Αλισάχνη

Αλισάχνη

Ήταν ωραία κι έκλαιγε πολύ. Συχνά και για ασήμαντα. Συχνά κι ήταν ασήμαντη. Όχι θάλασσα, ούτε λίμνη. Λακκούβα με λασπόβροχα. Μια κούπα πλαστική με ασπρόρουχα η μνήμη της. Κι η μάνα της να απλώνει τα ιερά ανάκατα με σωβρακοφανέλες την ώρα του όρθρου μισοσκόταδο χειμώνα.

Και μπερδευόταν από την κατάνυξη, έβαζε μανταλάκια, κρεμούσε τις προσευχές, κι άφηνε τις φανέλες και τα σώβρακα να πέφτουνε στα δέντρα της αυλής. Έτρεχε και τα μάζευε μην πάρει είδηση ο πατέρας της κι αρχίσει να κουνάει το σπίτι απ΄ τα θεμέλια, όπως κάθε φορά που θύμωνε και τρίζανε τα έπιπλα, τα εικονίσματα της μάνας της, η καρδιά της.
Ήταν ωραία κι έκλαιγε πολύ.

Μέχρι τα είκοσι. Από τα είκοσι και μετά άρχισε να ασχημαίνει και να κλαίει σπάνια. Κι ύστερα να εξατμίζεται.
Μια μέρα εξαφανίστηκε. Την έψαξε η μητέρα της, γριά και δεν καλόβλεπε, την έψαξε με την αφή στην κούπα με τα ασπρόρουχα. Και στην αυλή την έψαξε, ξεψάχνισε τα δέντρα. Χαμένη. Πουθενά.

Ο πατέρας δεν την έψαξε. Ίσως δεν το κατάλαβε πως ήτανε χαμένη. Μας λείπει αυτό που ψάχνουμε κι εκείνος δεν την έψαξε ποτέ. Απλά ήταν κάποια κάπου, αυτό είχε για πεποίθηση. Κι αυτή η βεβαιότητα, πίκρα χωρίς ρωγμή, δημιουργεί ψευδαίσθηση πως ο άλλος πάντα ήταν και θα είναι πάντα εκεί.

Το είπαν στις ειδήσεις. Ό,τι εξαφανίστηκαν. Δυο ηλικιωμένοι. Το ίδιο και το σπίτι τους. Πήγαν απ΄ τα κανάλια στον τόπο εξαφάνισης. Βρήκανε μία λίμνη. Και πάνω της κρούστα αλμυρή που μύριζε πολύ άσχημα. Αυτό τους αηδίασε, εκείνο που τους τρόμαξε κι έτρεψε σε φυγή, η απόκοσμη σιωπή. Τίποτα, πουθενά. Ούτε άνθρωποι ούτε ίχνος τους. Μόνο ένα πουλί. Μαύρο πουλί. Αλαφιασμένο. Έκρωζε και χτυπούσε. Έκρωζε και χτυπούσε. Έκρωζε και χτυπούσε το στήθος του.

Μαρία Λεμεσού



Με την περιήγηση σε αυτόν τον ιστότοπο, συμφωνείτε με την πολιτική απορρήτου μας
Συμφωνώ
Μετάβαση στο περιεχόμενο