Πορφυρή αμμουδιά

porfiri-ammoudia

Τα λιτά της μαλλιά ανεμίζανε σαν χρυσό πέπλο που έκοβε στη μέση το σκοτεινό αιθέρα.
Τα γαλάζια μάτια της δύο σύννεφα που έβρεχαν δάκρυα ζεστά ανάμεσα σε λυγμούς, αναφιλητά και μασημένα λόγια.

«Του ξέφυγα!» έλεγε ξανά και ξανά μπας και το πιστέψει. Και καθισμένη στην ακροθαλασσιά προσπαθούσε να καταλαγιάσει τους τυφώνες μέσα της. Να βρει ξανά τη φυσιολογική της ανάσα έπειτα από τόσο τρέξιμο μέσα στις καλαμιές.

Ήταν σίγουρη πως του είχε ξεφύγει, όταν ξαφνικά ακούστηκε ξοπίσω της η αλλοιωμένη του φωνή από το ποτό να τη φωνάζει οργισμένα.

Στο άκουσμα της, η Ηλέκτρα αισθάνθηκε έναν κεραυνό να διαπερνά όλο της το κορμί, αφήνοντας το απ’ άκρη σε άκρη μουδιασμένο. Δεν ένιωθε πλέον κανέναν πόνο από τα χτυπήματα του, ούτε τα κοψίματα από τις καλαμιές. Άλλωστε κάθε δύναμη την είχε εγκαταλείψει.

Τον έβλεπε να πλησιάζει και έμοιαζε με ψάρι που σπαρταράει έξω από το νερό. Τόσο πολύ τον φοβόταν, έτσι ανήμπορη όπως ήταν. Αυτόν που κάποτε ερωτεύτηκε και αγάπησε παράφορα.
Τι θα κάνω; Πώς θα γλιτώσω τώρα; Αναρωτήθηκε κι ένα μπουμπουνητό τάραξε την αγωνία της. Καταρρακτώδης βροχή άρχισε να μαστιγώνει τη σακατεμένη φιγούρα της και αστραπές φώτισαν την απόγνωση πάνω στο χλωμό και σημαδεμένο πρόσωπο της.

Ήταν συχνό φαινόμενο τα μπουρίνια του Αυγούστου σε αυτόν τον τόπο. Ταίριαζαν απόλυτα με τα μπουρίνια του Μάνου που κάθε τόσο γεννούσαν φουρτούνες χωρίς ουσιαστικό λόγο. Πάντα έβρισκε αυτός αφορμές. Το φαγητό που δεν του άρεσε, οι δουλειές που δεν είχε προλάβει, το «Γειά» ευγενείας στο φούρναρη και ένα σωρό ακόμα.

«Φύγε! Άφησε με ήσυχη επιτέλους!» του φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε. Όμως αυτός άρχισε πάλι το κυνηγητό. Την άρπαξε από τα μαλλιά και συνέχισε να τη χτυπάει με απίστευτη αγριότητα.

Βοήθεια πουθενά. Τον ικέτευε να σταματήσει, μέχρι που σωριάστηκε λιπόθυμη πάνω σε φύκια και σκουπίδια που είχε ξεβράσει η αγριεμένη θάλασσα.

Μια χρυσή τούφα ξέφυγε από την παλάμη του και χάθηκε στη δίνη του αέρα. Όταν συνήλθε, το θηρίο βρισκόταν μέσα της γεμίζοντας την σπέρμα και σιχαμάρα. Ούρλιαξε. Προσπάθησε να ξεφύγει, αλλά τα χέρια του τυλίχθηκαν σαν φίδια γύρω από το λαιμό της. Λίγο πριν το οξυγόνο τελειώσει, παρακάλεσε για ένα θαύμα. Το χέρι της έπεσε πάνω σε κάτι αιχμηρό. Το ψηλάφισε και σκέφτηκε πως κάτι τέτοιο είναι πράγματι θείο δώρο.

Μία κραυγή κάλυψε τον ήχο των μπουμπουνητών. Κι ύστερα κι άλλη κι άλλη, μέχρι που η σιωπή σκέπασε το άψυχο σώμα.

Σηκώθηκε όπως όπως, μάζεψε τα κομμάτια της κι άφησε το ματωμένο μαχαίρι στην άμμο.

Ιωάννα Σταθοπούλου



Με την περιήγηση σε αυτόν τον ιστότοπο, συμφωνείτε με την πολιτική απορρήτου μας
Συμφωνώ
Μετάβαση στο περιεχόμενο