Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αθανασία Μουστάκα: Ποια ήταν η κινηματογραφική «γιαγιά»

Αθανασία Μουστάκα: Ποια ήταν η κινηματογραφική «γιαγιά»
Αθανασία Μουστάκα: Ποια ήταν η κινηματογραφική «γιαγιά» της Αλίκης Βουγιουκλάκη στην ταινία «Μοντέρνα Σταχτοπούτα»;

Βλέποντας και ξαναβλέποντας τις ασπρoμαυρες ελληνικές ταινίες περασμένων δεκαετιών κρατάμε ζωντανή τη μνήμη των ηθοποιών εκείνης της εποχής, οι οποίοι κατάφεραν να νικήσουν το μεγαλύτερο εχθρό της τέχνης τους, που είναι η λήθη εξαιτίας του χρόνου που κυλάει αδυσώπητος.
Η αλήθεια είναι ότι σε αντίθεση με τη λογοτεχνία και τις ονομαζόμενες «καλές τέχνες» το θέατρο ήταν και είναι η μοναδική των τεχνών που δεν έχει περιθώρια επιβίωσης στο πέρασμα των χρόνων ως κατεξοχήν θνησιγενής, η οποία μάλιστα επί αιώνες ήταν αδύνατο να καταγραφεί και να μείνει στην αιωνιότητα. Όμως ακόμη και σήμερα δεν μπορεί ν’ αποτυπωθεί σε όλο της το μεγαλείο από μια κάμερα ως μια τέχνη καθαρά βιωματική, η άμεση επικοινωνία του ηθοποιού που βρίσκεται στο σανίδι με τους θεατές που κάθονται στην πλατεία του θεάτρου.

Ήρθε λοιπόν ο κινηματογράφος –άλλη μορφή τέχνης με εκείνη του θεάτρου, πλην όμως συναφής– και κατάφερε να κρατήσει ζωντανή τη μνήμη ταλαντούχων ηθοποιών, των οποίων τα ονόματα σήμερα ίσως και να αγνοούσαμε. Όμως εστιάζουμε κυρίως στους πρωταγωνιστές, σ’ εκείνους που έπαιζαν τους μεγάλους ρόλους, τους πιο προβεβλημένους, και σπανιότερα σε μικρά αστεράκια που είχαν το πηγαίο ταλέντο –κάποιοι απλά την καλή τύχη της έξυπνης ατάκας χάρη στη γραφίδα ταλαντούχων σεναριογράφων– και άφησαν το δικό τους στίγμα.

Αντίθετα έχουν ξεχαστεί δευτερορολίστες του ελληνικού κινηματογράφου, οι οποίοι είχαν μια μακρά και επιτυχημένη πορεία στο θέατρο, τύγχαναν του σεβασμού των συναδέλφων τους τα χρόνια εκείνα, όμως ήταν πολύ μεγάλοι σε ηλικία για να γίνουν πρωταγωνιστές ή δεν είχαν την απαιτούμενη εξοικείωση με την κινηματογραφική κάμερα, αλλιώς μαθημένοι επί δεκαετίες.

Βλέπουμε για παράδειγμα την κινηματογραφική γιαγιά της Αλίκης Βουγιουκλάκη στη «Μοντέρνα Σταχτοπούτα», ταινία του 1965. Ο ρόλος της δεν είναι απαιτητικός, δεν λέει πολλές ατάκες, βλέποντάς την όμως αισθανόμαστε ότι είναι μια συνηθισμένη γιαγιά του λαού, την οποία θαρρείς και διάλεξε ο σκηνοθέτης από κάποια φτωχογειτονιά της Αθήνας και την έβαλε απλά να πει δυο κουβέντες με την πρωταγωνίστρια και τα μικρά κινηματογραφικά αδερφάκια της. Μόνο που αυτή η τόσο πειστική γιαγιά του λαού ήταν μια ηθοποιός με μακρά εμπειρία στο θέατρο –και μάλιστα σε πολλά κλασικά έργα– η Αθανασία Μουστάκα. Ας τη γνωρίσουμε λίγο καλύτερα…

Κόρη του ηθοποιού και θιασάρχη Διονύσιου Πλέσσα, γεννήθηκε στο Γαλαξίδι στις 21 Δεκεμβρίου 1899 κυριολεκτικά πάνω στο θεατρικό σανίδι, κατά τη διάρκεια παράστασης της «Γκόλφως», όπου έπαιζε και η –επίσης ηθοποιός– μητέρα της, Ελένη Βανδώρου. Πρωτοβγήκε στο θέατρο σε μικρή ηλικία –οι πηγές διαφωνούν αν ήταν 11 ή 14 ετών– στο θίασο του θείου της, Νικόλαου Πλέσσα, στο έργο «Κασσιανή», υποδυόμενη ένα μικρό διάβολο. Τα πρώτα χρόνια πρωταγωνίστησε σε διάφορες επιθεωρήσεις, κυρίως των συνοικιακών θιάσων, με πιο γνωστή τα «Παναθήναια» το 1917.

