπένσερ γεννήθηκε την 1η Ιουλίου 1961 στο Παρκ Χάους, στο Σάντριγχαμ του Νόρφοκ. Ήταν το τέταρτο από τα πέντε παιδιά του Τζον Σπένσερ (1924 – 1992) και της πρώτης συζύγου του Φράνσες (1936 – 2004). Η οικογένεια Σπένσερ ήταν στενά συνδεδεμένη με τη βρετανική βασιλική οικογένεια για αρκετές γενιές. Και οι δυο γιαγιάδες της Νταϊάνα είχαν εργαστεί στο υπηρετικό προσωπικό της βασιλομήτορος Ελισάβετ, μητέρας της Ελισάβετ Β΄ του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι Σπένσερ ήλπιζαν ότι ένα αγόρι θα συνέχιζε τη γραμμή της οικογένειας, προσδοκία που δεν πραγματοποιήθηκε με τη γέννηση μιας τρίτης κόρης. Κανένα όνομα δεν επιλέχθηκε επί μια εβδομάδα μέχρι που κατέληξαν στο Νταϊάνα Φράνσες, από τη μητέρα της που ονομάζονταν Φράνσες και την Νταϊάνα Ράσσελ, Δούκισσα του Μπέντφορντ, τη μακρινή συγγενή της που ήταν επίσης γνωστή ως «Λαίδη Νταϊάνα Σπένσερ» πριν από τον γάμο της και αποτελούσε μια πιθανή μέλλουσα πριγκίπισσα της Ουαλίας.

Στις 30 Αυγούστου 1961 η Νταϊάνα βαφτίστηκε στην Εκκλησία της Αγίας Μαγδαληνής στο Σάντριγχαμ. Είχε τρία αδέρφια: τη Σάρα, την Τζέην και τον Τσαρλς. Ο αδερφός της, Τζον, πέθανε λίγο μετά τη γέννησή του, έναν χρόνο πριν τη γέννηση της Νταϊάνα. Η επιθυμία για έναν κληρονόμο έφερε προστριβές στον γάμο της οικογένειας Σπένσερ και έτσι η μητέρα της, λαίδη Όλθορπ, στάλθηκε στην κλινική της Χάρλεϋ Στρητ στο Λονδίνο προκειμένου να προσδιοριστεί η αιτία του «προβλήματος». Ο μικρότερος αδερφός της Νταϊάνα Τσαρλς περιέγραψε την εμπειρία ως «ταπεινωτική»: «Ήταν μια φοβερή εποχή για τους γονείς μου και ίσως η κύρια αιτία του διαζυγίου τους, γιατί δεν νομίζω ότι το ξεπέρασαν ποτέ». Η Νταϊάνα μεγάλωσε στο Παρκ Χάους που βρίσκεται στο Σάντριγχαμ. Η οικογένεια Σπένσερ νοίκιαζε αυτό το σπίτι από τον ιδιοκτήτη του, τη βασίλισσα Ελισάβετ. Η βασιλική οικογένεια συχνά έκανε διακοπές στο γειτονικό σπίτι στο Σάντριγχαμ και η Νταϊάνα ως παιδί έπαιζε με τους πρίγκιπες Ανδρέα και Εδουάρδο.

Η Νταϊάνα ήταν επτά ετών όταν οι γονείς της πήραν διαζύγιο. Η μητέρα της ξεκίνησε αργότερα μια σχέση με τον Πήτερ Σαντ Κυντ, τον οποίο παντρεύτηκε το 1969. Η Νταϊάνα έζησε με τη μητέρα της στο Λονδίνο κατά τη διάρκεια του χωρισμού των γονιών της το 1967 αλλά στις Χριστουγεννιάτικες διακοπές του ίδιου έτους, ο λόρδος Όλθορπ αρνήθηκε να αφήσει την Νταϊάνα να επιστρέψει στο Λονδίνο μαζί με τη λαίδη Όλθορπ. Λίγο αργότερα κέρδισε την επιμέλεια της Νταϊάνα με την υποστήριξη της πρώην πεθεράς του, Ρουθ Ρος, Βαρόνης του Φερμόϋ. Το 1972 ο Λόρδος Όλθορπ ξεκίνησε μια σχέση με τη Ρέιν, Κόμισσα του Ντάρτμουθ, και μοναχοκόρη του Αλεξάντερ ΜακΚόρκοντεϊλ και της Μπάρμπαρα Κάρτλαντ. Παντρεύτηκαν στο Κάξτον Χωλ του Λονδίνου το 1976. Η Νταϊάνα έγινε γνωστή ως λαίδη Νταϊάνα μόλις ο πατέρας της κληρονόμησε τον τίτλο του Κόμη Σπένσερ το 1975 και μετακόμισε με όλη την οικογένεια από το Παρκ Χάους στο Νορθάμπτον.

Εκπαίδευση και καριέρα

Η Νταϊάνα έλαβε την αρχική εκπαίδευση στο σπίτι υπό την εποπτεία της γκουβερνάντας της Γκέρτρουντ Άλλεν. Άρχισε την επίσημη εκπαίδευσή της στο ιδιωτικό σχολείο του Νόρφοκ και μεταφέρθηκε στο σχολείο Riddlesworth Hal όταν ήταν εννέα. Το 1973 ενώθηκε με τις αδερφές της στο σχολείο West Heath στο Κεντ. Δεν έλαμψε στον ακαδημαϊκό χώρο καθώς απέτυχε δυο φορές στις εξετάσεις της. Ωστόσο το κοινοτικό πνεύμα της αναγνωρίστηκε με ένα βραβείο από το West Heath. Έφυγε από εκεί όταν ήταν δεκαέξι. Ο αδερφός της Τσαρλς θυμάται ότι ήταν πολύ ντροπαλή μέχρι εκείνη την ηλικία. Έδειξε ένα ταλέντο στη μουσική κατακτώντας επιτεύγματα πιανίστριας. Η Νταϊάνα διακρίθηκε επίσης στο κολύμπι και τις καταδύσεις ενώ σπούδασε χορό και μπαλέτο.

