«Μέχρι να σβήσουν τ’ άστρα» – Η παράσταση της «διπλανής πόρτας»
«Μέχρι να σβήσουν τ’ άστρα» – Η παράσταση της «διπλανής πόρτας» του Βαγ. Θεοδωρόπουλου (της Όλγας Σελλά)
Ένα έργο ολοκαίνουργο –ανέβηκε πέρυσι στο National Theatre της Αγγλίας-, το οποίο υπογράφει η δημοφιλής θεατρική συγγραφέας και σεναριογράφος Μπεθ Στηλ, το «Μέχρι να σβήσουν τ’ άστρα» επέλεξε για τη φετινή σεζόν ο σκηνοθέτης Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, που συχνότατα αναζητά και μας συστήνει νέα έργα της παγκόσμιας δραματουργίας.
Ένα έργο σημερινό, οικείο και αναγνωρίσιμο, παρότι συμβαίνει σε μια λαϊκή αγγλική οικογένεια. Σ’ αυτή την οικογένεια, λοιπόν, ετοιμάζονται για το γάμο της μικρότερης από τις τρεις αδελφές, της Σύλβιας (Ελίνα Ρίζου), με τον Μάρεκ (Δαυίδ Μαλτέζε), έναν Πολωνό μετανάστη, που έχει ενταχθεί όμως στην αγγλική κοινωνία, κι έχει ήδη δική του δουλειά. Στο πατρικό σπίτι των τριών κοριτσιών, φτάνουν η μία αδελφή, η Χέιζελ (Σύρμω Κεκέ) με τον άντρα της Τζον (Χρίστος Στυλιανού) και οι δύο κόρες τους (Υακίνθη Κωνσταντοπούλου και Μαντω Μιχαλιού), αλλά και η άλλη αδελφή, η Μάγκι (Άννα Καλαϊτζίδου), που ζει σε άλλη πόλη κι έχει καιρό να φανεί στο πατρικό σπίτι. Παρών, ασφαλώς, είναι ο πατέρας της νύφης, ο Τόνι (Κώστας Φλωκατούλας), ο αδελφός του Πιτ (Χάρης Γρηγορόπουλος) με τον οποίο όμως έχουν να μιλήσουν 40 χρόνια και η πληθωρική σύζυγός του, η θεία Κάρολ (Μαρία Κατσιαδάκη).
Το έργο ξεκινάει με το στόλισμα της νύφης και με ό,τι συζητιέται σε ανάλογες στιγμές. Σκηνές ζωντανές, με τις συγκρούσεις της Χέιζελ με την έφηβη κόρη της, με τις συζητήσεις για θέματα της καθημερινότητας, για την ακρίβεια, για τις συμπεριφορές της νεότερης γενιάς («Δεν έχουν χόμπι τώρα, έχουν κινητά», λέει η Χέιζελ), κι όλα αυτά ανάμεσα στον πανικό της προετοιμασίας, τη χαρά, τη συγκίνηση, το χιούμορ. Όταν δε εισβάλλει η τρομερή θεία Κάρολ, το πείραγμα και τα αποφθέγματα δίνουν και παίρνουν. Σχολιάζονται φυσικά οι σχέσεις με τους άντρες, το πέρασμα του χρόνου, τα γηρατειά, τα οποία σαρκάζει δεόντως η θεία Κάρολ –«Τα γηρατειά είναι σαν το ροκφόρ. Δεν είναι τόσο τρομακτικό, τελικά».
Οι αναποδιές της τελευταίας στιγμής δεν λείπουν (το νυφικό της Σύλβιας είναι τελικά στενό, και αναγκάζεται να φορέσει το νυφικό της μητέρας της, που δεν είναι πια στη ζωή), η υπερένταση και ο ενθουσιασμός περισσεύουν, οι μικροεντάσεις είναι παρούσες και οι πιο ψύχραιμοι προσπαθούν να τις απορροφήσουν. Μία από αυτές, στο γαμήλιο δείπνο πλέον, είναι ο απαξιωτικός τρόπος με τον οποίο μιλάει η Χέιζελ για τον Πολωνό γαμπρό της. Κι όταν μάλιστα ο Μάρεκ προτείνει να δουλέψει μαζί του ο άνεργος Τζον, η Χέιζελ δεν γίνεται απλώς αγενής, αλλά αντιδρά με τον εμπαθή τρόπο όσων απεχθάνονται τους ξένους και τους θεωρούν αιτία όλων των κακών.
Συμβαίνουν πολλά στο γαμήλιο δείπνο, ανάμεσα στο τραγούδι, το χορό και τη χαρά. Περιστατικά που αποκαλύπτουν οικογενειακά μυστικά, ερωτικές επιθυμίες που δεν συναντήθηκαν ποτέ, συζητήσεις που παραπέμπουν σε στιγμές της πρόσφατης κοινωνικής και πολιτικής ιστορίας στην Αγγλία (όπως στη μεγάλη απεργία των ανθρακωρύχων επί Θάτσερ), στην ανεργία που δοκίμασε τις αντοχές των οικογενειών της περιοχής, στο σύστημα υγείας, στις ξενοφοβικές αντιλήψεις παρόλο που «στα ορυχεία πάντα δούλευαν ξένοι», και καταλήγουν στην αναπότρεπτη διαδρομή της ζωής που περνάει, με τη θυμόσοφη διαπίστωση της θείας Κάρολ: «Αυτό που δεν σου λέει κανείς για τα γεράματα είναι ότι κρατάνε πολύ». Οι σχέσεις και οι ισορροπίες κλονίζονται από τη μια στιγμή στην άλλη.
