Μιχάλης Κακογιάννης: Ο Έλληνας σκηνοθέτης που μίλησε στον κόσμο

Ο Μιχάλης Κακογιάννης υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ελληνικού πολιτισμού στον 20ό αιώνα.
Σκηνοθέτης του κινηματογράφου, του θεάτρου και της όπερας, με διεθνή καριέρα και αναγνώριση, άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμά του, όχι μόνο με ταινίες-σταθμούς όπως ο «Αλέξης Ζορμπάς», αλλά και με τη συνολική του πολιτιστική προσφορά.
Από τη Λεμεσό στο Λονδίνο – και από τα νομικά στην τέχνη
Γεννημένος στις 11 Ιουνίου 1921 στη Λεμεσό, σε χρόνια αγγλοκρατίας, ο Μιχάλης Κακογιάννης φαινόταν πως προοριζόταν για νομική καριέρα – σπούδασε στο Λονδίνο με την παρότρυνση του πατέρα του. Όμως η καρδιά του ανήκε αλλού: στην τέχνη. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου εργάστηκε στο BBC, και στη συνέχεια σπούδασε σκηνοθεσία στο Old Vic, ανοίγοντας το δρόμο για μια συναρπαστική πορεία.
Η αρχή του κινηματογραφικού ταξιδιού
Η πρώτη του ταινία, «Κυριακάτικο Ξύπνημα» (1954), με τους Χορν και Λαμπέτη, τον έφερε αμέσως στα φώτα της διεθνούς προσοχής, συμμετέχοντας στο Φεστιβάλ Καννών. Ακολούθησαν η «Στέλλα» (1955), μια ωδή στη γυναικεία ελευθερία με τη Μελίνα Μερκούρη, και το «Κορίτσι με τα Μαύρα» (1956), με την Έλλη Λαμπέτη στον ρόλο μιας καταπιεσμένης γυναίκας της επαρχίας. Με το «Τελευταίο Ψέμα» και την «Ερόικα» συνέχισε να εξερευνά το νεορεαλιστικό σινεμά με βαθιά ελληνική ευαισθησία.
Αρχαία τραγωδία και διεθνής επιτυχία
Η «Ηλέκτρα» (1961), βασισμένη στην τραγωδία του Ευριπίδη με την Ειρήνη Παπά, του χάρισε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στις Κάννες. Το 1964, όμως, ήρθε η στιγμή που τον καθιέρωσε παγκοσμίως: «Αλέξης Ζορμπάς», με τον Άντονι Κουίν και τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Η ταινία απέσπασε τρία Όσκαρ και έγραψε ιστορία.
Από την οθόνη στη σκηνή – και στην πολιτική συνείδηση
Στη συνέχεια εργάστηκε διεθνώς, σκηνοθετώντας τραγωδίες, όπερες και κλασικά έργα σε Ευρώπη και Αμερική. Μετέφερε στην οθόνη τις «Τρωάδες» το 1969 με την Κάθριν Χέπμπορν και την «Ιφιγένεια» το 1977 με την Τατιάνα Παπαμόσχου. Το 1975, με το ντοκιμαντέρ «Αττίλας ’74», κατέγραψε τη φρίκη της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, μέσα από λόγια πολιτών και ηγετών.
Στις τελευταίες του δημιουργίες περιλαμβάνονται η «Γλυκιά Πατρίδα» (1986), το «Πάνω, κάτω και πλαγίως» (1993) και ο «Βυσσινόκηπος» (1999), που αποτέλεσε το κύκνειο άσμα του στο σινεμά.
Έργο ζωής – και πέρα από τον κινηματογράφο
Οραματιστής του νυχτερινού φωτισμού της Ακρόπολης και ιδρυτής του πολιτιστικού κέντρου Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, που λειτουργεί από το 2009 στην οδό Πειραιώς, συνέβαλε έμπρακτα στη στήριξη των τεχνών στην Ελλάδα.
Βραβεία, τιμές και μια ζωή γεμάτη πάθος
Ο Κακογιάννης τιμήθηκε με πλήθος διακρίσεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ανάμεσά τους ο Ταξιάρχης του Χρυσού Φοίνικα, ο Μεγαλόσταυρος του Μακαρίου, το Grand Prix του Μόντρεαλ, και επίτιμα διδακτορικά από πολλά πανεπιστήμια. Όπως ο ίδιος έλεγε, «δεν έκανα οικογένεια, αλλά αγάπησα βαθιά τη δουλειά μου».
Ο Μιχάλης Κακογιάννης έφυγε από τη ζωή στις 25 Ιουλίου 2011, σε ηλικία 90 ετών. Άφησε πίσω του ένα έργο βαθιά ελληνικό και ταυτόχρονα παγκόσμιο – μια κληρονομιά που θα φωτίζει για καιρό ακόμα τον ελληνικό πολιτισμό.