Μάνος Χατζιδάκις συνθέτης

Γέννηση: 23 Οκτωβρίου 1925, Ξάνθη
Απεβίωσε: 15 Ιουνίου 1994, Αθήνα
Γεννήθηκα στις 23 του Οκτώβρη του 1925 στην Ξάνθη τη διατηρητέα κι όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους εσωτερικούς της ενδοχώρας μετανάστες… » Μάνος Χατζιδάκις (1925-1994).
Προσπάθησα όλον το καιρό που μέναμε στην Ξάνθη να γνωρίσω σε βάθος τους γονείς μου και να εξαφανίσω την αδελφή μου. Δεν τα κατάφερα και τα δύο. Έτσι μετακομίσαμε το ’32 στην Αθήνα όπου δεν στάθηκε δυνατόν να λησμονήσω την αποτυχία μου.
Άρχιζα να ζω και να εκπαιδεύομαι στην πρωτεύουσα ενώ παράλληλα σπούδαζα τον έρωτα και την ποιητική λειτουργία του καιρού μου. Έλαβα όμως την αττική παιδεία όταν στον τόπο μας υπήρχε και Αττική και Παιδεία. Μ’ επηρεάσανε βαθιά ο Ερωτόκριτος, ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, το Εργοστάσιο του Φιξ, ο Χαράλαμπος του «Βυζαντίου», το υγρό κλίμα της Θεσσαλονίκης και τα άγνωστα πρόσωπα που γνώριζα τυχαία και παρέμειναν άγνωστα σ’ όλα τα χρόνια τα κατοπινά.
Το ’66 βρέθηκα στην Αμερική. Έμεινα κι έζησα εκεί κάπου έξι χρόνια, τα χρόνια της δικτατορίας, για λόγους καθαρά εφοριακούς – ανεκαλύφθη πως χρωστούσα τρεισήμισι περίπου εκατομμύρια στο δημόσιο. Όταν εξόφλησα το χρέος μου επέστρεψα περίπου το ’72 και ίδρυσα ένα καφενείο που το ονομάσαμε Πολύτροπον, ίσαμε τη μεταπολίτευση του ’74, όπου και τόκλεισα γιατί άρχιζε η εποχή των γηπέδων και των μεγάλων λαϊκών εκτονώσεων. Κράτησα την ψυχραιμία μου και δεν εχόρεψα εθνικούς και αντιστασιακούς χορούς στα γυμναστήρια και στα γεμάτα από νέους γήπεδα. Κλείνοντας το Πολύτροπο είχα ένα παθητικό πάλι της τάξεως περίπου των τρεισήμισι εκατομμυρίων – μοιραίος αριθμός, φαίνεται, για την προσωπική μου ζωή.
Από το ’75 αρχίζει μια διάσημη εποχή μου που θα την λέγαμε, για να την ξεχωρίσουμε, υπαλληλική, που μ’ έκανε ιδιαίτερα γνωστό σ’ ένα μεγάλο και απληροφόρητο κοινό, βεβαίως ελληνικό, σαν άσπονδο εχθρό της ελληνικής μουσικής, των ελλήνων μουσικών και της εξίσου ελληνικής κουλτούρας.
Μέσα σ’ αυτή την περίοδο και ύστερα από ένα ανεπιτυχές έμφραγμα στην καρδιά, προσπάθησα πάλι, ανεπιτυχώς είναι αλήθεια, να πραγματοποιήσω τις ακριβές καφενειακές μου ιδέες πότε στην ΕΡΤ και πότε στο Υπουργείο Πολιτισμού, εννοώντας να επιβάλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες. Και οι δύο όμως τούτοι οργανισμοί σαθροί και διαβρωμένοι από τη γέννησή τους κατάφεραν να αντισταθούν επιτυχώς και, καθώς λεν, να με νικήσουν «κατά κράτος». Παρ΄ όλα αυτά, μέσα σε τούτον τον καιρό γεννήθηκε το Τρίτο κι επιβλήθηκε στη χώρα.
Α δ ι α φ ο ρ ώ… για την δόξα. Με φυλακίζει μες στα πλαίσια που καθορίζει εκείνη κι όχι εγώ.
Π ι σ τ ε ύ ω… στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων, κι όχι σ’ αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθείσες συνήθειές μας.
Έτσι κατάφερα να ολοκληρώσω την τραυματισμένη από την παιδική μου ηλικία προσωπικότητα, καταλήγοντας να πουλώ «λαχεία στον ουρανό» και προκαλώντας τον σεβασμό των νεωτέρων μου μια και παρέμεινα ένας γνήσιος Έλληνας και Μεγάλος Ερωτικός.».
