Γιατί πια σχεδόν δεν μπορούμε να γράψουμε με μολύβι;
Τι σκοτώνει τον τρόπο που γράφουμε; Κι όχι, δεν είναι μόνο η τεχνολογία ο ένοχος.
Στην ψηφιακή εποχή χρησιμοποιούμε όλο και λιγότερο στυλό και χαρτί, σε σημείο που πολλές φορές δυσκολευόμαστε να γράψουμε ευανάγνωστα μία λίστα για το σούπερ μάρκετ. Τα χειρόγραφα σπανίζουν τόσο που θα έλεγε κανείς ότι έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Προ μερικών μηνών, άρθρο των New York Times με τίτλο “What Killed Penmanship?” δείχνει με το δάχτυλο τον ένοχο που όλοι έχουμε σκεφτεί: την τεχνολογία. Όμως, τα νέα δεν είναι τόσο φρέσκα αφού με το θέμα έχουν καταπιαστεί το BBC, η Wall Street Journal και το Atlantic, από την προηγούμενη δεκαετία, γράφοντας άρθρα για όσα έχουμε χάσει εξαιτίας της πληκτρολόγησης σε υπολογιστές και κινητά. Όπως ρωτά ο τίτλος άρθρου του CNN: «Η τεχνολογία έχει καταστρέψει τη γραφή;»
Αντίστοιχα άρθρα που όλο και πληθαίνουν, υποδηλώνουν ότι η δυσκολία μας με τη γραφή είναι ένα σύμπτωμα ή μία συνέπεια της εξάρτησής μας από τα smartphones και τους υπολογιστές, αλλά αν κάποιος πάει μερικούς αιώνες πίσω στον κόσμο του Σαίξπηρ και των σύγχρονών του, θα ανακαλύψει ότι η δυσανάγνωστη γραφή δεν είναι καθόλου νέο φαινόμενο.
Γιατί πια σχεδόν δεν μπορούμε να γράψουμε με μολύβι;
Η ιστορία της κακογραφίας
Σε μια εποχή που οι άνθρωποι έγραφαν μόνο με το χέρι, το ακατάστατο και συχνά δυσανάγνωστο χειρόγραφο ήταν ήδη πρόβλημα. Η φωτογραφία ενός οδηγού του 1602 που εξηγεί πώς να κρατά κανείς σωστά ένα στυλό είναι μία από τις αποδείξεις ότι οι άνθρωπο είχαν βρεθεί απέναντι στο πρόβλημα, αιώνες πριν.
Στην Αγγλία του 16ου και του 17ου αιώνα, η συντριπτική πλειοψηφία των εγγράφων παρήχθησαν με το χέρι. Ακόμη και μετά την εξάπλωση της τυπογραφίας στην Ευρώπη, οι άνθρωποι εξακολούθησαν να χρησιμοποιούν μελάνι για να γράφουν νομικά συμβόλαια, σχόλια και διορθώσεις σε εκδόσεις και τις συνηθισμένες της καθημερινής ζωής. Είχαν μια λέξη για αυτό: κακογραφία, το κακό αδερφάκι της καλλιγραφίας που σήμερα χρησιμοποιείται ως όρος δίπλα στη δυσγραφία ώστε να περιγράψει ένα δυσανάγνωστο χειρόγραφο κείμενο. Συχνά όμως οι ειδικοί ξεκαθαρίζουν ότι η κακογραφία μπορεί να παρατηρείται σε συγκεκριμένες καταστάσεις πχ: όταν ένα παιδί έχει άγχος, βαριέται να γράψει ή είναι κουρασμένο ενώ η δυσγραφία είναι μια μόνιμη κατάσταση σε όλα τα πλαίσια που γράφει το παιδί. Στη δυσγραφία, πολλές φορές ούτε ο ίδιος που γράφει καταλαβαίνει τα γράμματά του και η οποία σε αντίθεση με την κακογραφία είναι μια ειδική μαθησιακή δυσκολία.
Τα σημειωματάρια Rubio
Στη Βαλένθια, στα μέσα του 20ου αιώνα, ένας νεαρός τραπεζικός υπάλληλος και καθηγητής διοίκησης επιχειρήσεων ονόματι Ramón Rubio ίδρυσε μια μικρή σχολή που στόχευε κυρίως στην εκπαίδευση υποψηφίων που φιλοδοξούσαν να γίνουν λογιστές. Για να παρέχει επιπλέον υποστήριξη στις τάξεις του, ο Rubio δημιούργησε ένα σύστημα καρτών με τις οποίες οι μαθητές του μπορούσαν να ενισχύσουν τις γνώσεις που είχαν αποκτήσει στη λογιστική και την καλλιγραφία στο σπίτι.
Με την πάροδο του χρόνου, αυτές οι κάρτες δέθηκαν μεταξύ τους και έγιναν αυτό που σήμερα είναι γνωστό ως “Σημειωματάρια Rubio”, διάσημα -από τη δεκαετία του 1970- και «υπεύθυνα» για την καλλιγραφία πολλών γενεών. Ο τύπος της καλλιγραφίας που διέδωσαν αυτά τα σημειωματάρια ήταν η κλασική πια καλλιγραφία με τα γράμματα που ενώνονται και συνεχίζονται σαν κάποιος να μη χρειάστηκε να σηκώσει το μολύβι από το χαρτί.
