Έζησαν χωρίς τίποτα και έγραψαν τα πάντα

Ζούσαν σε ένα σπίτι δίπλα στο νεκροταφείο. Έτρωγαν πατάτες και έγραφαν σαν δαίμονες. Ήταν τρεις αδελφές που ξεγέλασαν όλο τον κόσμο.
Έζησαν χωρίς τίποτα και έγραψαν τα πάντα. Κρυμμένες σε ένα παγωμένο σπίτι δίπλα στους τάφους, οι αδελφές Μπροντέ έβαλαν ψευδώνυμα, έγραψαν σαν άντρες και άλλαξαν για πάντα τη λογοτεχνία.
Το σπίτι των Μπροντέ ήταν μαύρο, πέτρινο και ακίνητο μέσα στον άνεμο του Γιορκσάιρ. Η πρόσοψή του έβλεπε το νεκροταφείο. Από το παράθυρο της κουζίνας έβλεπαν τάφους, όχι πεύκα. Η μυρωδιά του θανάτου έμπαινε στο σαλόνι όταν φυσούσε δυνατά. Το νερό στο πηγάδι ήταν μολυσμένο από τα πτώματα που έλιωναν στο βρεγμένο χώμα της πλαγιάς. Εκεί μεγάλωσαν. Εκεί έγραφαν.
Το πρωί, πατάτες και κουάκερ. Το βράδυ, ιστορίες με φαντάσματα, τρικυμίες και καταρράκτες ψυχής. Ένα τραπέζι για έξι, και πάντα ένας λείπει. Η μαμά πέθανε νωρίς. Τα δύο πρώτα κορίτσια πέθαναν σε ηλικίες 10 και 11. Από τη φτώχεια, το κρύο και τις ασθένειες του φρικτού σχολείου. Όταν οι υπόλοιπες γύρισαν σπίτι, δεν ξαναβγήκαν ποτέ με την ίδια αθωότητα.
Ο πατέρας, ιερέας Ιρλανδός, καλλιεργημένος και απόμακρος. Ο αδελφός, ο Μπράνγουελ, θεωρούνταν το ταλέντο της οικογένειας αλλά κατέληξε αλκοολικός, εξαρτημένος από λαβδάνο και τελικά πέθανε σε ντελίριο με τους τοίχους να κουνιούνται γύρω του.
Οι τρεις αδελφές όμως – Σαρλότ, Έμιλι και Ανν – έστησαν κάτι πρωτοφανές: έναν λογοτεχνικό μηχανισμό εξαπάτησης του 19ου αιώνα. Έγραφαν σαν άντρες. Υπέγραφαν με ψευδώνυμα: Currer, Ellis, Acton Bell. Κανείς δεν υποψιαζόταν πως πίσω από τον βίαιο Χίθκλιφ και τον βασανισμένο Ρότσεστερ κρύβονταν γυναίκες χωρίς έρωτα, χωρίς ζωή, χωρίς ούτε μια φιλονικία με άνθρωπο έξω από την οικογένεια.
Κάθε νύχτα, στο ίδιο τραπέζι, έγραφαν. Μικρά τετράδια, με γράμματα τόσο μικροσκοπικά που μόνο με μεγεθυντικό φακό διαβάζονταν. Οι χαρακτήρες τους δεν ήθελαν ποτέ να παντρευτούν. Ήθελαν να τιμωρήσουν. Ή να σωθούν. Όλες ήξεραν τι σημαίνει να ανήκεις στον «αδύναμο φύλο». Γι’ αυτό και τον εξαφάνισαν στα εξώφυλλα.
Η Έμιλι δεν μίλησε σχεδόν ποτέ με ξένο άνθρωπο. Δεν ήθελε να δουλεύει. Δεν ήθελε να διδάσκει. Ήθελε να περπατά μόνη στα βαλτοτόπια, με τον σκύλο της και τον άνεμο. Όταν αρρώστησε, αρνήθηκε κάθε βοήθεια. Πέθανε στην τραπεζαρία, με τον σκύλο δίπλα της.
Η Ανν, η πιο ήσυχη, τόλμησε να γράψει για γάμους που είναι κόλαση, για άντρες που σαπίζουν από το ποτό, για γυναίκες που το σκάνε με το παιδί τους για να σωθούν. Όταν πέθανε στα 29 της, την έθαψαν μόνη, μακριά από τις άλλες δύο, σε άλλο χωριό.
Η Σαρλότ έζησε λίγο παραπάνω. Την αναγνώρισε ο εκδοτικός κόσμος, την κάλεσαν στο Λονδίνο, γνώρισε τον Θακερέι, πήγε στην Όπερα. Αλλά ήταν τόσο παγωμένη από τη ζωή της, που δεν μπορούσε να μιλήσει στους άλλους ανθρώπους. Παντρεύτηκε αργά. Πέθανε έγκυος, με πόνους, δίψα και πυρετό. Ίσως από τύφο, ίσως από εξάντληση. Το σπίτι έμεινε σιωπηλό.
Ο πατέρας τους έζησε περισσότερο από όλους. Έκλεισε την πόρτα πίσω τους. Έγραψε κι αυτός ποιήματα. Τους είχε μάθει να αγαπούν τα βιβλία, να φοβούνται τον Θεό και να μισούν τη μετριότητα.
Το χειρότερο; Η Έμιλι ίσως είχε γράψει κι άλλο βιβλίο. Δεν βρέθηκε ποτέ. Λένε πως η Σαρλότ το έκαψε. Από φόβο ή από σεβασμό, κανείς δεν ξέρει. Ίσως ήταν πολύ δυνατό για την εποχή. Ίσως ήταν πολύ δυνατό για οποιαδήποτε εποχή.
Τώρα τους πηγαίνουν λουλούδια. Περπατούν στους τάφους τους με ξεναγούς και φυλλάδια. Μπαίνουν στο σπίτι όπου έγραφαν με κόκκινα χέρια από το κρύο, με δόντια σάπια από την πείνα και μυαλά πιο ζωντανά από τα περισσότερα της εποχής. Εκεί μέσα, σε εκείνο το σπίτι δίπλα στο νεκροταφείο, οι τρεις αδελφές ξεγέλασαν έναν ολόκληρο αιώνα. Και έγραψαν σαν δαίμονες.
πηγή:sportime.gr