Το Χάος
Θαφτήκαμε μέσα σε μια απάνθρωπη σιωπή.
Δοκιμάζαμε να μιλήσουμε αλλά έβγαινε μια φωνή τενεκεδένια, ψεύτικη.
Δοκιμάσαμε να κάνουμε σχέσεις, να παίξουμε εστω ένα παιγνίδι. Στάθηκε αδύνατο. Τα μάτια μας ήταν χωρισμένα. Το ένα κοίταγε τον ουρανό και το άλλο το πρώτο κουμπί από παντελόνι. Τριγύρω είχε πάντα ένα σταχτί από παλιά ταινία.
Η δουλειά μας έσωζε, προσωρινά. Το πρωί παίρναμε τις μεγάλες πέτρες, Τις κουβαλούσαμε μέχρι την κορυφή του λόφου μέχρι το απόγευμα. Ήμασταν διαλυμένοι, μούσκεμα στον ιδρώτα και βουβοί σαν σφουγγάρια ξερά. Κάποιος τις άφηνε να κυλήσουν και την άλλη μέρα κουβαλούσαμε την ίδια πέτρα.
«Αυτό δεν είναι ζωή» είπε μια μέρα ο πιο γέρος. Ευτυχώς τον πετάξαμε γρήγορα έξω στην σιωπή να σαπίσει. Αλλά το ξέραμε ότι είχε δίκαιο.
Οι νεκροί άρχισαν πλέον να μας ενοχλούν. Κατέβαιναν και κοιμόνταν στα κρεβάτια μας. Κρύβονταν ανάμεσα στα παπούτσια μας και μας χαμογελούσαν ξεδιάντροπα σαν μην τους ένοιαζε πλέον για το πόσο είναι πεθαμένοι.
Τα απογεύματα βαδίζαμε δίπλα σε μια θάλασσα από λάσπη γεμάτη από πτώματα ψαριών. Περπατούσαμε σιωπηλοί με μάτια ανοιχτά από τρόμο.
Αφού κοιτάζαμε τόσο καιρό το χάος, τώρα και αυτό μας κοίταζε τόσο γλυκά, σαν νοσταλγία.
Γράφει ο Νίκος Βαραλής
Φωτό: Ελένη Παπαθανασίου