Στη συνέχεια παρακολούθησε μαθήματα στο Ινστιτούτο Alpin Videmanette για ένα εξάμηνο το 1978. Ήταν τότε που η Νταϊάνα επέστρεψε στο Λονδίνο όπου συγκατοίκησε στο σπίτι της μητέρας της με δυο σχολικούς φίλους. Στο Λονδίνο έλαβε επαγγελματικά μαθήματα μαγειρικής, αλλά σπάνια μαγείρευε για τους συγκατοίκους της. Ακολούθησε μια σειρά από δουλειές με χαμηλή αμοιβή. Εργάστηκε ως καθηγήτρια χορού για νέους μέχρι που ένα ατύχημα στο σκι τής στέρησε τρεις μήνες εργασίας. Στη συνέχεια εργάστηκε ως βοηθός σε παιδικούς σταθμούς, ως καθαρίστρια για την αδερφή της Σάρα και αρκετούς φίλους της ενώ υπήρξε και οικοδέσποινα σε πάρτι. Επιπλέον, η Νταϊάνα εργάστηκε ως νταντά για τους Ρόμπερτσον, μια αμερικάνικη οικογένεια που ζούσε στο Λονδίνο αλλά και ως βοηθός καθηγητή στη Σχολή Young England στο Pimlico. Τον Ιούλιο του 1979 η μητέρα της τής αγόρασε ένα διαμέρισμα στη γειτονιά Κόουλχερν Κωρτ (Coleherne Court) στο Ερλ’ς Κωρτ (Earl’s Court) για τα 18α γενέθλιά της. Έζησε εκεί με τρεις συγκατοίκους μέχρι τις 25 Φεβρουαρίου 1981.

Γάμος με τον Πρίγκιπα της Ουαλίας

Η Νταϊάνα συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον Κάρολο, Πρίγκιπα της Ουαλίας, τον Νοέμβριο του 1977 όταν η ίδια ήταν 16 ετών. Ο Κάρολος ήταν ζευγάρι με τη μεγαλύτερη αδερφή της, Σάρα. Και οι δυο ήταν καλεσμένοι ένα σαββατοκύριακο στην εξοχή το καλοκαίρι του 1980, όταν η Νταϊάνα τον παρακολούθησε να παίζει πόλο και ο Κάρολος έδειξε ένα σοβαρό ενδιαφέρον για αυτήν ως πιθανή νύφη. Η σχέση τους συνεχίστηκε όταν την κάλεσε για ένα σαββατοκύριακο ιστιοπλοΐας πάνω στο βασιλικό γιοτ Britannia. Ακολούθησε μια πρόσκληση για το Μπαλμόραλ (εξοχική κατοικία της βασιλικής οικογένειας στη Σκωτία) για ένα σαββατοκύριακο τον Νοέμβριο του 1980, ώστε η Νταϊάνα να συναντήσει τη βασιλική οικογένεια. Η λαίδη Νταϊάνα ήταν καλοδεχούμενη από τη Βασίλισσα, τον Δούκα του Εδιμβούργου και τη βασιλομήτορα Ελισάβετ. Ο πρίγκιπας Κάρολος ακολούθησε έπειτα την Νταϊάνα στο Λονδίνο και στις 6 Φεβρουαρίου 1981 της έκανε πρόταση γάμου την οποία η Νταϊάνα δέχτηκε αλλά ο αρραβώνας τους έμεινε μυστικός για τις επόμενες εβδομάδες.

Αρραβώνας και γάμος

Ο αρραβώνας τους έγινε επίσημος στις 24 Φεβρουαρίου 1981. Η Νταϊάνα επέλεξε ένα μεγάλο δαχτυλίδι αρραβώνων που αποτελούνταν από 14 διαμάντια τα οποία περιέβαλαν ένα οβάλ μπλε ζαφείρι που ήταν πάνω σε λευκό χρυσό 18 καρατίων, ένα δαχτυλίδι που ήταν παρόμοιο με εκείνο των αρραβώνων της μητέρας της. Το δαχτυλίδι κατασκευάστηκε από τους κοσμηματοπώλες του Crown Garrard αλλά δεν ήταν μοναδικό στο είδος του, πράγμα ασυνήθιστο για δαχτυλίδι μέλους της βασιλικής οικογένειας. Το δαχτυλίδι παρουσιάστηκε στη συλλογή κοσμημάτων του Garrard. Το 2010 το ίδιο δαχτυλίδι έγινε το δαχτυλίδι αρραβώνων της Κάθριν, Πριγκίπισσας της Ουαλίας. Η βασίλισσα Ελισάβετ έδωσε στην Νταϊάνα μια καρφίτσα από ζαφείρι και διαμάντι ως δώρο αρραβώνων.

Μετά τον αρραβώνα η ευρέως γνωστή ως λαίδη Νταϊάνα Σπένσερ εγκατέλειψε την εργασία της στο νηπιαγωγείο και έζησε για μικρό χρονικό διάστημα στην Οικία Κλάρενς, που ήταν το σπίτι της Βασιλομήτορος. Στη συνέχεια έζησε στο Παλάτι του Μπάκιγχαμ μέχρι τον γάμο. Η Νταϊάνα υπήρξε η πρώτη Αγγλίδα μέσα σε 300 χρόνια που έγινε η σύζυγος ενός διαδόχου του βασιλικού θρόνου και υπήρξε επίσης η πρώτη νύφη βασιλικής οικογένειας που είχε μια εργασία από την οποία πληρωνόταν μέχρι τη στιγμή του αρραβώνα της.

Η 20χρονη Νταϊάνα έγινε η Πριγκίπισσα της Ουαλίας όταν παντρεύτηκε τον Πρίγκιπα της Ουαλίας στις 29 Ιουλίου 1981 στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Παύλου. Ο ναός πρόσφερε περισσότερα καθίσματα από το Αββαείο του Ουέστμινστερ, το οποίο γενικά χρησιμοποιείται για βασιλικούς γάμους. Ο γάμος περιγράφηκε ευρέως ως «παραμυθένιος» και 750 εκατομμύρια άνθρωποι τον παρακολούθησαν μέσα από ένα παγκόσμιο τηλεοπτικό δίκτυο ενώ 600.000 θεατές πλημμύρισαν τους γύρω δρόμους για να πάρουν μια γεύση από το ζευγάρι καθ’ οδόν προς την τελετή. Στον βωμό, η Νταϊάνα αντέστρεψε κατά τύχη τη σειρά των δυο πρώτων ονομάτων του Καρόλου λέγοντας «Φίλιππος Κάρολος» Αρθούρος Γεώργιος. Δεν ανέφερε ότι θα «υπακούει» σε αυτόν, αυτός ο παραδοσιακός όρκος έμεινε απ’ έξω μετά από αίτημα του ζευγαριού, γεγονός που προκάλεσε σχόλια εκείνη την εποχή. Η Νταϊάνα φορούσε ένα φόρεμα αξίας 9.000 λιρών με ένα τούλι 25 ποδιών (7,62 μέτρων). Η μουσική και τα τραγούδια που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του γάμου συμπεριλάμβαναν τα «Prince of Denmark’s March», «I Vow to Thee, My Country», «Pomp and Circumstance No.4» και «God Save the Queen».

