Λογοτεχνία και Τεχνητή Νοημοσύνη

3 Αυγούστου 2024. Από τα ΚΤΕΛ Αγίου Νικολάου Λασιθίου παίρνω το λεωφορείο για Ηράκλειο κι από ‘κει για Ρέθυμνο. Φτάνοντας στα ΚΤΕΛ Ρεθύμνου, επιβιβάζομαι στο αυτοκίνητο μιας άγνωστης οδηγού, μέλος του Ομίλου Φίλων Ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, και ξεκινάμε τη διαδρομή με τελικό προορισμό τα Ρούστικα Ρεθύμνης, ένα ορεινό χωριό της Κρήτης, 21 χιλιόμετρα μακριά από την πόλη σε υψόμετρο 290 μέτρα, όπου πραγματοποιήθηκε η εκδήλωση «Σε τι βοηθά λοιπόν η ποίηση; Οι τέχνες, οι ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης»[1] με θέμα την εφαρμογή της τεχνητής νοημοσύνης στην καλλιτεχνική δημιουργία, ιδιαίτερα στη μουσική και στην ποίηση.

Πλέον ως χρήστες του διαδικτύου μπορούμε πληκτρολογώντας να ζητήσουμε από το ChatGPT να γράψει ποιήματα με συγκεκριμένη θεματολογία ή ακόμα και μιμούμενο το χαρακτηριστικό ύφος ενός λογοτέχνη. Το ChatGPT είναι μια εφαρμογή τεχνητής νοημοσύνης που αλληλεπιδρά μέσω γραπτών ερωτήσεων και απαντήσεων, μάλιστα εμπεριστατωμένων και λεπτομερών. Ανήκει στα μοντέλα της OpenAI και έχει υποβληθεί σε τεχνικές μάθησης, κάτι που το κάνει να διορθώνει τυχόν λάθη, των χρηστών στη διατύπωση του αιτήματος ή δικά του, και να βελτιώνεται.

Όταν είδα την ανακοίνωση της εκδήλωσης, έσπευσα να βρω μεταφορικό μέσο, να διασχίσω 150 χιλιόμετρα, να μεταφερθώ στα Ρούστικα του Ρεθύμνου και να την παρακολουθήσω. Δεν ήταν μόνο η αποχή μου από τα πνευματικά δρώμενα εν γένει ζώντας μέχρι πρόσφατα στην άγονη γραμμή που ενδυνάμωνε τη λαχτάρα μου για γνώση και συγχρωτισμό με άτομα με κοινά ενδιαφέροντα και κοινό κώδικα επικοινωνίας, αλλά επίσης γιατί ένιωσα ότι με ενδιαφέρει να γνωρίζω αν το λογοτεχνικό κείμενο που διαβάζω ανήκει σε άνθρωπο ή σε ρομπότ, στην τεχνητή νοημοσύνη. Ας εκθέσω τις σκέψεις μου γύρω από αυτό το θέμα.

Άνθρωπος-ποιητής VS ρομπότ-ποιητής: πώς γράφουνε λογοτεχνία;

Αρχικά, πώς παράγει το ChatGPT ποιήματα; To ChatGPT βασίζεται στη μηχανική μάθηση. Ένας αλγόριθμος δημιουργεί ένα μοντέλο με τη δυνατότητα να ταξινομεί με βάση συγκεκριμένα κριτήρια με χρήση δεδομένων. Με πρότυπο διαγράμματα των νευρώνων του εγκεφάλου των θηλαστικών κατασκευάστηκαν υπολογιστικά νευρωνικά δίκτυα, στα οποία εισάγονται δεδομένα, γίνονται αντικείμενο μάθησης και επεξεργασίας και εξάγουν ένα αποτέλεσμα. Η εκπαίδευση του υλοποιείται με την είσοδο δεδομένων, με χιλιάδες εικόνες και προκύπτει ένα αποτέλεσμα από αυτό. Είναι ένα στατιστικό μοντέλο αναγνώρισης της εικόνας, χωρίς, ωστόσο, να καταλαβαίνει ότι το αναγνωρίζει. Το ChatGPT είναι ένα μεγάλο γλωσσικό μοντέλο κατασκευασμένο ώστε να καθίσταται ικανό να προβλέπει τη λέξη.

