Δεν ήταν έτσι η θάλασσα
Δεν ήταν ακριβώς έτσι η θάλασσα. Το ήξερα καθώς πήγαινα μαζεύοντας μικρές χειρονομίες από τα μαγαζάκια της πλατείας. Το ήξερα ξεθάβοντας συνθήματα σε μια γλώσσα πλατιά που δεν ακουμπούσε το θάνατο. Όλοι πηγαίνουμε στο μεγάλο μονοπάτι των ονείρων μας. Ονειρευόμαστε την ζωή, ονειρευόμαστε τον θάνατο και κρύβουμε τα όστρακα που παίζαμε παιδιά στην κάλτσα μαζί με το μαθητικό Καρέλια.
Τώρα καθόμαστε στο τραίνο που μας πηγαίνει ήσυχα στην άλλη άκρη του κόσμου. Στο ακριβό μεγαθήριο των έντρομων ονείρων που έλεγε ο ποιητής. Αυτός που πέθανε κρεμασμένος από την τελευταία συλλαβή ενός ποιήματος που δεν έγραψε ποτέ. Το μόνο που επιθυμούσε τελικά ήταν η υστεροφημία. Όλα για χάρη του θεάματος ακόμα κι αυτό το κείμενο που καρφώνεται ηδονικά στο μεδούλι του τίποτα.
Δεν ήταν ακριβώς η θάλασσα. Ήταν το πτώμα ενός καλοκαιριού που το έφαγε ο έρωτας. Σκοντάφτω πάνω του σημαίνει ότι μπορεί και να ζω, μπορεί να αφουγκράζομαι τα πεθαμένα μου βήματα, τα βήματα του ονείρου εκεί που η θάλασσα σηκώνεται σαν άγριο ζώο πάνω μου κι ύστερα πέφτει και σαν δέντρο ξερό βυθίζεται στον πάτο.
Αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι, η θάλασσα. Είναι ότι ζήσαμε σε ένα κόσμο που ονειρευτήκαμε και μάλιστα με όνειρα άλλων. Τώρα αν ξενυχτώ στην δική σου την πλατεία είναι γιατί δεν έχω καν δική μου, είναι γιατί δεν υπάρχει πλατεία, δεν υπάρχουν γράμματα παρά μόνο ο ρόγχος αυτός του κόσμου, αυτού του ωραίου έντρομου κόσμου.
Το παιδί σήμερα μου μίλησε για σένα. Μου είπε ότι σε περιμένει… εκεί που παίζατε μαζί.. στη θάλασσα μέσα σου..
Κείμενο + φωτό
Νίκος Βαραλής