Αφού έγινε Πριγκίπισσα της Ουαλίας, η Νταϊάνα μπήκε αυτόματα στο Τάγμα Προτεραιότητας, κατακτώντας την τρίτη θέση της γυναίκας με τη μεγαλύτερη επιρροή στο Ηνωμένο Βασίλειο (μετά τη Βασίλισσα και τη βασιλομήτορα Ελισάβετ) ενώ ήταν πέμπτη ή έκτη στα Τάγματα Προτεραιότητας των βασιλείων των άλλων χωρών, ακολουθώντας τη Βασίλισσα, τον αρμόδιο αντιβασιλέα, τον Δούκα του Εδιμβούργου, τη βασιλομήτορα Ελισάβετ και τον Πρίγκιπα της Ουαλίας. Μέσα σε λίγα χρόνια μετά τον γάμο, η Βασίλισσα επέκτεινε τη συμμετοχή της Νταϊάνα στη βασιλική οικογένεια. Της χορήγησε την τιάρα της Πριγκίπισσας του Κέιμπριτζ καθώς και το σήμα της βασίλισσας Ελισάβετ το οποίο ανήκε στη βασιλική οικογένεια.

Παιδιά

Το ζευγάρι έφτιαξε τα σπίτια του στο Παλάτι του Κένσινγκτον και στο Μέγαρο Χάιγκροουβ, κοντά στο Τέντμπουρυ. Στις 5 Νοεμβρίου 1981 ανακοινώθηκε επισήμως η εγκυμοσύνη της Πριγκίπισσας. Τον Ιανουάριο του 1982 – εγκυμοσύνη δώδεκα εβδομάδων – η Νταϊάνα έπεσε σε μια σκάλα στο Σάντριγχαμ και κλήθηκε από το Λονδίνο ο γυναικολόγος της βασιλικής οικογένειας σερ Τζορτζ Πλίνκερ. Διαπιστώθηκε ότι αν και είχε υποστεί σοβαρούς μώλωπες, το έμβρυο δεν είχε τραυματιστεί. Στην ιδιωτική κλινική Λίντο (Lindo Wing) του νοσοκομείου Σαιντ Μαίρυ στο Πάντινγκτον του Λονδίνου και υπό τη φροντίδα του δόκτωρα Πίνκερ, η Νταϊάνα γέννησε στις 21 Ιουνίου 1982 τον πρώτο γιο του ζευγαριού και διάδοχο του θρόνου Γουλιέλμο (Ουίλλιαμ) Αρθούρο Φίλιππο Λουδοβίκο. Εν μέσω ορισμένων επικρίσεων από τα μέσα ενημέρωσης, η Νταϊάνα αποφάσισε να πάρει τον Ουίλλιαμ, ακόμα μωρό, στις πρώτες μεγάλες περιηγήσεις της στην Αυστραλία και στη Νέα Ζηλανδία αλλά αυτή η απόφασή της καταχειροκροτήθηκε από τον λαό. Η ίδια παραδέχτηκε ότι δεν είχε αρχικά την πρόθεση να πάρει τον Ουίλλιαμ μαζί της μέχρι που της έγινε η πρόταση από τον Αυστραλό πρωθυπουργό Μάλκολμ Φρέιζερ.

Ένας δεύτερος γιος, ο Ερρίκος (Χάρρυ) Κάρολος Αλβέρτος Δαβίδ, γεννήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 1984. Η Πριγκίπισσα επιβεβαίωσε ότι η ίδια και ο Πρίγκιπας είχαν έρθει πιο κοντά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της στον Χάρρυ. Γνώριζε ότι το δεύτερο παιδί τους ήταν αγόρι αλλά δεν μοιράστηκε το νέο με κανέναν άλλον, συμπεριλαμβανομένου του Πρίγκιπα της Ουαλίας. Υπαινιγμοί ότι ο πατέρας του Χάρρυ δεν ήταν ο Κάρολος αλλά ο Τζέημς Χιούιτ, με τον οποίο η Νταϊάνα είχε σχέση, βασίζονται στην υποτιθέμενη φυσική ομοιότητα μεταξύ του Χιούιτ και του Χάρρυ. Ωστόσο ο Χάρρυ γεννήθηκε προτού αρχίσει η σχέση της Νταϊάνα με τον Χιούιτ.

Η Νταϊάνα έδωσε στους γιους της ευρύτερες εμπειρίες από τις αναμενόμενες για τα βασιλικά παιδιά. Σπάνια υποχωρούσε στον πρίγκιπα Κάρολο ή στη βασιλική οικογένεια και ήταν συχνά αδιάφορη όταν οι άλλοι αναφερόταν στα παιδιά. Η ίδια επέλεξε τα πρώτα από τα ονόματα που τους δόθηκαν, απέρριψε την πρόσληψη νταντάς από τη βασιλική οικογένεια αλλά επέλεξε μια νταντά της δικής της προσωπικής επιλογής, διάλεξε τα σχολεία και τα ρούχα τους, σχεδίασε τις εκδρομές τους και τα έπαιρνε η ίδια από το σχολείο τόσο συχνά όσο το πρόγραμμα της το επέτρεπε. Οργάνωσε επίσης τα δημόσια καθήκοντά της βασιζόμενη στο πρόγραμμα των παιδιών της. Η Νταϊάνα ήθελε να μεγαλώσει τους δυο γιούς της με τον πιο φυσιολογικό τρόπο, όπως να περιμένουν στη σειρά στα McDonald’s, να επισκέπτονται μουσεία και μέρη ψυχαγωγίας.

Προβλήματα και χωρισμός

Πέντε χρόνια μετά τον γάμο, η ασυμβατότητα του ζευγαριού και η διαφορά ηλικίας, σχεδόν 13 χρόνια, έγιναν ορατά και καταστρεπτικά. Η ανησυχία της Νταϊάνα σχετικά με τη σχέση του Καρόλου με την Καμίλλα Πάρκερ Μπόουλς είχε επίσης αρνητικό αντίκτυπο στον γάμο τους. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ο γάμος του Πρίγκιπα και της Πριγκίπισσας της Ουαλίας έλαβε τέλος. Το γεγονός αυτό αρχικά καταρρίφθηκε αλλά στη συνέχεια έγινε αισθητό από τα μέσα ενημέρωσης. Η Πριγκίπισσα και ο Πρίγκιπας μίλησαν και οι δύο στον Τύπο μέσω φίλων. Ο ένας κατηγόρησε τον άλλο για την κατάρρευση του γάμου τους.