Το γεγονός ότι το ChatGPT τροφοδοτείται με πληθώρα δεδομένων (κωδικοποιημένα στοιχεία τα οποία ο υπολογιστής δέχεται, αποθηκεύει, επεξεργάζεται, τα επιλέγει με διάφορους τρόπους και τέλος τα παρουσιάζει), εν προκειμένω λογοτεχνικών πονημάτων, και μέσα από αυτά, συνδέοντάς τα, δημιουργεί και εμφανίζει ένα νέο λογοτεχνικό έργο, έμμετρο ή πεζό, δεν είναι απορριπτέο. Δεν είναι τόσο ενοχλητική ή απογοητευτική η απουσία πρωτότυπης λογοτεχνικής σκέψης, μιας καλλιτεχνικής σκέψης που καινοτομεί, που διαφέρει.

Τα ποιήματα που κατασκεύασε το ChatGPT αναδύονται από δεδομένα, δοσμένα ποιήματα, που του έχουν καταχωρηθεί, από ορισμένα πρότυπα και παραπέμπουν σε ποιήματα που έχουν προηγηθεί και κατά κάποιον τρόπο τα «προσομοιώνει», τα «μιμείται». Αυτό υπονομεύει τη ρομαντική έννοια του λογοτέχνη ως ιδιοφυΐα, «“ένα ταλέντο που δεν δέχεται κανόνες, είναι μια εγγενής ικανότητα που δεν είναι δυνατόν να την αποκτήσει κανείς μαθαίνοντας κανόνες’’. Στις επεξηγήσεις που ακολουθούν ο Kant διευκρινίζει ότι η ιδιοφυΐα είναι κάτι τελείως αντίθετο από το μιμητικό πνεύμα. Αφού η εκμάθηση και υιοθέτηση κανόνων δεν είναι τίποτα άλλο από μίμηση προτύπων, αυτός που απλώς είναι εκπαιδευμένος να ακολουθεί τους κανόνες δεν μπορεί να θεωρηθεί ιδιοφυΐα.

Ιδιοφυής είναι ως εκ τούτου αυτός που σκέφτεται και συγγράφει με τρόπο πρωτότυπο και δεν μιμείται απλώς αυτά που άλλοι έχουν σκεφτεί, αντιθέτως επινοεί νέα. Και αυτό – μεταξύ άλλων – είναι που οδηγεί τον Kant να θεωρήσει τη ρητορική, που είναι αντικείμενο εκμάθησης, ασύμβατη προς τη λογοτεχνία. Ο Kant με τη θεωρία του περί ιδιοφυΐας, την απαξίωση της μίμησης και της ρητορικής προαναγγέλλει λίγο ως πολύ τα επιχειρήματα του Ρομαντισμού».

Η εν λόγω, όμως, έννοια της λογοτεχνικής ιδιοφυΐας ούτως ή άλλως έχει ανατραπεί από τη θεωρία της λογοτεχνίας. Η λογοτεχνική «αναπαραγωγή», αναδιατύπωση, επανάληψη είναι παρατηρήσιμη, αναγνωρίσιμη και θεμιτή ανάμεσα στους ανθρώπους-λογοτέχνες, όχι μόνο στους ρομπότ-ποιητές. Η μίμηση στη λογοτεχνία των ανθρώπων αποτυπώνει τη μορφή της σχέσης ενός λογοτεχνικού έργου με ένα άλλο, το οποίο μάλιστα αποτελούσε το πρότυπό του.

