John Lennon
Τζον Γουίνστον Όνο Λένον, (αγγλ. John Winston Ono Lennon, 9 Οκτωβρίου 1940 – 8 Δεκεμβρίου 1980)
Ο Τζον Ουίνστον Λένον (John Lennon) γεννήθηκε στο Λίβερπουλ στις 9 Οκτωβρίου 1940, κατά τη διάρκεια ενός βομβαρδισμού της πόλης από τη «Λουφτβάφε». Ο πατέρας του Άλφρεντ ήταν ναυτικός και η μητέρα του Τζούλια χορεύτρια σε τοπικά κλαμπ. Το όνομα Τζον του δόθηκε προς τιμήν του παππού του και το Ουίνστον προς τιμήν του βρετανού πρωθυπουργού Ουίνστον Τσόρτσιλ.
Στις 8 Δεκεμβρίου 1980 το νήμα της ζωής του κόπηκε από τις σφαίρες ενός θαυμαστή του, του Μαρκ Τσάπμαν, στον οποίον νωρίτερα είχε υπογράψει ένα αυτόγραφο πάνω στο νέο του άλμπουμ.
Ο Τζον Λένον σημάδεψε ανεξίτηλα μια ολόκληρη εποχή, λατρεύτηκε όσο λίγοι καλλιτέχνες, και απέκτησε φανατικό κοινό για το έργο του, αλλά και επειδή εκμεταλλεύτηκε τη δημοσιότητά του για να προβάλλει αρχές στις οποίες δήλωνε πιστός: εξέφρασε ανοιχτά την αντίθεσή του στον πόλεμο του Βιετνάμ και τη βία, προκαλώντας το FBI και την αμερικανική κυβέρνηση, που τον «φακέλωσαν» ως «έναν πολύ επικίνδυνο άνθρωπο».
Η δολοφονία του θρυλικού Σκαθαριού συνέβαλλε σημαντικά στη μυθοποίηση και «αγιοποίησή» του. Το τεράστιο έργο του ενέπνευσε και καθοδήγησε όχι μόνο τη δική του, αλλά και τις μετέπειτα γενιές. Δεν ήταν μόνο αυτό όμως: Η εκτίμηση στο πρόσωπό του κέρδισε περισσότερο έδαφος τη στιγμή που επέλεξε να εκμεταλλευτεί τη φήμη του για σκοπούς σημαντικότερους από την προσωπική του ευημερία και δόξα.
Επί σειρά ετών στο τέλος της δεκαετίας του ’60 αλλά τις αρχές του ’70, ο ίδιος και η Γιόκο Όνο επιστράτευσαν ακόμη και την καθημερινή τους ζωή στην υπηρεσία των ζητημάτων για τα οποία αγωνίζονταν. Το σημαντικότερο για τον Τζον Λένον ήταν να ακουστεί το μήνυμα που ήθελε να περάσει.
Η κληρονομιά του Λένον στην ιστορία της μουσικής είναι τεράστια. Στα πρώτα χρόνια των Beatles (1962–1965), τα τραγούδια που έγραψε αποτελούσαν κατά κύριο λόγο εφηβικά τραγούδια αγάπης, με μια κεφάτη διάθεση, ωστόσο, που παραμένει σταθερή παρά το πέρασμα του χρόνου. Αργότερα, επηρεασμένος από τον Μπομπ Ντίλαν έμαθε ότι οι στίχοι μπορούν να γίνουν προσωπικοί. Από το 1965 και μετέπειτα, τα συναισθήματά του ενσωματώνονται στη μουσική και το στίχο του. «Κάθε τόσο αισθάνομαι τόσο ανασφαλής…» τραγουδούσε στο «Help!».
Ο Λένον εγκαταλείφθηκε από τον πατέρα του πριν ακόμη γεννηθεί, και μετά ξανά σε ηλικία 5 ετών. Η μητέρα του άφησε την ανατροφή του στην αδερφή του. Έχασε ξανά τη μητέρα του σε ηλικία 18 ετών, όταν την πάτησε με το αυτοκίνητο ένας μεθυσμένος αστυνομικός. Δώδεκα χρόνια αργότερα έγραφε: «Μητέρα, με είχες αλλά δεν σε είχα. Σε χρειαζόμουν, αλλά εσύ δεν με χρειαζόσουν». Ένα από τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία στη σταδιοδρομία του Λένον ήταν οι εχθροί που δημιούργησε.
Λίγο πριν την κυκλοφορία του άλμπουμ «Imagine» τον Οκτώβριο του 1971, Ο Λένον και η Γιόκο μετακομίζουν από το Λονδίνο στη Νέα Υόρκη. «Αν ζούσα στους Ρωμαϊκούς χρόνους, θα ζούσα στη Ρώμη. Πού αλλού; Σήμερα η Αμερική είναι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και η Νέα Υόρκη η ίδια η Ρώμη. Η Νέα Υόρκη είναι αυτό που ήταν κάποτε η Ρώμη» είχε δηλώσει στον βιογράφο Ray Coleman. Την περίοδο εκείνη βρισκόταν στο απόγειο της πολιτικής του δραστηριοποίησης, διαδηλώνοντας εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ και της βίας.