Οι συζυγικές δυσκολίες του ζευγαριού αναφέρονταν δημοσίως ήδη από το 1985. Ο πρίγκιπας Κάρολος συνέχισε τη σχέση του με την Καμίλλα Πάρκερ Μπόουλς. Η Νταϊάνα ξεκίνησε μια εξωσυζυγική σχέση με τον Τζέημς Χιούιτ. Αυτές οι σχέσεις δημοσιοποιήθηκαν τον Μάιο του 1992 μετά τη δημοσίευση του βιβλίου του Άντριου Μόρτον Diana: Her True Story. Το βιβλίο κυκλοφόρησε με την εφημερίδα The Sunday Times, αποκάλυψε την αυτοκτονική δυστυχία της Πριγκίπισσας και προκάλεσε μια καταιγίδα στα μέσα ενημέρωσης. Το 1992 και το 1993 διέρρευσαν τηλεφωνικές συνομιλίες οι οποίες αντανακλούσαν αρνητικά τους δυο ανταγωνιστές. Οι μαγνητοφωνημένες ηχογραφήσεις της Πριγκίπισσας με τον Τζέημς Γκίλμπεϋ έγιναν διαθέσιμες μέσω της εφημερίδας The Sun τον Αύγουστο του 1992 και οι μεταγραφές των προσωπικών συνομιλιών κυκλοφόρησαν από την ίδια εφημερίδα κατά τον επόμενο μήνα. Ο τίτλος του άρθρου «Squidgygate» αναφερόταν στο αγαπημένο ψευδώνυμο του Γκίλμπεϋ για την Νταϊάνα.

Το επόμενο πράγμα που ήρθε στην επιφάνεια τον Νοέμβριο του 1992 ήταν οι στενού τύπου συνομιλίες μεταξύ του Πρίγκιπα της Ουαλίας με την Καμίλλα, οι οποίες διέρρευσαν και δημοσιεύτηκαν στις διάφορες εφημερίδες με τον τίτλο «Camillagate». Τον Δεκέμβριο του 1992 ο Βρετανός πρωθυπουργός Τζον Μέιτζορ ανακοίνωσε τον «φιλικό χωρισμό» του ζευγαριού στη Βουλή των Κοινοτήτων ενώ το πλήρες αντίγραφο του Camillagate δημοσιεύτηκε ένα μήνα αργότερα, τον Ιανουάριο του 1993, στις εφημερίδες.

Το 1993 οι Mirror Group Newspapers (MGN) δημοσίευσαν φωτογραφίες της Πριγκίπισσας οι οποίες είχαν τραβηχτεί από έναν ιδιοκτήτη γυμναστηρίου, τον Μπρους Τέιλορ. Οι φωτογραφίες την έδειχναν να αθλείται στο γυμναστήριο LA Fitness φορώντας «ένα σορτς ποδηλασίας». Οι δικηγόροι της Πριγκίπισσας υπέβαλλαν αμέσως μια ποινική καταγγελία η οποία απαιτούσε «μόνιμη απαγόρευση της πώλησης και της δημοσίευσης των φωτογραφιών της σε όλο τον κόσμο». Ωστόσο ορισμένες εφημερίδες εκτός Ηνωμένου Βασιλείου προχώρησαν στη δημοσίευση των φωτογραφιών. Το δικαστήριο ενέκρινε τη μήνυση κατά του Τέιλορ και των MGN απαγορεύοντας «περαιτέρω δημοσίευση των φωτογραφιών». Οι MGN εξέδωσαν αργότερα ένα έγγραφο απολογίας αφού αντιμετώπισαν πολλές κριτικές από το κοινό. Αναφέρεται ότι οι MGN έδωσαν στην Πριγκίπισσα 1 εκατομμύριο λίρες ως αποζημίωση για τα νομικά της έξοδα καθώς και 200.000 λίρες για τα φιλανθρωπικού χαρακτήρα ιδρύματά της. Ο Τέιλορ επίσης ζήτησε συγγνώμη και πλήρωσε στην Νταϊάνα 300.000 λίρες παρόλο που φέρεται ότι ένα μέλος της βασιλικής οικογένειας τον βοήθησε οικονομικά.

Η πριγκίπισσα Μαργαρίτα έκαψε τις «πολύ προσωπικές» επιστολές που η Νταϊάνα είχε γράψει στη βασίλισσα Ελισάβετ το 1993 επειδή τις θεωρούσε «τόσο ιδιωτικές». Ο βιογράφος Ουίλλιαμ Σόουκρος έγραψε: «Χωρίς αμφιβολία η Πριγκίπισσα Μαργαρίτα ένιωσε ότι προστάτευε τη μητέρα της και άλλα μέλη της οικογένειας». Θεώρησε ότι η ενέργεια της πριγκίπισσας Μαργαρίτας είναι «κατανοητή, αν και θλιβερή από ιστορική άποψη».

Η Νταϊάνα κατηγόρησε την Καμίλλα Πάρκερ για τα συζυγικά της προβλήματα εξαιτίας της προηγούμενης σχέσης της Καμίλλα με τον πρίγκιπα Κάρολο και από κάποιο σημείο και μετά άρχισε να πιστεύει ότι ο Πρίγκιπας είχε και άλλες εξωσυζυγικές σχέσεις. Τον Οκτώβριο του 1993 η Πριγκίπισσα έγραψε σε έναν φίλο της ότι πίστευε πως ο σύζυγός της ήταν τώρα ερωτευμένος με την προσωπική του βοηθό (και με την πρώην νταντά του γιου τους) Τίγκυ Λεγκ-Μπορκ και ότι ήθελε να την παντρευτεί. Η Λεγκ-Μπορκ είχε προσληφθεί από τον Πρίγκηπα ως μια νεαρή συντροφιά για τους γιους του με την Πριγκίπισσα να είναι δυσαρεστημένη με την ίδια τη Λεγκ-Μπορκ και με τη σχέση της με τους νεαρούς πρίγκιπες. Στις 3 Δεκεμβρίου 1993 η Πριγκίπισσα της Ουαλίας ανακοίνωσε ότι αποσύρεται από τη δημόσια ζωή.