Ένας συγγραφέας ενδεχομένως ορισμένες φορές να μιμείται καθιερωμένα πρότυπα ενός συγκεκριμένου λογοτεχνικού είδους. Αποτελεί συγγραφική τακτική η μίμηση των κανονιστικών μορφών και σε αυτό αντιπαραβάλλεται η «ιδιοφυΐα». Η μίμηση δεν αφορά αποκλειστικά τη μορφή (λεξιλόγιο, δομή), αλλά και το πνεύμα, το ύφος του προτύπου. Η μίμηση, ωστόσο, (πρέπει να) αποτελεί ένα μόνο μέρος της συγγραφής, καθώς ο αναγνώστης αναγνωρίζει την αξία ενός λογοτεχνικού έργου με το κριτήριο συνάμα του ποιητικού ταλέντου. Η μίμηση, επιπλέον, αποδίδεται σε ένα λογοτεχνικό κείμενο που αντιγράφει ένα προγενέστερό του εσκεμμένα, προσαρμόζει αρκετά σημεία του προηγούμενου και συνήθως έχει σατυρική πρόθεση. Υιοθετεί, δηλαδή, το θέμα, το ύφος και το επεξεργάζεται με δημιουργικό τρόπο.

Στο άρθρο «Εκτός δομής (για τη διακειμενικότητα)»[3] γίνεται λόγος για το πώς οι άνθρωποι-συγγραφείς επιλέγουν λέξεις, πλοκές, γενικά χαρακτηριστικά, χαρακτήρες, εικόνες, τρόπους αφήγησης, φράσεις κ.α. από προγενέστερα λογοτεχνικά κείμενα. Εν πρώτοις, ο Mikhail Bakhtin τοποθέτησε τη γλώσσα μέσα σε συγκεκριμένες κοινωνικές καταστάσεις. Η έκφραση είναι (ανα)παράσταση, μια συνειδητοποίηση του εδώ και τώρα, μια ιστορική στιγμή, επικαιρότητα.

Η γλώσσα, παράλληλα, είναι μια αδιάκοπη ροή του γίγνεσθαι. Υποστηρίζει ότι η γλώσσα μέσα στην κοινωνική διάσταση αντικατοπτρίζει και μεταβάλλει τα κοινωνικά, θεσμικά, εθνικά και άλλων ομάδων συμφέροντα. Εφόσον υπάρχει το μοντέλο πομπός- δέκτης, δηλαδή απεύθυνση, το νόημα της έκφρασης εκπορεύεται από ήδη καθιερωμένους τρόπους νοήματος. Η γλώσσα απαντάει σε προηγούμενες εκφράσεις και προϋπάρχοντες τρόπους νοήματος και αξιολόγησης. Δεν είναι, με άλλα λόγια, μνημειώδης. Αντίθετα, η διαλογικότητα είναι το δομικό στοιχείο της γλώσσας. Η σκέψη βρίσκει τη λέξη ήδη πολιτογραφημένη. Αυτή η ικανότητα της γλώσσας να συμπεριλαμβάνει εντός της πολλές φωνές την ορίζει ως ετερογλωσσία.

Επιπλέον, η Julia Kristeva υποστηρίζει ότι το κείμενο είναι κατασκευασμένο από έναν ήδη (προ)υπάρχον διάλογο. Πάνω στο κείμενο λαμβάνει χώρα μια διακίνηση άλλων κειμένων, πραγματώνεται η διακειμενικότητα. Τα κείμενα διασχίζουν το ένα το άλλο και αλληλοεξουδετερώνονται.

Ταυτόχρονα διακρίνει την κατασκευή τους η σύνθεση πολιτισμικών κειμένων. Το κείμενο είναι πρακτική και παραγωγή, καθώς διαμορφώνεται από αποσπάσματα του κοινωνικού κειμένου, ενσωματώνει τη διαλογική αντιπαράθεση της κοινωνίας πάνω από το νόημα των λέξεων, λέξεις που διατηρούν το ανοίκειο μέσα στο ίδιο αυτό κείμενο. Το νόημα βρισκόμενο εντός τόσο του γραπτού κειμένου όσο και του ιστορικού και κοινωνικού κειμένου μπαινοβγαίνει μέσα στο κείμενο.