Εντός λίγων εβδομάδων έρχεται σε επαφή με μέλη της Νέας Αριστεράς στις ΗΠΑ και εκδηλώνει το ενδιαφέρον του να συμμετάσχει σε συγκέντρωση χρημάτων, συλλογή υπογραφών, αντιπολεμικές διαδηλώσεις και συναυλίες. Οι σχεδιαζόμενες δράσεις του Λένον, ωστόσο, κινητοποίησαν αρκετούς Ρεπουμπλικάνους που ανησυχούσαν ότι η δημοφιλία του καλλιτέχνη θα ενδυνάμωνε το αντιπολεμικό κίνημα, με αποτέλεσμα οι Αμερικανοί πολίτες να στραφούν κατά του προέδρου Νίξον.
Στις 4 Φεβρουαρίου 1972, ο Γερουσιαστής Strom Thurmond έστειλε ένα απόρρητο υπόμνημα, στο οποίο καταφερόταν εναντίον του Λένον και του κινδύνου που μπορούσε να προκαλέσει στην προεκλογική εκστρατεία του ίδιου έτους στη χώρα. Πρότεινε μάλιστα την ανάκληση της βίζας του Λένον: «Ο τερματισμός της βίζας του θα αποτελέσει ένα στρατηγικό μέτρο αντιμετώπισής του» έγραφε. Προειδοποιούσε παράλληλα «πρέπει να δοθεί προσοχή στην πιθανή διασύνδεση της αποκαλούμενης 18χρονης ψήφου με την αποβολή του Λένον από τη χώρα».
Ο Λένον ήξερε ότι οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ τον παρακολουθούσαν. Αρκετές φορές μάλιστα, επικαλούμενος το δικαίωμα στην ελευθερία της πληροφόρησης ζήτησε να πληροφορηθεί σχετικά. Όπως αποκαλύφθηκε αρκετά χρόνια αργότερα, το FBI διέθετε έναν φάκελο 281 σελίδων για εκείνον, στον οποίο αποκαλύπτεται η παράνοια των υπηρεσιών. Το FBI ήθελε να συλλάβει τον Λένον με κατηγορίες, αν ήταν δυνατόν, για ναρκωτικά και είχε τυπώσει και μια αφίσα καταζητούμενου, στην οποία όμως δεν ήταν καν η φωτογραφία του Λένον, αλλά ενός άλλου τραγουδιστή με μακριά μαλλιά και γυαλιά, του Ντέιβιντ Πιλ, όπως αποκαλύπτει ο καθηγητής Ιστορίας από την Καλιφόρνια, Τζον Γουίνερ στο βιβλίο του «Gimme Some Truth: The John Lennon FBI File».
Ο Γουίνερ παρομοίασε μάλιστα την υπόθεση με ένα «ροκ εν ρολ Γουότεργκέιτ». Υπήρξαν όμως και στιγμές που το Σκαθάρι απογοήτευσε την Αριστερά. Το single «Revolution» που κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 1968, λίγους μόνο μήνες μετά τις διαδηλώσεις του Μαΐου, εξόργισαν τους ακτιβιστές εξαιτίας του σκεπτικισμού που εξέφραζε για ορισμένες από τις μεθόδους που ακολουθήθηκαν, αλλά και τον πολιτικό ριζοσπαστισμό γενικότερα.
Στο άλμπουμ The Beatles που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, ο Λένον εμφανιζόταν και πάλι αβέβαιος απέναντι στην βίαιη αλλαγή, ωστόσο στην 2η έκδοση του τραγουδιού που περιλαμβανόταν στο δίσκο παράλλαξε τη φράση «όταν μιλάς για καταστροφή, μην με υπολογίζεις» σε «μην με υπολογίζεις, είμαι μέσα». Το 1987, το τραγούδι έγινε το πρώτο των Beatles που επιτράπηκε να χρησιμοποιηθεί σε τηλεοπτική διαφήμιση.
Η αντίδραση στο τραγούδι σχετιζόταν σε μεγάλο βαθμό με την αντίληψη που είχε ο κόσμος για τους Beatles. Την ίδια περίοδο, οι μουσικοί τους αντίπαλοί The Rolling Stones, που αντιμετωπίζονταν ως μια περισσότερο ριζοσπαστική εναλλακτική φωνή, κυκλοφόρησαν το επίσης πολιτικό κομμάτι «Street Fighting Man». Το δεύτερο έτυχε πολύ καλύτερης απήχησης, γεγονός που αποδίδεται περισσότερο με τον τρόπο που τα δύο συγκροτήματα είχαν κυριαρχήσει στην αντίληψη του κοινού παρά με το ίδιο το τραγούδι.