Στο μεταξύ οι φήμες είχαν αρχίσει να εντείνονται αναφορικά με τη σχέση της Πριγκίπισσας της Ουαλίας με τον Χιούιτ, ο οποίος ήταν ο πρώην δάσκαλος ιππασίας της βασιλικής οικογένειας. Αυτές οι φήμες δημοσιοποιήθηκαν μετά την έκδοση ενός βιβλίου της Άννα Πάστερνακ το 1994 με τον τίτλο Princess in Love, το οποίο έγινε ταινία για τον κινηματογράφο με τον ίδιο τίτλο το 1996, σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ Γκρην. Η Τζούλι Κοξ ενσάρκωσε την Πριγκίπισσα της Ουαλίας και ο Κρίστοφερ Βιλλιέ ενσάρκωσε τον Χιούιτ.
Ο πρίγκιπας Κάρολος προσπάθησε να κερδίσει την κατανόηση του κοινού μέσω μιας τηλεοπτικής συνέντευξης στον δημοσιογράφο Τζόναθαν Ντίμπλεμπυ στις 29 Ιουνίου 1994. Στη συνέντευξη επιβεβαίωσε τη δική του εξωσυζυγική σχέση με την Καμίλλα Πάρκερ αναφέροντας ότι η σχέση τους είχε αναζωπυρωθεί το 1986 μόνο αφότου ο γάμος του με την Πριγκίπισσα είχε «καταστραφεί ανεπανόρθωτα». Οι συγγραφείς Τίνα Μπράουν, Σάλλυ Μπέντελ Σμιθ και Σάρα Μπράντφορντ είναι μερικές από τους πολλούς συγγραφείς που υποστήριξαν πλήρως την προσωπική παραδοχή της Νταϊάνα στη συνέντευξή της στην εκπομπή BBC Panorama το 1995 ότι υπέφερε από κατάθλιψη, «αχαλίνωτη βουλιμία» και τάσεις αυτοκαταστροφής. Η μεταγραφή της εκπομπής καταγράφει την Νταϊάνα να επιβεβαιώνει πολλά από τα προβλήματά της στον δημοσιογράφο Μάρτιν Μπασίρ, συμπεριλαμβανομένου ότι είχε «χτυπήσει τα χέρια και τα πόδια της». Ο συνδυασμός των ασθενειών από τις οποίες είχε δηλώσει η ίδια η Νταϊάνα ότι υπέφερε οδήγησε μερικούς από τους βιογράφους της Νταϊάνα να υποστηρίζουν ότι είχε οριακή διαταραχή προσωπικότητας.

Συνέντευξη στο BBC

Η συνέντευξη που έδωσε η Νταϊάνα στον Βρετανό δημοσιογράφο Μάρτιν Μπασίρ τον Νοέμβριο του 1995 μεταδόθηκε από το BBC, καθήλωσε 22 εκατομμύρια θεατές και είχε παγκόσμια προβολή. Αν και μέχρι σήμερα, αμφισβητούνται οι συνθήκες κάτω από τις οποίες η Πριγκίπισσα συμφώνησε για αυτή τη συνέντευξη, η ίδια είχε ανάγκη να ακουστεί η δική της αλήθεια για τα όσα έζησε όσο ήταν μέλος της Βρετανικής Βασιλικής Οικογένειας, με τη γνωστή φράση της: “We were three of us in this marriage. So it was a bit crowded.”

Διαζύγιο

Το ζευγάρι αποφάσισε να χωρίσει το 1992. Για 4 χρόνια ζούσαν ως χωρισμένοι μέχρι που πήραν διαζύγιο στις 28 Αυγούστου 1996, αφού πρώτα κατηγόρησαν ο ένας τον άλλον για την κατάρρευση του γάμου τους σε συνεντεύξεις τους. Η ανακοίνωση του χωρισμού τους έγινε στο Βρετανικό Κοινοβούλιο, λέγοντας ότι θα ακολουθήσουν διαφορετικούς δρόμους και πως ο γάμος έληξε με φιλικές διαθέσεις. Η Νταϊάνα, συμφώνησε να διατηρήσει τα διαμερίσματα της στο παλάτι του Κέσινγκτον και τον τίτλο της πριγκίπισσας της Ουαλίας, αλλά να παραιτηθεί από τον τίτλο της Αυτής Βασιλικής Υψηλότητας και από οποιεσδήποτε μελλοντικές αξιώσεις για τον βρετανικό θρόνο.

Δημόσια ζωή

Δημόσιες εμφανίσεις
Το 1981 ο πρίγκιπας και η πριγκίπισσα επισκέφτηκαν την Ουαλία. Η Νταϊάνα παρακολούθησε για πρώτη φορά τις εργασίες του Κοινοβουλίου στις 4 Νοεμβρίου 1981. Η πρώτη της σόλο εμφάνιση ήταν μια επίσκεψη στην Οδό Ρήτζεντ στις 18 Νοεμβρίου 1981 ώστε να ανάψει τα φώτα των Χριστουγέννων. Παρακολούθησε για πρώτη φορά το Trooping the Color τον Ιούνιο του 1982, κάνοντας την εμφάνισή της στο μπαλκόνι του Παλατιού του Μπάκιγχαμ. Η Πριγκίπισσα έκανε την πρώτη της περιοδεία στο εξωτερικό τον Σεπτέμβριο του 1982 για να παρακολουθήσει τη δημόσια κηδεία της Γκρέις, Πριγκίπισσας του Μονακό. Την ίδια χρονιά η πριγκίπισσα συνόδευσε τον Πρίγκιπα της Ουαλίας στις Κάτω Χώρες όπου η βασίλισσα Βεατρίκη έφτιαξε έναν Μεγάλο Σταυρό του Τάγματος του Στέμματος. Το 1983 συνόδευσε τον πρίγκιπα στην περιοδεία του σε Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία και μαζί με τον πρίγκιπα Ουίλλιαμ, όπου συναντήθηκαν με εκπροσώπους των λαών Μαορί. Η επίσκεψή τους στον Καναδά τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 1983 συμπεριέλαβε ένα ταξίδι στο Έντμοντον για να εγκαινιάσουν το Καλοκαιρινό Πανεπιστήμιο και μια στάση στη Νέα Γη για τον εορτασμό της 400ης επετείου της απόκτησης του νησιού από το Ηνωμένο Βασίλειο.

Τον Φεβρουάριο του 1984 η Νταϊάνα έγινε ο προστάτης της Σχολής Μπαλέτου του Λονδίνου όταν ταξίδεψε μόνη της στη Νορβηγία για να παρακολουθήσει μια παράσταση. Τον Απρίλιο του 1985 ο Πρίγκιπας και η Πριγκίπισσα της Ουαλίας επισκέφτηκαν την Ιταλία και αργότερα τους ακολούθησαν οι πρίγκιπες Ουίλλιαμ και Χάρρυ. Τον Νοέμβριο του 1985 το ζευγάρι επισκέφτηκε τις Ηνωμένες Πολιτείες όπου συναντήθηκε με τον πρόεδρο Ρόναλντ Ρέηγκαν και την Πρώτη Κυρία Νάνσυ Ρέηγκαν στον Λευκό Οίκο. Η Νταϊάνα είχε ένα πολυάσχολο έτος το 1986. Πραγματοποίησε μαζί με τον Πρίγκιπα της Ουαλίας μια περιοδεία σε Ιαπωνία, Ινδονησία, Ισπανία και Καναδά. Στον Καναδά επισκέφτηκαν την έκθεση Expo 86. Το 1988 ο Πρίγκιπας και η Πριγκίπισσα της Ουαλίας επισκέφτηκαν την Ταϊλάνδη και έκαναν περιοδεία στην Αυστραλία για τους εορτασμούς των 200 ετών της χώρας. Τον Φεβρουάριο του 1989 πέρασε λίγες μέρες μόνη της στη Νέα Υόρκη. Κατά τη διάρκεια μιας ξενάγησής της στο νοσοκομείο του Χάρλεμ, άσκησε μια βαθιά επίδραση στο κοινό όταν αγκάλιασε αυθόρμητα ένα 7χρονο παιδί φορέα του AIDS.