Το 1917 ήταν η χρονιά που η Αθανασία παντρεύτηκε τον ηθοποιό Κώστα Μουστάκα και ένα χρόνο αργότερα μεταπήδησε στην πρόζα, αρχικά στο θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη σε δεύτερους κυρίως ρόλους. Σημαντικός σταθμός στην ανοδική πορεία της θεατρικής της καριέρας ήταν η συμμετοχή της στο θίασο των σπουδαίων θεατρανθρώπων Αιμίλιου Βεάκη και Χριστόφορου Νέζερ ως πρωταγωνίστρια την περίοδο 1921-1924

Η συνεργασία της με το θίασο Βεάκη – Νέζερ διακόπηκε αιφνιδιαστικά το Δεκέμβριο του 1924, όταν στο πλαίσιο περιοδείας ο θίασος βρέθηκε στην Καβάλα, όπου μετά από δυο παραστάσεις η Αθανασία, που λογικά είχε στο μεταξύ χωρίσει από το σύζυγό της, έφυγε στα κρυφά με τον αγαπημένο της, έναν τηλεγραφικό υπάλληλο από την Αθήνα, ο οποίος δεν άντεχε μακριά της κι έφτασε μέχρι την Καβάλα για να την κλέψει.

Εκείνη την εποχή δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο οι εκούσιες απαγωγές πρωταγωνιστριών, αποτελούσαν μάλιστα αγαπημένο θέμα των εφημερίδων –πέραν της πολιτικής επικαιρότητας. Απ’ ό,τι διαβάζουμε στα φύλλα της εποχής, πολύ γρήγορα η Αθανασία εγκατέλειψε τον αγαπημένο της και επιχείρησε να συμβιβαστεί με τον Βεάκη, ο οποίος ήταν ανένδοτος και απειλούσε ότι θα διεκδικούσε δικαστικά την ικανοποίηση της ποινικής ρήτρας των 60.000 δραχμών που προβλεπόταν στο συμβόλαιο της ηθοποιού!

Τα επόμενα χρόνια η Αθανασία Μουστάκα συνεργάστηκε με μια άλλη σπουδαία ηθοποιό, την Κυβέλη, ενώ ήταν από τους πρώτους ηθοποιούς που στελέχωσαν το Εθνικό Θέατρο από την ίδρυσή του το 1931. Εργάστηκε στο Εθνικό μέχρι το 1950, οπότε ακολούθησαν συνεργασίες με το θίασο του Δημήτρη Ροντήρη και με το θίασο Λαμπέτη – Παπά – Χορν, για να επιστρέψει στο Εθνικό το 1953 και να παραμείνει σ’ αυτό μέχρι το θάνατό της.

Έπαιζε κυρίως ρόλους υποστηρικτικούς, όπως τις τροφούς και τις θεραπαινίδες σε κλασικά έργα και σε αρχαίες τραγωδίες, ενώ συμμετείχε και σε αρκετές ελληνικές ταινίες «με χαρακτηριστική άνεση προσαρμογής των υποκριτικών της ικανοτήτων», όπως σημειωνόταν σ’ ένα σημείωμα της εφημερίδας Έθνος λίγες μετά το θάνατο της ηθοποιού στις 14 Ιουλίου 1968, στο οποίο υπογραμμιζόταν επίσης ότι η Αθανασία Μουστάκα «διεκρίνετο για το σεμνό της ήθος, την ακατάβλητη εργατικότητα και την παραδειγματική επαγγελματική ευσυνειδησία της».

Στον κινηματογράφο, η πρώτη της εμφάνιση ήταν στο «Λιμάνι των δακρύων» το 1929. Ακολούθησαν τα «Γαλάζια κεριά» ένα χρόνο αργότερα, ενώ είχε αρκετές συμμετοχές σε δραματικές κυρίως ταινίες του μεταπολεμικού ελληνικού κινηματογράφου, κάποιες εκ των οποίων είχαν σημειώσει μεγάλη επιτυχία όπως ο «Μεθύστακας», η «Κάλπικη Λίρα», ο Αγαπητικός της Βοσκοπούλας» κλπ. –και φυσικά η «Μοντέρνα Σταχτοπούτα» στο μικρό, αλλά χαρακτηριστικό ρόλο της γιαγιάς.

γράφει ο Αργύρης Τσιάπος
πηγή:exostis.gr



Με την περιήγηση σε αυτόν τον ιστότοπο, συμφωνείτε με την πολιτική απορρήτου μας
Συμφωνώ