Το έργο της Μπεθ Στηλ είναι ζωντανό, έχει γνώριμους χαρακτήρες και διαλόγους, χτίζει χαρακτήρες, πολλούς και διαφορετικούς, θίγει πολλά και σοβαρά θέματα, κάποια από αυτά με επιφανειακό τρόπο. Στο έργο της επιχειρεί να αποτυπώσει τον τρόπο που οι άνθρωποι της λαϊκής ή της μικρομεσαίας τάξης αντιλαμβάνονται, βιώνουν και σχολιάζουν τα προβλήματα της καθημερινότητας, τις επιθυμίες τους, τα όνειρά τους, τις αλλαγές των κοινωνιών, τις αντιλήψεις των ανθρώπων. Ένα έργο που έχει και χιούμορ, και μελόδραμα, και ένταση, και άρνηση, και αποδοχή. Και σίγουρα είχε κατά νου εκείνες τις άλλες «Τρεις αδελφές» όταν έγραφε το δικό της έργο η Μπεθ Στηλ.
Βέβαια, η σκηνική όψη της παράστασης δεν αποτύπωσε διακριτά την οικονομική και κοινωνική τάξη των ηρώων ή τις αισθητικές επιλογές τους, που ήταν ολοφάνερες και στους διαλόγους και τις αντιδράσεις τους. Κι ήταν αυτό μία αδυναμία.
Μια δεύτερη αδυναμία ήταν ο τρόπος που η μετάφραση του έργου απέδωσε τις εκφράσεις της έντασης, του εκνευρισμού και της αγανάκτησης –ιδίως της αθυρόστομης Χέιζελ. Ειδικά σ’ αυτά τα σημεία των διαλόγων (των εκρήξεων καλύτερα) χρειάζονταν λέξεις ή εκφράσεις, πιο ελληνικής «απόχρωσης» και ιδιοσυγκρασίας.
Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος έστησε μια παράσταση που αποδίδει με γλαφυρότητα, ζωντάνια και ρυθμό τις διαφορετικές διαθέσεις όσων παρευρίσκονται στην περίεργη αυτή οικογενειακή μέρα. Διαθέσεις που καλύπτουν ένα τεράστιο φάσμα: αγάπη, χαρά, συγκίνηση, ενθουσιασμός, καχυποψία, σύγκρουση, απογοήτευση, προδοσία, πίκρα. Όσα υπάρχουν στη ζωή δηλαδή.
Και οι ηθοποιοί της παράστασης, στην πλειοψηφία τους, υποστήριξαν και ανέδειξαν και το έργο και τη σκηνοθετική κατεύθυνση, και σίγουρα όσο περνούν οι μέρες όλο και περισσότερο θα λυθούν κάποιοι μικροί κόμποι που υπάρχουν. Η Άννα Καλαϊτζίδου έφερε θαυμάσια την ένταση, την ενοχή, τη συντριβή του ρόλου. Δίπλα της η Μαρία Κατσιαδάκη ήταν, ως η θεία που δεν αντέχουμε αλλά την λατρεύουμε, απολαυστική. Η Σύρμω Κεκέ και η Ελίνα Ρίζου, έμπειρες και σημαντικές ηθοποιοί και οι δύο, χρειάζεται να διαχειριστούν καλύτερα τις στιγμές του θυμού ή της απελπισμένης έκρηξής τους. Πολύ καλοί ο Κώστας Φλωκατούλας και ο Δαυίδ Μαλτέζε, επαρκείς ο Χάρης Γρηγορόπουλος και ο Χρίστος Στυλιανού. Συμπαθέστατες οι παρουσίες των δύο νεαρότερων ηθοποιών: της Υακίνθης Κωνσταντοπούλου και της Μαντώς Μιχαλιού.
Ένα έργο σύγχρονο, οικείο, γήινο, τρυφερό όσο και σκληρό, ένα έργο «της διπλανής πόρτας», μια παράσταση που αναδεικνύει τους χαρακτήρες, τις αρετές και τις τρωτές πλευρές τους με κατανόηση και χιούμορ, και τρεις αδελφές που δεν ονειρεύονται έναν συγκεκριμένο προορισμό: τον αναζητούν.
Η ταυτότητα της παράστασης
- Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος – Κοραλία Σωτηριάδου,
- Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος,
- Σκηνογράφος – Ενδυματολόγος: Πάρις Μέξης,
- Μουσική: Άγγελος Τριανταφύλλου,
- Επιμέλεια κίνησης: Ξένια Θεμελή,
- Σχεδιασμός φωτισμών: Σάκης Μπιρμπίλης,
- Βοηθός σκηνοθέτη: Πάνος Κορογιαννάκης,
- Βοηθός σκηνογράφου – ενδυματολόγου: Δέσποινα Ζαχαρίου,
- Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας.
Παίζουν: Χάρης Γρηγορόπουλος, Άννα Καλαϊτζίδου, Μαρία Κατσιαδάκη, Σύρμω Κεκέ, Υακίνθη Κωνσταντοπούλου, Δαυίδ Μαλτέζε, Μαντώ Μιχαλιού, Ελίνα Ρίζου, Χρίστος Στυλιανού, Κώστας Φλωκατούλας
Θέατρο Χώρα (Αμοργού 20, Κυψέλη, στάση Καλλιφρονά)
Τετάρτη 8μ.μ., Πέμπτη και Παρασκευή στις 9μ.μ., Σάββατο στις 6.30μ.μ. και στις 9.15μ.μ., Κυριακή στις 6μ.μ.