Τον Μάρτιο του 1990 αυτή και ο Πρίγκιπας της Ουαλίας ταξίδεψαν στη Νιγηρία και το Καμερούν. Ο Πρόεδρος του Καμερούν παρέθεσε ένα επίσημο δείπνο για να τους υποδεχτεί στη Γιαουντέ. Τα κυριότερα σημεία της περιοδείας περιλάμβαναν επισκέψεις σε νοσοκομεία από την Πριγκίπισσα της Ουαλίας καθώς και έργα που επικεντρώνονταν στην ανάπτυξη των γυναικών. Τον Μάιο του 1990 επισκέφτηκαν για τέσσερις ημέρες την Ουγγαρία. Ήταν η πρώτη επίσκεψη μελών της βασιλικής οικογένειας σε «μια χώρα του Πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας». Συμμετείχαν σε ένα δείπνο που διοργάνωσε ο προσωρινός Πρόεδρος Άρπαντ Γκαιντς και παρακολούθησαν μια επίδειξη μόδας στο Μουσείο Εφαρμοσμένων Τεχνών στη Βουδαπέστη. Το Ινστιτούτο Πέτο ήταν ένα από τα μέρη που επισκέφτηκε η Πριγκίπισσα και παρουσίασε τον διευθυντή του απονέμοντάς του ένα τιμητικό σήμα του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας (ΟΒΕ). Τον Νοέμβριο του 1990 το βασιλικό ζευγάρι πήγε στην Ιαπωνία για να παρακολουθήσει την ενθρόνιση του αυτοκράτορα Ακιχίτο.

Στην επιθυμία της να παίξει έναν ενθαρρυντικό ρόλο κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Κόλπου, η Πριγκίπισσα της Ουαλίας επισκέφτηκε τη Γερμανία τον Δεκέμβριο του 1990 για να συναντηθεί με τις οικογένειες των στρατιωτών. Τον Ιανουάριο του 1991 ταξίδεψε πάλι στη Γερμανία για να επισκεφτεί τη RAF Bruggen και αργότερα έγραψε μια ενθαρρυντική επιστολή που δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες Soldier, Navy News και News RAF. Το 1991 ο Πρίγκιπας και η Πριγκίπισσα της Ουαλίας επισκέφτηκαν το Πανεπιστήμιο Κίνγκστον στο Οντάριο όπου παρέδωσαν ένα αντίγραφο της βασιλικής τους διαθήκης. Τον Σεπτέμβριο του 1991 η Πριγκίπισσα επισκέφτηκε το Πακιστάν σε ένα ατομικό ταξίδι ενώ πήγε στη Βραζιλία μαζί με τον Κάρολο. Κατά τη διάρκεια της ξενάγησής τους στη Βραζιλία, η Νταϊάνα επισκέφτηκε οργανισμούς οι οποίοι αντιμετώπιζαν την έλλειψη στέγης για τα άστεγα παιδιά. Τα τελευταία της ταξίδια με τον Κάρολο πραγματοποιήθηκαν στην Ινδία και τη Νότια Κορέα το 1992. Επισκέφτηκε τον ξενώνα της Μητέρας Τερέζας στην Καλκούτα της Ινδίας το 1992 και οι δυο γυναίκες ανέπτυξαν μια προσωπική σχέση. Το 1992 και το 1993 ο Πήτερ Σέττελεν, ένας καθηγητής φωνητικής, προσλήφθηκε από την Νταϊάνα για να τη βοηθήσει να αναπτύξει τη δημόσια φωνή της.

Μολονότι τον Δεκέμβριο του 1993 είχε ανακοινώσει ότι θα αποσυρόταν από τη δημόσια ζωή, τον Νοέμβριο του 1994 δήλωσε ότι επιθυμούσε να πραγματοποιήσει «μια εν μέρει επιστροφή». Υπό την ιδιότητά της ως αντιπροέδρου του Βρετανικού Ερυθρού Σταυρού, ενδιαφερόταν να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο για τους εορτασμούς των 125 χρόνων λειτουργίας του. Αργότερα η Βασίλισσα την προσκάλεσε επίσημα να παρευρεθεί στις εορταστικές εκδηλώσεις για την Ημέρα της Νίκης (D-Day). Τον Φεβρουάριο του 1995 η Πριγκίπισσα επισκέφτηκε την Ιαπωνία. Έκανε μια επίσημη επίσκεψη στον αυτοκράτορα Ακιχίτο και στην αυτοκράτειρα Μιτσίκο. Τον Ιούνιο του 1995 η Νταϊάνα πήγε στη Βενετία για να παρευρεθεί στο Φεστιβάλ Τέχνης Μπιεννάλε της Βενετίας και επισκέφτηκε επίσης τη Μόσχα όπου έλαβε το Διεθνές Βραβείο Λεονάρντο. Τον Νοέμβριο του 1995 η Πριγκίπισσα πραγματοποίησε ένα ταξίδι τεσσάρων ημερών στην Αργεντινή προκειμένου να παραστεί σε ένα φιλανθρωπικό γεγονός. Η Πριγκίπισσα επισκέφτηκε πολλές άλλες χώρες όπως το Βέλγιο, το Νεπάλ, την Ελβετία και τη Ζιμπάμπουε. Ενώ βρισκόταν σε διάσταση με τον Κάρολο, περίοδος που διήρκεσε σχεδόν τέσσερα χρόνια, συμμετείχε σε μεγάλες εθνικές εκδηλώσεις ως ανώτερο μέλος της βασιλικής οικογένειας, συμπεριλαμβανομένων κυρίως «των εορταστικών εκδηλώσεων για την 50η επέτειο της Ημέρας της Νίκης στην Ευρώπη και της Ημέρας της Νίκης κατά της Ιαπωνίας» το 1995. Τα 36α και τελευταία γενέθλια της Πριγκίπισσας πραγματοποιήθηκαν στην Πινακοθήκη Τέιτ (Tate Gallery), η οποία είχε πραγματοποιήσει μια αναμνηστική εκδήλωση για την 100η επέτειο της γκαλερί.