Γιατί πια σχεδόν δεν μπορούμε να γράψουμε με μολύβι;
Η κακή γραφή, φαίνεται να είναι διαχρονική
Οι κοινωνικές και πολιτιστικές της προεκτάσεις μοιάζουν σαφείς. Στην Αγγλία εκείνης της εποχής, για παράδειγμα, η ικανότητα να γράφει κανείς ευανάγνωστα απαιτούσε εκπαίδευση και κατάρτιση. Αντίστοιχα, η κομψή γραφή θεωρούταν δείκτης κοινωνικής θέσης.
Σήμερα, η χρήση των smartphones και των υπολογιστών έχει αναμφίβολα παίξει σημαντικό ρόλο στον τρόπο που γράφουμε. «Αυτό που βιώνουμε είναι μια διαδικασία απομάκρυνσης του χειρόγραφου από εκείνες τις γενιές που έχουν ήδη μεγαλώσει μαθαίνοντας να γράφουν σε υπολογιστές, tablet ή κινητά τηλέφωνα», λέει η Elena Giner Muñoz, γραφολόγος και ειδικός στην καλλιγραφία. «Και ενώ αυτό καθιστά τη γραφολογική μελέτη ολοένα και πιο δύσκολη, δεν σημαίνει ότι η γραφή κινδυνεύει να εξαφανιστεί» προσθέτει τη δική της άποψη.
«Η γραφή» εξηγεί η Giner «είναι σαν μια βιογραφία του εαυτού μας. Στην πραγματικότητα, κάποιος αρχίζει να γράφει στο σχολείο και η αναγνωσιμότητα της γραφής θα εξαρτηθεί, από το πόσο ασκείται η καλλιγραφία στην παιδική ηλικία. Στη συνέχεια, κατά την εφηβεία, αρχίζει κανείς να αποκλίνει από τα παιδικά γράμματα και εξατομικεύει τη γραφή του. Με την πάροδο του χρόνου, καθώς αναπτύσσεται η προσωπικότητα ενός ατόμου, δημιουργούνται μια σειρά από γραφολογικά χαρακτηριστικά που θα παραμείνουν ανέπαφα στην ενήλικη ζωή και που, στα μάτια ενός ειδικού γραφολογίας, θα πουν πολλά για το άτομο που γράφει», προσθέτει.
Το χειρόγραφο υπερτερεί σε πλεονεκτήματα έναντι της πληκτρολόγησης
Αρκετές μελέτες επιβεβαιώνουν ότι η γραφή απαιτεί μεγαλύτερη εγκεφαλική δραστηριότητα. Ο γλωσσολόγος José Antonio Millán, στο δοκίμιό του The strokes that speak. The triumph and abandonment of handwriting (2023), διευκρινίζει: «Το χειρόγραφο απαιτεί λεπτές ψυχοκινητικές δεξιότητες του κυρίαρχου χεριού: αυτό που αποθηκεύει ο εγκέφαλος του μαθητή δεν είναι το σχήμα ενός γράμματος, αλλά ολόκληρες οι κινήσεις του χεριού, του καρπού, των δακτύλων. Όποιος γράφει με το χέρι πρέπει να καθορίσει εκ των προτέρων τις χωρικές απαιτήσεις όπως η γραμμικότητα, η απόσταση και η ταχύτητα». Ωστόσο, ο Millán συνεχίζει: «Το πληκτρολόγιο κινητοποιεί και τα δύο χέρια με πιο τραχιές κινητικές δεξιότητες και απαιτεί εγκεφαλική συμμετοχή που έχει περισσότερα κοινά με δραστηριότητες όπως το παίξιμο των ντραμς».
Η έλλειψη της συνήθειας έχει επηρεάσει τελικά τη γραφή;
Η γραφολόγος ιατροδικαστής Ana Ortiz de OΗ έλλειψη της συνήθειας έχει εbregón, δήλωσε σε σχετικό άρθρο ότι «Η γραφή δεν έχει επιδεινωθεί λόγω της τεχνολογίας, αλλά μάλλον έχει εξελιχθεί σύμφωνα με τις εμπειρίες της ζωής μας και το πέρασμα του χρόνου. Αν και τώρα γράφουμε λιγότερο με το χέρι, ένας άνθρωπος που ξέρει να γράφει θα ξέρει πάντα να γράφει. Είναι σαν να οδηγείς ποδήλατο.»
Υπό αυτή την έννοια, οι εξωτερικοί παράγοντες είναι αυτοί που προκαλούν ορισμένες τροποποιήσεις στη γραφή, για παράδειγμα, -όταν κάποιος βιάζεται, η πιθανότητα κάποιας νευρολογικής νόσου, η συναισθηματική κατάσταση του ατόμου τη στιγμή της γραφής κ.λπ- παρά η μείωση της χρήσης του μολυβιού.
Είναι δυνατόν να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε τη γραφή ενός ενήλικα δίνοντας προτεραιότητα στην εμφάνισή του; Η Ortíz de Obregón φέρνει στο τραπέζι έναν ενδιαφέροντα προβληματισμό: «Με την πάροδο του χρόνου η γραφή του καθενός μας αναπόφευκτα γίνεται πιο άσχημη. Το να προσπαθήσει κανείς να την αλλάξει δεν είναι απαραίτητα κάτι κακό. Όμως ποιο είναι τελικά το όφελος στο να επέμβει κάποιος στο προσωπικό του στυλ;»