Η μορφή του κειμένου προκύπτει μέσα από δύο διαδικασίες: την οικειοποίηση και την ανακατασκευή. Αξιοποιώντας τα εργαλεία της λακανικής ψυχανάλυσης αιτιολογεί τη διαπλοκή των επιφανειών των κειμένων με τη διολίσθηση αυτή ανάμεσα στα σημαίνοντα του διασπασμένου υποκειμένου. Το κείμενο αποκτά έτσι δύο επίπεδα, το φαινομενικό και το γενετικό. Το πρώτο διακρίνεται για μια δομή που μπορεί να οριστεί και χρησιμοποιεί τη γλώσσα της επικοινωνίας, ενώ το δεύτερο διαρρηγνύει αυτήν την κατασκευή, επενδύοντας το με το ρυθμό, τη μελωδία, την επανάληψη, την αφηγηματική οικονομία.

Συν τοις άλλοις, συγγενική είναι η άποψη του Rolan Barthes ότι τα κείμενα παράγουν το νόημα τους περισσότερο σε σχέση με το λογοτεχνικό και πολιτισμικό σύστημα, παρά με την πραγματικότητα του φυσικού κόσμου. Το λογοτεχνικό έργο είναι ένα σύνολο δυνητικών συσχετισμών, καταγράφει τη σχετικότητα της θέσης των σημείων και άλλων κειμένων μέσα σε συστήματα νοήματος. Υποστηρίζει ότι ο αναγνώστης είναι αβέβαιος για το ποιος μιλάει σε ένα κείμενο και τι είδους γλώσσα χρησιμοποιεί. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται το discourse, ο διάλογος, η συζήτηση. Η ιδέα, με άλλα λόγια, ότι στην κοινωνία κάθε εποχής υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι ομιλία ή γραφής.

Το κείμενο αναδεικνύεται σε ένα πολυδιάστατο χώρο εντός του οποίου διάφορες γραφές μπορούν μόνο να μιμηθούν έναν τρόπο απλώς προηγούμενο, ποτέ αυθεντικό. Η δύναμή του περιορίζεται στο να αναμειγνύει γραφές. Κατά κάποιον τρόπο «μεταφράζει» ένα λεξικό. Με τη σειρά του δε, ο συγγραφέας συνιστά πλέον έναν συμπιλητή ή διασκευαστή προηγούμενων πιθανοτήτων μέσα στο γλωσσικό σύστημα. Ο Barthes με αυτόν τον ορισμό σκοτώνει το συγγραφέα. Αν τα πάντα έχουν γραφτεί και αναγνωσθεί, δεν υπάρχουν αυθεντικές σκέψεις. Και με αυτήν την προκείμενη δεν υπάρχει τίποτα πριν την κειμενοποίηση ή ορθότερα την εγγραφή.

Το ίδιο το διακείμενο καταλήγει να είναι πλέον ένα σημαίνον. Το βιβλίο είναι το έργο, το τελευταίο στάδιο του σκοπού. Είναι αυτός ο χώρος που επιδέχεται νοηματοδότησης και ερμηνείας. Το κείμενο είναι το παιχνίδι του σημαίνοντος μέσα στο έργο, ένα μεθοδολογικό πεδίο και ριζοσπαστικά πλουραλιστικό. Ο Βarthes κατατάσσει τα κείμενα σε δύο κατηγορίες: τα αναγνώσιμα και τα εγγράψιμα. Tα εγγράψιμα κείμενα υπάρχουν λόγω της σκιάς τους, δηλαδή των άλλων κειμένων που συγκροτούν το διακείμενο.

Επιπροσθέτως, ο Gerard Genette προσφέρει ένα οπτικό εργαλείο από το δομισμό για τη θέαση αυτού του φαινομένου, το τρισδιάστατο κείμενο. Αρχικά, κατασκευάζει την έννοια του αρχικειμένου ή του πρωτογενούς κειμένου, δηλαδή αμετάβλητα θεμέλια που στηρίζουν ολόκληρο το λογοτεχνικό σύστημα και είναι αδύνατο να οριστούν με ακρίβεια και είναι πανταχού παρόντα. Έτσι, ο Genette κατασκεύασε το παλίμψηστο. Η πρωτογενής κειμενικότητα είναι ένα ολόκληρο σύνολο από γενικές κατηγορίες τύπων λόγων, τρόποι διατύπωσης, λογοτεχνικά είδη, από τις οποίες αναδύεται κάθε μεμονωμένο κείμενο. Εκεί βασίζονται και οι προσδοκίες του αναγνώστη για το έργο.