Φιλανθρωπίες

Το 1983 εκμυστηρεύτηκε στον τότε πρωθυπουργό της Νέας Γης Μπράιαν Πέκφορντ, «Δυσκολεύομαι να αντιμετωπίσω τις πιέσεις ως πριγκίπισσα της Ουαλίας αλλά μαθαίνω να το αντιμετωπίζω». Ως πριγκίπισσα της Ουαλίας ήταν αναμενόμενο να πραγματοποιεί τακτικές δημόσιες εμφανίσεις σε νοσοκομεία, σχολεία και άλλες εγκαταστάσεις σύμφωνα με το καταστατικό της βασιλικής οικογένειας του 20ού αιώνα. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, συσχετιζόταν όλο και περισσότερο με πολυάριθμες φιλανθρωπικές οργανώσεις. Πραγματοποίησε 191 επίσημες επισκέψεις το 1988 και 397 το 1991. Η Πριγκίπισσα απέκτησε ένα έντονο ενδιαφέρον για τις σοβαρές ασθένειες και για τα θέματα που σχετίζονται με την υγεία έξω από την παραδοσιακή βασιλική εμπλοκή, συμπεριλαμβανομένων του AIDS και της λέπρας. Σε αναγνώριση των φιλανθρωπικών παρεμβάσεών της, ο Στήβεν Νηλ, διευθυντής του UK Institute of Charity Fundraising Managers, δήλωσε ότι: «Η συνολική συμμετοχή της στη φιλανθρωπία είναι πιθανότατα πιο σημαντική από ό,τι κάθε άλλου προσώπου τον 20ό αιώνα».

Πέρα από τα θέματα που σχετίζονται με την υγεία, το εκτεταμένο φιλανθρωπικό έργο της Νταϊάνα περιλάμβανε εκστρατεία για την προστασία των ζώων και τον αγώνα της ενάντια στη χρήση των ναρκών ξηράς. Υπήρξε η προστάτιδα των φιλανθρωπικών οργανώσεων και των οργανώσεων που συνεργάζονται με τους άστεγους, τους νέους, τους ναρκομανείς και τους ηλικιωμένους. Από το 1989 ήταν η πρόεδρος του νοσοκομείου Παίδων στην οδό Γκρέιτ Όρμοντ. Από το 1991 έως το 1996 ήταν πρόεδρος του Headway, ενός συλλόγου για τους εγκεφαλικούς τραυματισμούς. Ήταν επίσης πρόεδρος του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας και της Βασιλικής Ακαδημίας Μουσικής. Από το 1984 έως το 1996 ήταν πρόεδρος του Barnardo’s, ενός φιλανθρωπικού ιδρύματος που ίδρυσε ο Δρ. Τόμας Τζον Μπαρνάρντο το 1866 για τη φροντίδα των ευάλωτων παιδιών και νέων. Το 1988 έγινε πρόεδρος του Βρετανικού Ερυθρού Σταυρού και υποστήριξε τα παρακλάδια του σε άλλες χώρες όπως η Αυστραλία και ο Καναδάς. Πραγματοποιούσε αρκετές επισκέψεις κάθε εβδομάδα στο νοσοκομείο Royal Brompton, όπου εργάστηκε για να ανακουφίσει τους σοβαρά αρρώστους. Το 1992 έγινε η πρώτη πρόεδρος του Chester Childbirth Appeal, ενός φιλανθρωπικού ιδρύματος το οποίο υποστήριζε από το 1984. Αυτό το φιλανθρωπικό ίδρυμα, που πήρε το όνομα ενός από τους βασιλικούς τίτλους της Νταϊάνα, θα μπορούσε να συγκεντρώνει ετησίως πάνω από 1 εκατομμύριο λίρες χάρη στη βοήθειά της.

Τον Ιούλιο του 1995 η Πριγκίπισσα ταξίδεψε στη Μόσχα. Επισκέφτηκε ένα παιδικό νοσοκομείο το οποίο είχε υποστηρίξει στο παρελθόν μέσω της παροχής σε αυτό ιατρικού εξοπλισμού. Στη Μόσχα έλαβε το Διεθνές Βραβείο Λεονάρντο το οποίο δίνεται στους «διακεκριμένους προέδρους και στους ανθρώπους της τέχνης, της ιατρικής και του αθλητισμού». Τον Δεκέμβριο του 1995 η Νταϊάνα έλαβε το Ετήσιο Βραβείο Ανθρωπιστικής Βοήθειας για τις φιλανθρωπικές της προσπάθειες. Τον Οκτώβριο του 1996, για την προσφορά της στους ηλικιωμένους, η Πριγκίπισσα τιμήθηκε με το χρυσό μετάλλιο σε συνέδριο για την υγειονομική περίθαλψη που διοργάνωσε το Κέντρο Pio Manzù στο Ρίμινι της Ιταλίας.

Την επόμενη ημέρα του διαζυγίου της, ανακοίνωσε την παραίτησή της από περισσότερες από 100 φιλανθρωπικές οργανώσεις ώστε να περνάει περισσότερο χρόνο μόνο σε έξι από αυτές: Centrepoint, English National Ballet, Great Ormond Street Hospital, The Leprosy Mission, National AIDS Trust, Royal Marsden Hospital. Συνέχισε την εκστρατεία της στον Βρετανικό Ερυθρό Σταυρό αλλά δεν ήταν πλέον καταχωρημένη ως πρόεδρος.

Τον Μάιο του 1997 η Πριγκίπισσα άνοιξε ένα Κέντρο για την Αναπηρία και τις Τέχνες στο Λέστερ, αφού της έγινε η πρόταση από τον φίλο της Ρίτσαρντ Άττενμπρω. Τον Ιούνιο του 1997 τα φορέματα και τα κοστούμια της πουλήθηκαν σε καταστήματα δημοπρασιών στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη και τα έσοδα που μαζεύτηκαν από αυτές τις εκδηλώσεις δωρήθηκαν σε φιλανθρωπικές οργανώσεις. Η τελευταία επίσημη εμφάνισή της ήταν στο νοσοκομείο Northwick Park του Λονδίνου στις 21 Ιουλίου 1997.

Προσωπική ζωή μετά το διαζύγιο

Μετά το διαζύγιό της το 1996 η Νταϊάνα διατήρησε το διαμέρισμα στη βόρεια πλευρά του Παλατιού του Κένσινγκτον στο οποίο ζούσε με τον Πρίγκιπα της Ουαλίας από τον πρώτο χρόνο του γάμου τους. Αυτό το διαμέρισμα παρέμεινε το σπίτι της μέχρι τον θάνατό της το επόμενο έτος. Μετακόμισε και τα γραφεία της στο Ανάκτορο του Κένσινγκτον αλλά της επιτρεπόταν να «χρησιμοποιεί τα διαμερίσματα στο Παλάτι του Αγίου Ιακώβου». Επιπλέον συνέχισε να έχει πρόσβαση στα κοσμήματα που είχε λάβει κατά τη διάρκεια του γάμου της και είχε τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί τις αεροπορικές εταιρείες της βρετανικής βασιλικής οικογένειας και της κυβέρνησης. Σε ένα βιβλίο που δημοσιεύτηκε το 2003, ο Πωλ Μπάρρελ, πρώην μπάτλερ της Νταϊάνα, ισχυρίστηκε ότι τα ιδιωτικά γράμματα της Πριγκίπισσας αποκάλυψαν πως ο αδερφός της, Τσαρλς Σπένσερ, αρνήθηκε να της επιτρέψει να ζήσει στο Όλθορπ παρά το αίτημά της.

