Επί των ποταμών Βαβυλώνος
Επί των ποταμών Βαβυλώνος καθίσαμε και κλάψαμε. Στα χέρια μας ακόμα οι σημαίες των παλιών ονείρων πέφτουν αργά σαν χιόνι πάνω στους εφιάλτες μας. Θα ήθελα να σου πω μητέρα πως ότι νομίσαμε μέχρι τώρα είναι πια νεκρό..
Τα χέρια μας είναι νεκρά. Το μυαλό μας νεκρό κοιτάζει πλέον τον κόσμο μέσα από μια οθόνη.
Νεκρώθηκαν τα όνειρα και η ελπίδα μας.
Ζούσαμε αλλά δεν ζούσαμε. Ο ένας έβριζε τον άλλον γιατί το τραγούδι μας έγινε η πανάρχαια ύβρις ο ήλιος που υπερβαίνει τα μέτρα.
Το ποτάμι της θλίψης περνάει μέσα από τις αυλές μας παρασέρνοντας τα λιγοστά μας υπάρχοντα. Τώρα γυρίζουμε τυφλοί μες στους τέσσερις τείχους ουρλιάζοντας σε μια πόλη άγνωστη.
Ο άγγελος κλαίει στους τάφους γονιών μας και μείς ακουμπάμε ως κεράκια τις κραυγές μας. Τίποτα άλλο δεν έμεινε παρά αυτή η κραυγή μας. Ένας πνιχτός λυγμός που βγαίνει μέσα από τα ρημαγμένα εργοστάσια. Ίπταται πάνω στις φωνές που καγχάζουνε μέσα στις χιλιάδες κλειστές καφετέριες. Ερείπια είμαστε του δικού μας κόσμου μας.
Επί των ποταμών της Βαβυλώνος καθίσαμε και κλάψαμε. Και ό άγγελος ήρθε. Τα κουρασμένα χέρια του θα ακουμπήσουν πάνω στην πληγή που ανθίζει μέσα μας ως ρούχο των κρεματόριων. Ο άγγελος ήρθε για να σαλπίσει μια νέα ανθοφορία.
Κείμενο + Φωτό
Νίκος Βαραλής