Τέλος, ο Harold Bloom επινοεί τον όρο «αγωνία της επίδρασης», μια αγωνία όχι εξαιτίας του ομότεχνου «πατέρα», αλλά προκύπτουσα από και μέσα σε ένα ποίημα, μυθιστόρημα ή δραματικό κείμενο. Κάθε δυνατό λογοτεχνικό έργο διαβάζει λάθος και παρερμηνεύει ένα προηγούμενο κείμενο ή κείμενα. Η επίδραση για τον Harold Bloom είναι ένα σχήμα που καθορίζει την ποιητική παράδοση και ένα πλέγμα φυσικών, ιστορικών και φανταστικών σχέσεων.

Η επίδραση περιγράφει τις σχέσεις ανάμεσα στα κείμενα, είναι ένα διακειμενικό φαινόμενο. Για να επιτευχθεί η αυθεντικότητα -αν και δύσκολο- πρέπει να σηκωθεί το βάρος της επίδρασης μέσα στα πλαίσια της ευρωπαϊκής λογοτεχνικής παράδοσης. Παράδοση είναι η κληροδότηση ή η διαδικασία της ευγενούς μεταφοράς και παράλληλα μια σύγκρουση ανάμεσα στις ιδιοφυίες του παρελθόντος και στις εμπνεύσεις του παρόντος και μέσα από αυτή τη σύγκρουση εξαρτάται αν θα περάσει στον κανόνα. Ποιήματα, μυθιστορήματα και δραματουργικά έργα αποκτούν υπόσταση, υπάρχουν ως απαντήσεις σε προηγούμενα, απαντήσεις που εξαρτώνται από τις πράξεις της ανάγνωσης -δηλαδή τα νέα έργα- και της ερμηνείας από τους επόμενους συγγραφείς.

Μια νέα μεταφορά ή ένα ευρηματικό σχήμα λόγου έχει την προέλευσή του σε μια προηγούμενη μεταφορά και αυτή η προέλευση εξαρτάται τουλάχιστον εν μέρει από μια απόρριψη μιας άλλης μεταφοράς. Το βάθος της εσωτερίκευσης στον συγγραφέα απωθεί ολόκληρο το βάρος της παραγωγής του παρελθόντος, για να μην διαλυθεί κάθε πρωτοτυπία, πριν γίνει μανιφέστο. Κάθε σπουδαίο γράψιμο είναι πάντα αντιγραφή ή αναθεώρηση και θεμελιώνεται πάνω σε μια ανάγνωση που τακτοποιεί το χώρο γύρω από τον εαυτό. Το αίτημα της πρωτοτυπίας ακυρώνεται, ο εφευρέτης ξέρει απλά πώς να δανειστεί. Η λογοτεχνία είναι μια επιθυμία να διαφοροποιηθούμε από τις μεταφορές και τις αναπαραστάσεις των έργων που παραλαμβάνουμε.

Εκτός από το CHATGPT, υπάρχει και το ρομπότ-καλλιτέχνης Ai-Da, η οποία πριν 3 χρόνια έγραψε ένα ποίημα για να τιμήσει τον Ιταλό ποιητή Δάντη που έγραψε τη Θεία Κωμωδία και έζησε τον 13ο-14ο αιώνα[4]. Το ανθρωποειδές Ai-Da «διάβασε» τη Θεία Κωμωδία, «μελέτησε» τα μοτίβα διατύπωσης του έπους με τη βοήθεια αλγορίθμων και παρήγαγε το δικό της ποίημα μιμούμενη το λεξιλόγιο, τη δομή, το περιεχόμενο και το ύφος.