Η Νταϊάνα έκανε σχέση με τον Βρετανο-Πακιστανό καρδιοχειρουργό Χασνάτ Καν, τον οποίο αποκαλούσε «αγάπη της ζωής της» σε πολλούς από τους πλησιέστερους φίλους της και φημολογείται ότι τον περιέγραφε ως «κύριο Τέλειο». Τον Μάιο του 1996, η Νταϊάνα επισκέφτηκε την πόλη Λαχόρη κατόπιν πρόσκλησης του Ίμραν Καν, συγγενή του Χασνάτ Καν, και επισκέφτηκε μυστικά την οικογένειά του. Η σχέση της με τον Καν λειτουργούσε υπό απόλυτη μυστικότητα, με την Νταϊάνα να λέει ψέματα σε μέλη του τύπου που τη ρωτούσαν για το θέμα. Η σχέση τους διήρκεσε λιγότερο από ένα χρόνο, με διαφορετικές απόψεις για το ποιος την τερμάτισε. Λέγεται ότι η Νταϊάνα μίλησε για τη δυστυχία της όταν «αυτός» έληξε τη σχέση τους. Ωστόσο σύμφωνα με τη μαρτυρία του Καν κατά την έρευνα για τον θάνατό της, η Νταϊάνα τερμάτισε τη σχέση τους το καλοκαίρι του 1997. Ο Πωλ Μπάρρελ δήλωσε επίσης ότι η σχέση είχε τερματιστεί από την Πριγκίπισσα τον Ιούλιο του 1997.

Μετά από έναν μήνα, η Νταϊάνα ξεκίνησε να βγαίνει με τον Ντόντι αλ Φαγιέντ, γιο του δισεκατομμυριούχου Μοχάμεντ αλ Φαγιέντ. Η Νταϊάνα είχε εξετάσει το ενδεχόμενο να πάρει τους γιους της εκείνο το καλοκαίρι μαζί της για διακοπές στο Χάμπτονς και στο Λονγκ Άϊλαντ της Νέας Υόρκης αλλά οι αξιωματούχοι ασφαλείας του Μπάκινγχαμ την εμπόδισαν. Αφού αποφάσισε να ακυρώσει ένα ταξίδι στην Ταϊλάνδη, δέχτηκε την πρόταση του Φαγιέντ για να συναντήσει την οικογένειά του στη Νότια Γαλλία όπου τα υψηλά μέτρα ασφαλείας δεν θα προκαλούσαν ανησυχία στη Βασιλική Ομάδα Προστασίας. Ο Μοχάμεντ αλ Φαγιέντ είχε αγοράσει το Jonikal, ένα γιοτ 60 εκατομμυρίων λιρών που φιλοξένησε την Νταϊάνα και τους γιους της.

Θάνατος της πριγκίπισσας Νταϊάνας

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 31ης Αυγούστου 1997, η Νταϊάνα, η πριγκίπισσα της Ουαλίας, πέθανε από τραύματα που υπέστη νωρίτερα εκείνη την ημέρα, αφού ο οδηγός έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και συγκρούστηκε με έναν πυλώνα στη Σήραγγα Pont de l’Alma στο Παρίσι. Ο Ντόντι Αλ Φαγιέντ και ο Ανρί Πολ (ο οδηγός της Mercedes-Benz W140 ), σκοτώθηκαν επιτόπου. Ο σωματοφύλακάς τους, Τρέβορ Ρις-Τζόουνς, τραυματίστηκε σοβαρά, αλλά επέζησε από τη συντριβή.
Κάποια μέσα ενημέρωσης υποστήριξαν ότι η συμπεριφορά των παπαράτσι που ακολουθούσαν το αυτοκίνητο, όπως αναφέρει το BBC, είχε συμβάλει στη συντριβή.
Το 1999, μια γαλλική έρευνα διαπίστωσε ότι ο Ανρί Πολ, ο οποίος έχασε τον έλεγχο του οχήματος με μεγάλη ταχύτητα, ήταν μεθυσμένος και υπό την επίδραση συνταγογραφούμενων φαρμάκων και ήταν ο μόνος υπεύθυνος για το ατύχημα. Τα αντικαταθλιπτικά και τα ίχνη ενός αντιψυχωσικού στο αίμα του μπορεί να επιδείνωσαν τη μέθη του Πολ. Ήταν ο επικεφαλής ασφαλείας στο Ξενοδοχείο Ριτζ και νωρίτερα είχε παρακινήσει τους επιβαίνοντες να αναχωρήσουν, ενώ οι παπαράτσι περίμεναν την Νταϊάνα και τον Ντόντι Αλ Φαγιέντ έξω από το ξενοδοχείο.
Το 2008, οι ένορκοι σε μια βρετανική έρευνα, την επιχείρηση Πάτζετ, απάντησαν μια ετυμηγορία για παράνομη δολοφονία μέσω βαριάς αμέλειας οδήγησης από τον Πολ και τα ακόλουθα οχήματα παπαράτσι.
Κάποιες αναφορές των μέσων ενημέρωσης ισχυρίστηκαν ότι ο Ρις-Τζόουνς επέζησε επειδή φορούσε ζώνη ασφαλείας, αλλά κάποιες άλλες έρευνες αποκάλυψαν ότι κανένας από τους επιβάτες του αυτοκινήτου δεν φορούσε.

Η Νταϊάνα ήταν 36 ετών όταν πέθανε. Ο θάνατός της προκάλεσε ένα πρωτοφανές ξέσπασμα δημόσιας θλίψης στο Ηνωμένο Βασίλειο και παγκοσμίως. Tην κηδεία της παρακολούθησαν τηλεοπτικά περίπου 2,5 δισεκατομμύρια άνθρωποι, ενώ η βασιλική οικογένεια επικρίθηκε από τον Τύπο για την αντίδρασή της στο θάνατο της Νταϊάνα. Το ενδιαφέρον του κοινού για την Νταϊάνα παρέμεινε υψηλό και γι’ αυτό τα ΜΜΕ διατηρούσαν τακτική κάλυψη του τραγικού γεγονότος, στα χρόνια μετά τον θάνατό της.



Με την περιήγηση σε αυτόν τον ιστότοπο, συμφωνείτε με την πολιτική απορρήτου μας
Συμφωνώ
Μετάβαση στο περιεχόμενο