Λέο Μπουσκάλια: Το πιο σημαντικό στην αγάπη

Λέο Μπουσκάλια: «Πιστεύω ότι το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου που αγαπάει είναι…»
Ο Λέο Μπουσκάλια γεννήθηκε το 1924 στο Λος Άντζελες από Ιταλούς μετανάστες και μεγάλωσε ανάμεσα σε δύο κόσμους: την παραδοσιακή μεσογειακή κουλτούρα της οικογένειας και την αμερικανική κοινωνία που στον Μεσοπόλεμο και αργότερα, υμνούσε την ατομική επιτυχία.
Ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας τη δεκαετία του 1970 είδε μια φοιτήτρια να αυτοκτονεί· το σοκ αυτό τον οδήγησε σε ένα άτυπο μάθημα με τίτλο “Love 1A”, που γρήγορα ξεχείλισε από κόσμο και αποτέλεσε το εφαλτήριο της συγγραφικής του πορείας. Είναι η εποχή του μετα-γκουρού κινήματος αυτοβοήθειας, της ψυχολογίας και της ανθρώπινης δυναμικότητας. Σ’ αυτό το πλαίσιο ο Μπουσκάλια γίνεται ο «Δρ Αγάπη»: δεν μιλά με αφηρημένες θεωρίες, παρά με μικρές ιστορίες, ζεστή φωνή και μια σχεδόν παιδική επιμονή ότι ο κόσμος αλλάζει μόνο όταν μάθουμε να αγαπάμε «με όλη μας την ύπαρξη».
Η κεντρική του ιδέα είναι ότι η αγάπη ξεκινά από την αυτογνωσία και επεκτείνεται ως πράξη δώρου. Αν δεν γεμίσεις το δικό σου «απόθεμα», δεν έχεις τίποτα να προσφέρεις. Γι’ αυτό, λέει, καλλιέργησε τη μόρφωση, τη δημιουργικότητα, τη φαντασία σου· όχι για να θαυμάζεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη, αλλά για να μπορείς «να τα δίνεις όλα αυτά» σε όσους συναντάς.
Σε αντίθεση με το εγωκεντρικό success story της μεταπολεμικής Αμερικής, ο Μπουσκάλια εισάγει μια «παιδαγωγική του μοιράσματος»: ο άνθρωπος είναι όσο πλούσιος είναι και το χάρισμά του. Όταν κλεινόμαστε στο φρούριο του «κατασκευασμένου εαυτού», ούτε να μισήσουμε αληθινά δεν τολμάμε, απλώς πάσχουμε από αισθητηριακή και συναισθηματική αναισθησία. Γι’ αυτό η αγάπη, για τον Μπουσκάλια, δεν είναι ρομαντικό συναίσθημα αλλά μια ριζοσπαστική πράξη εγρήγορσης: να βλέπεις, να ακούς, να αγγίζεις τον κόσμο ολόκληρο, ακόμη κι όταν σε ταράζει ή σε ξεβολεύει.
Στη σημερινή εποχή ψηφιακής υπερέκθεσης και ταυτόχρονης μοναξιάς, η πρότασή του διατηρεί απρόσμενα ακρίβεια: αν δεν χαλαλίσουμε χρόνο για όνειρο, για επαφή πρόσωπο με πρόσωπο, για το απλό άγγιγμα που «επαναβεβαιώνει ότι υπάρχουμε», τότε μένουμε με μια άψυχη πραγματικότητα-κουτί, απονεκρωμένη από likes και αυτοαναφορική κατανάλωση.
Ο Λέο Μπουσκάλια μάς μιλάει για την αγάπη.
«Υποθέτουμε πως η πραγματικότητα είναι αυτό το κουτί που μας βάλανε μέσα, κι όμως σας βεβαιώνω πως δεν είναι έτσι. Ανοίξτε την πόρτα κάποτε και κοιτάξτε τι υπάρχει έξω. Το όνειρο του σήμερα θα είναι η πραγματικότητα του αύριο. Κι όμως έχουμε ξεχάσει να ονειρευόμαστε».
«Κατ’ αρχήν πιστεύω ότι το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου που αγαπάει είναι ότι αγαπάει τον εαυτό του. (…)Δε μιλάω για το χάιδεμα του εγώ μας. (…) Μιλάω για τον άνθρωπο που συνειδητοποιεί, ότι δεν μπορείς να δώσεις παρά αυτό που έχεις και γι’ αυτό καλά θα κάνεις να προσπαθήσεις όσο μπορείς ν’ αποχτήσεις κάτι. Θέλεις να είσαι ο πιο μορφωμένος, ο πιο λαμπερός, ο πιο ενδιαφέρων, ο πιο πολυτάλαντος, ο πιο δημιουργικός άνθρωπος του κόσμου, γιατί έτσι θα μπορέσεις να τα δώσεις όλα αυτά. Ο μοναδικός λόγος που έχεις κάτι είναι για να το δίνεις». «Θεωρούμε το «εγώ» μας σαν κάτι ουσιαστικό, τον εαυτό που κατασκευάσαμε. Θα σας πω όμως μια αλήθεια, δεν τον κατασκευάσατεεσείς αυτό τον εαυτό. Άλλοι τον έφτιαξαν. Οι άλλοι σας είπαν ποιος πρέπει να είστε και ποιος όχι, πώς πρέπει να κινείστε, να μυρίζετε και να κάνετε τα περισσότερα πράγματα που κάνετε. […] Βγες από τον εαυτό σου και άφησέ τον εκεί. (…])Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπουν μέσα σου τα νέα μηνύματα.
Ο εαυτός κατασκευάζει τεράστια τείχη γύρω του για «αυτο»προστασία. Αυτά τα τείχη τα ονομάζει πραγματικότητα. Ο,τιδήποτε δεν ταιριάζει μ’ αυτό που ο περιτειχισμένος εαυτός θεωρεί πραγματικό, δεν αφήνεται να περάσει από το τείχος∙ έτσι, όταν πια φτάνει μέσα η νέα αντίληψη, έχει γίνει αυτό που ήθελε από την αρχή. Έτσι οι περισσότεροι από μας περνάμε τη ζωή μας βλέποντας μόνον ό,τι θέλουμε να δούμε, ακούγοντας μόνον ό,τι θέλουμε να ακούσουμε, μυρίζοντας ό,τι θέλουμε να μυρίσουμε, ενώ όλα τα υπόλοιπα παραμένουν απολύτως αόρατα. Όλα τα πράγματα βρίσκονται εδώ. Για να δούμε, το μόνο που χρειάζεται είναι να τα αφήσουμε να μπουν, να τα αγγίξουμε, να τα γευτούμε, να τα δαγκώσουμε, να τα αγκαλιάσουμε (το πιο ευχάριστο), να τα ζήσουμε όπως είναι –όχι όπως είμαστε εμείς».
«Το αντίθετο της αγάπης δεν είναι το μίσος, αλλά η απάθεια».
πηγή:lavart.gr