Κάτι παρεμφερές δεν συμβαίνει, όμως, και στην λογοτεχνία των ανθρώπων; Αν ένας άνθρωπος-πεζογράφος διαβάζει επί μία μακρά χρονική περίοδο αποκλειστικά και συνολικά την εργογραφία του Φραντς Κάφκα, αν μελετήσει τα χαρακτηριστικά στοιχεία, το ύφος και τις θεματικές του και τα αφομοιώσει εύστοχα, αν αναπαράγει στα δικά του λογοτεχνικά κείμενα την αίσθηση του παράλογου, της αδιέξοδης γραφειοκρατίας, της αποξένωσης, της αβεβαιότητας και της σύγχυσης, της υποχώρησης του κανονικού και του λογικού, της παραμορφωμένης πραγματικότητας, παγιδευμένους ήρωες σε ακατανόητα, ανεξήγητα συστήματα κ.α. πολύ πιθανόν να παραγάγει ένα διήγημα ή μυθιστόρημα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «καφκικό». Ή αν επιδείξει τέτοια δεξιοτεχνία ενδεχομένως να αναγνωριζόταν ψευδώς βέβαια ως ένα ανέκδοτο έργο του ίδιου του Φραντς Κάφκα.

Σε αυτό το σημείο, μπορούμε να προσθέσουμε ένα σχετικό ποίημα του Κώστα Παπαπάνου. Δεν θα εστιάσω στο και δεν θα αναλύσω αν εννοεί ότι ο άνθρωπος-ποιητής μετατρέπεται σε ρομπότ λόγω αφενός της τεχνικής φύσης της λογοτεχνικής δημιουργίας ή αφετέρου του δημιουργικού αυτοματισμού που αποκτά ο άνθρωπος-ποιητής χάρη στην τριβή με την τέχνη του, ούτε αν όντως κάνει λόγο για τα ρομπότ-ποιητές, ούτε αν επιστρατεύει το σχήμα της ειρωνείας, αλλά θα εστιάσω στην αναλογία που υπαινίσσεται στη δεύτερη στροφή ανάμεσα στη βάση δεδομένων και σε έναν χώρο καταγραφών καθολικό για το ανθρώπινο είδος, να τολμήσω να πω το συλλογικό ασυνείδητο;

Με οίστρο ακάματο

βγάζει το μεροκάματο

το ρομπότ ποιητής.

Από το μεταλλικό του στήθος

βγάζει λέξεις σε κάθε ύφος,

πρόζα, στίχοι, κουτουρού,

από έπη ως χαϊκού.

 

Έχει βάση δεδομένων

το ανθρώπινο το γένος

και μπορεί να καταλάβει

της ψυχής σου το μαράζι.

Μια βάση δεδομένων (database) είναι οργανωμένη συλλογή πληροφοριών που αποθηκεύονται δομημένα με τρόπο που επιτρέπει την εύκολη πρόσβαση, διαχείριση, και ενημέρωση και αποτελεί το κεντρικό στοιχείο στα συστήματα πληροφορικής. Συντηρείται με DBMS, δηλαδή συστήματα διαχείρισης δεδομένων, που επιτρέπουν στους χρήστες να εισάγουν, να ενημερώνουν, να αναζητούν και να διαγράφουν δεδομένα. Τα δεδομένα αποθηκεύονται στη μνήμη RAM.

Θα μπορούσαμε άραγε να ισχυριστούμε πως περίπου παρόμοιο με μια database μοιάζει να είναι το συλλογικό ασυνείδητο από το οποίο αντλούν έμπνευση και θέματα οι άνθρωποι-ποιητές; Το συλλογικό ασυνείδητο, σύμφωνα με τον Carl Gustav Jung, τον Ελβετό ψυχολόγο, όπως το ορίζει στο βιβλίο του The Archetypes and the collective unconscious είναι μια ανοίκεια τοποθεσία όπου εντοπίζεται η άγνωστη φυσική ζωή του απώτερου παρελθόντος, μια καθολική δεξαμενή αρχέγονων εικόνων και συμβόλων, μια καταγραφή, αποθήκευση και μνήμη αρχαίων εμπειριών, μια βάση συμβολικών παραγώγων, ο νους των άγνωστων προγόνων μας, ο τρόπος σκέψης, αίσθησης και βίωσης του κόσμου. Αποτελεί, έτσι, το βαθύτερο υπόστρωμα του ασυνείδητου πάνω στο οποίο βρίσκεται το προσωπικό ασυνείδητο.