Ο Μάνος Χατζιδάκις μπορεί να μη ζει ανάμεσά μας, αλλά διαβάζοντας κανείς τις παλιές τοποθετήσεις του, σε κείμενα και συνεντεύξεις του, διαπιστώνει πόσο προφητικός στάθηκε.
Πολλά απ όσα είπε είναι σαν να καυτηριάζουν όσα ζούμε καθημερινά:
* Για τη σχέση κράτους και πολίτη. (Προβληματική και σήμερα).
“Να ξαναβρεί η δημοκρατία την αληθινή της έννοια, πρέπει το κράτος να εγκαταλείψει την αυταρχικότητά του, ο πολίτης να αποκτήσει συνείδηση των δικαιωμάτων του. (…) Ο πολίτης να επιβάλλει στις διεκπεραιωτικές αρχές τον απόλυτο σεβασμό της προσωπικότητάς του (…) Να θεωρηθεί ιερή η έννοια και η παρουσία της νεότητας (…) Οι ιδεολογίες και τα κόμματα απέδειξαν πως δεν είναι πλέον ειλικρινείς φορείς Δημοκρατίας, τουλάχιστον στις περισσότερες περιπτώσεις. Γι αυτό να εγκαταλείψουν την επιμονή τους να υποτάσσουν τον πολίτη.”
* Ελληνικό κράτος και πολιτισμός:
“Το ελληνικό κράτος δέχεται μόνο ό τι το υπηρετεί και το κολακεύει. Υπήρξε πάντοτε αντιπνευματικό και εξακολουθεί να είναι”.
“Δεν έχουμε πολιτισμό και η απόδειξη είναι ότι έχουμε υπουργείο Πολιτισμού”.
Περί ελληνικότητας:
“Δεν νομίζω ότι κινδυνεύουμε ως Έλληνες, αλλά ως ελληνολάτρεις”. “Πάντα μ απασχολούσε το γνωστό εμβατήριο “Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει”. Έλεγα μέσα μου, τι άραγες εννοεί; Σκέφτηκα, σαν κάτι να φωτίστηκε μέσα μου, εφ όσον η Ελλάδα δεν πεθαίνει ποτέ, πάει να πει πως και ποτέ δεν θα αναστηθεί” “Δε μ αρέσει να παριστάνω τον πολύ Έλληνα. Θέλω να είμαι όσο είμαι. Καιρός είναι η έννοια Έλληνας να δώσει τη θέση της στην έννοια άνθρωπος. Και τότε πιστεύω πως θα συνδεθούμε με μια πιο βαθιά παράδοση που, κατά σύμπτωση, είναι κι αυτή γνησίως ελληνική”
* Για την Αθήνα:
“Πόσο πολύ άλλαξε για μένα η Αθήνα. Κινδυνεύει να γίνει η πιο ξένη πόλη του κόσμου…(…) Μέσα μου γνωρίζω πως δεν χρειάζεται να επιστρέψω – ούτε αυτή χρειάζεται εμένα ούτε εγώ αυτήν”.
* Οι Γάλλοι νέοι του ’68.
“Οι Γάλλοι νέοι/ Που επαναστατούν/ Στους δρόμους/ Στα δημόσια πάρκα/ Και στις ιστορικές πλατείες/ Δεν κάμουν Ιστορία.
Τραγουδούν. Καθώς παλιά οι Προχριστιανοί/ Την γέννηση ενός κόσμου που θα ρθει/ Για να ξεπλύνει τούτη τη γη/ Από χιλιάδων χρόνων/ Σκόνη/ Μίσος/ Και Μωρία. Οι Γάλλοι νέοι/ Δεν επαναστατούν/ Εγκαινιάζουνε απλώς/ Μιαν εντελώς/ Καινούργια/ Ιστορία”
“Αν και έχουν περάσει χρόνια από το θάνατό του (15/6/1994) το σοφό του πνεύμα θα είναι παρόν και ευθύβολο για να μας υπενθυμίζει μεγάλες αλήθειες, που αφορούν τη σύγχρονη πνευματική Ελλάδα.
Ξεφυλλίζοντας μια συνέντευξη του Μάνου Χατζιδάκι που δόθηκε στον Λευτέρη Παπαδόπουλο στα “ΝΕΑ” της 27-3-19788 διαβάζω:
– “Μάνο Χατζηδάκι, ποιος είσαι; . . . Μέσα από ποιες συνθήκες, μέσα από ποιο κλίμα βγήκες και ξεχώρισες κι έδωσες ένα έργο, που λογαριάζεται σαν προικιό του τόπου μας;”
– “Είναι λιγάκι δύσκολο , βέβαια, να μιλάω για μένα όταν με ξεχωρίζουν.
