Έμεινε άνεργη και θυμήθηκε τον άνθρωπο που είχε γνωρίσει στο λεωφορείο

Έμεινε άνεργη και θυμήθηκε τον άνθρωπο που είχε γνωρίσει στο λεωφορείο. Της άλλαξε τη ζωή και τη μουσική ιστορία της Ελλάδας
Η Βίκυ Μοσχολιού δεν μπήκε στη μουσική από σκηνή ή στούντιο, αλλά από ένα λεωφορείο. Ο άνθρωπος που γνώρισε σε μια διαδρομή θα άλλαζε για πάντα τη ζωή και την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού.
Μπορείς να είσαι είκοσι χρονών, χωρίς δουλειά, χωρίς μέλλον, χωρίς να ξέρεις καν αν έχεις κάτι που αξίζει. Μπορείς να κάθεσαι στο σπίτι, να βλέπεις τον πατέρα σου να απογοητεύεται, να νιώθεις πως δεν έχεις να δώσεις τίποτα. Και μπορείς απλώς να θυμηθείς ένα πρόσωπο από το παρελθόν. Ένα βλέμμα σε ένα λεωφορείο.
Η Βίκυ Μοσχολιού είχε γνωρίσει τον Ζαμπέτα κατά τύχη. Σε μια διαδρομή Αθήνα – Αιγάλεω, κάθισε κοντά του. Δεν μίλησαν πολύ. Ίσως και καθόλου. Όμως κάτι έμεινε. Ο Ζαμπέτας της είχε πει να τον βρει αν ποτέ χρειαστεί. Εκείνη δεν το σκέφτηκε τότε. Δεν είχε λόγο. Δεν ήταν ακόμα τραγουδίστρια. Δεν είχε δοκιμάσει. Ήταν απλώς μια κοπέλα.
Αλλά τα πράγματα αλλάζουν όταν πεινάς. Όταν σε διώχνουν από τη δουλειά. Όταν πρέπει να κάνεις κάτι. Και τότε το θυμήθηκε. Πήγε στον Ζαμπέτα. Και του είπε, «με θυμάστε;» Εκείνος δεν την θυμόταν. Μα της είπε: «Τραγούδα». Και εκείνη τραγούδησε. Όχι όπως τραγουδάνε οι άλλες. Αλλά όπως τραγουδάνε εκείνες που κουβαλούν μέσα τους κάτι από τον δρόμο, κάτι από την απώλεια, κάτι από την ανάγκη.
Ο Ζαμπέτας σάστισε. Της είπε να πάει μαζί του στο στούντιο. Την έβαλε να ηχογραφήσει. Και μόλις άκουσε τη φωνή της να περνάει από τα μικρόφωνα, να γίνεται ήχος, κατάλαβε τι είχε στα χέρια του. Μια φωνή που δεν είχε γυαλίσματα, δεν είχε τεχνική, αλλά είχε ζωή. Είχε μελάνι από την ψυχή. Δεν τη δίδαξε. Την άφησε να υπάρχει. Κι εκείνη, πρώτη φορά, απέκτησε ύπαρξη.
Η καριέρα της Βίκυς Μοσχολιού ξεκίνησε εκεί. Από ένα στούντιο μικρό, από μια πρόβα με τον Ζαμπέτα, από μια ανάμνηση λεωφορείου. Και από τη στιγμή που ακούστηκε, τίποτα δεν ήταν ίδιο. Η νύχτα, το λαϊκό τραγούδι, οι πίστες, τα μαγαζιά, όλα άρχισαν να αναπνέουν διαφορετικά.
Η Μοσχολιού τραγουδούσε σαν να μην είχε αύριο. Σαν να μην την ένοιαζε τίποτα. Όχι από θράσος, αλλά από πόνο. Και αυτή τη στάση την κράτησε πάντα. Δεν έγινε ποτέ «φίρμα» όπως άλλες. Έμεινε αυθεντική. Περπατούσε στα Εξάρχεια, έπαιζε τάβλι σε καφενεία, δεν πήρε ποτέ αέρα ντίβας. Κι όμως, ήταν μία από τις μεγαλύτερες.
Ο Ζαμπέτας την πίστεψε όσο λίγοι πίστεψαν ποτέ έναν νέο άνθρωπο. Κι εκείνη του το επέστρεψε με τη ζωή της. Μαζί έγραψαν τραγούδια που έγιναν ύμνοι. Μαζί άλλαξαν την αισθητική του ελληνικού τραγουδιού. Και όλα ξεκίνησαν από εκείνο το τυχαίο κάθισμα σε ένα λεωφορείο.
Δεν ήξερε ότι ήταν η αρχή. Κανείς δεν το ξέρει ποτέ. Η ζωή προχωράει χωρίς πρόβα. Αλλά όταν συναντιούνται οι σωστοί άνθρωποι την κατάλληλη στιγμή, μπορεί να αλλάξει όχι μόνο η δική τους μοίρα, αλλά και η πορεία της τέχνης. Έτσι γράφεται η ιστορία. Χωρίς να το ξέρεις.
Συντάκτης: Γρηγόρης Κεντητός
πηγή:sportime.gr