Εν πάση περιπτώσει, εγώ είμαι γέννημα μιας εποχής, μάλλον είμαι ένας καθυστερημένος εκπρόσωπος της μουσικής, σε μια ομάδα ανθρώπων που ήδη είχαν δώσει σημαντικό έργο και σφραγίσανε τον τόπο μας για μια μεγάλη περίοδο.
Αυτοί οι άνθρωποι είναι ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Γκάτσος, ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Τσαρούχης, ο Πικιώνης, ο Μόραλης, ο Εμπειρίκος, ο Εγγονόπουλος.
Σ αυτή την ομάδα ανήκω.
Και αν μπορούσα να πω, είμαι ο Βενιαμίν και συγχρόνως ο μαθητής.
Και εκπροσωπώ, βέβαια, τη μουσική, που την εποχή εκείνη είχε μια τεράστια απόσταση από την ελληνική ποίηση, την ελληνική ζωγραφική, την αρχιτεκτονική.
Η μουσική ήταν εντελώς άσχετη με την ποίηση και με την ελληνική παιδεία.
Τον καιρό εκείνο το όνομα του Σεφέρη δεν το ήξερε ουδείς μουσικός εν Ελλάδι!
Οι αληθινά πρωτογενείς φυσιογνωμίες, όπως ο Σκαλκώτας, ζούσαν κάτω από τέτοια καταδίωξη, μέσα σε μια τέτοια απομόνωση, που δεν μπορούσαν να ενεργήσουν σαν προσωπικότητες του τόπου.
Ο Σκαλκώτας…
Γι αυτό πέθανε ο άνθρωπος.
Δεν είναι τυχαίο.
Ο δε Μητρόπουλος, που θα μπορούσε να είναι ακόμα και αρχηγός αυτών που προανέφερα, έλειπε στο εξωτερικό και πέθανε εξόριστος.
Λοιπόν, οι ντόπιοι κάθε άλλο παρά ήταν του αναστήματος του Σεφέρη, του Μόραλη ή των Πικιώνη.
Οι μουσικοί εννοώ.
Όσο για το Σεφέρη και τους άλλους, εκπροσωπούσαν τον ελληνικό χώρο μια πολύ κρίσιμη εποχή. Η Ελλάς είχε χάσει τον πόλεμο.
Ο τόπος μας είχε ανάγκη να σκύψει στον εαυτό του.
Όταν λέω είχε χάσει τον πόλεμο, θέλω να τονίσω, ότι η Ελλάς είχε νικήσει κατ επιφάνειαν, αλλά είχε χάσει κατ ουσίαν…
Δηλαδή ονειρεύτηκε μια διαφορετική μετέπειτα τοποθέτηση των πραγμάτων και η πραγματικότητα την απογοήτευσε.
Την απογοήτευσε ακόμα και στα πρόσωπα που την κυβερνούσαν.
Ηχούσε το γκογκ στο ραδιόφωνο και ακουγόταν μια φωνή που μιλούσε για τους από 3.000 ετών Έλληνες!
Ήρθαν, λοιπόν, όλοι αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι ήσαν πάρα πολύ σημαντικοί και σκύψανε στον κορμό του τόπου και ανακαλύψανε το στοιχείο εκείνο το χαρακτηριστική, που έδινε ταυτότητα στον τόπο, έξω απ αυτές τις αυθαίρετες συνδέσεις, με το παρελθόν.
Η ταυτότητα του τόπου, δηλαδή, δεν ήταν ότι ήμασταν οι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, που είναι μια εντελώς αφελής και ηλίθια άποψη.
Ήταν κάτι άλλο.
Και τόφεραν στην επιφάνεια αυτοί οι άνθρωποι.
Έτσι ανακαλύψαμε το Αιγαίο, τον Θεόφιλο, τον Μακρυγιάννη, τον Καραγκιόζη, ο τι μας έδινε την ταυτότητά μας, την αληθινή.
Αγνοώντας τα μεγαλεία, αυτά τα αυθαίρετα και αφελή μεγαλεία του επίσημου κράτους.
Και αυτά τα στοιχεία, τα αληθινά, δημιούργησαν τη νεότερη Ελλάδα.
Μέσα σ αυτήν την υπόθεση της ανευρέσεως της ταυτότητάς μας, ένας Βενιαμίν, ένας μαθητής υπήρξα και του λόγου μου.
Το αποτέλεσμα της δουλειάς μου είναι ακριβώς αυτό”.