Είναι ένα φυλογενετικό υπόστρωμα διαμορφωμένο μέσα από την εξελικτική βιολογική ιστορία του ανθρώπινου οργανισμού. Αυτή η περιοχή της ψυχής δεν οφείλει την ύπαρξή της στην εξατομικευμένη εμπειρία, δεν είναι προσωπική κατάκτηση, δεν είναι επίκτητη. Τα περιεχόμενα του συλλογικού ασυνείδητου δεν αποκτήθηκαν ατομικά, αλλά είναι έμφυτα, εγγενή, μεταβιβάστηκαν και καταχωρήθηκαν εντός μας μέσω κληρονομικότητας.

Αυτό το περιεχόμενο είναι φτιαγμένο από αρχέτυπα, δηλαδή προϋπάρχουσες, συγκεκριμένες μορφές, παρούσες αεί και πανταχού, ασυνείδητες εικόνες των ενστίκτων, δηλαδή a priori κινητήριων δυνάμεων στον άνθρωπο, απρόσωπων, διεσπαρμένων καθολικά και κληρονομημένων. Το συλλογικό ασυνείδητο είναι ένα δεύτερο ψυχικό σύστημα μιας παγκόσμιας και απρόσωπης φύσης, κοινή σε όλους τους ανθρώπους, τη μοιραζόμαστε. Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική θεωρία της τέχνης, ο άνθρωπος-ποιητής καταδύεται στο συλλογικό ασυνείδητο και προσπορίζεται υλικό, για να το υποβάλει κατόπιν σε αισθητική επεξεργασία. Κατά κάποιον τρόπο, λοιπόν, μετατρέψαμε το ανθρώπινο συλλογικό ασυνείδητο σε database για τους υπολογιστές και για την τεχνητή νοημοσύνη.

Η ταχύτητα και η διάρκεια της καλλιτεχνικής δημιουργίας

Το ChatGPT πολύ γρήγορα, με μια χρονική διαφορά δευτερολέπτων, oύτε καν ολίγων λεπτών, μετά το δαχτυλογραφημένο αίτημά μας μας παρουσιάζει το ποίημα που του ζητήσαμε. Τάχιστα, αστραπιαία, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.

Αυτό ίσως δεν διαφέρει και πολύ από την αυτόματη γραφή, μια τεχνική του ρεύματος του υπερρεαλισμού. Ο άνθρωπος-ποιητής καταγράφει αμέσως, χωρίς καθυστέρηση, χωρίς εξωτερικούς περιορισμούς τη δεδομένη στιγμή οτιδήποτε που του έρχεται πρώτα στο μυαλό: λέξεις, εικόνες, συνειρμούς, ιδέα που ακολουθεί μια άλλη όχι απαραίτητα λογικά κ.α. Η αυτόματη γραφή επιτυγχάνεται χωρίς συνειδητό έλεγχο.

Μπορεί να διαδραματιστεί ακόμα και υπό συνθήκη ύπνωσης ή επίδρασης ναρκωτικών ουσιών. Αποτελεί πάντως έναν πειραματισμό, που προσπαθεί να αποφύγει τη λογική, αν και η παρέμβασή της κατέληξε να είναι αναπόφευκτη.

Το αποτέλεσμα, το ποίημα που σου προσφέρει το ChatGPT-ποιητής είναι τελεσίδικο. Μόνο υπό την προϋπόθεση ότι ο χρήστης θα του ζητήσει να το διαφοροποιήσει, θα αλλάξει το λεξιλόγιο, το ύφος, τον τόνο, το μέτρο κ.λπ., τότε δηλαδή θα προχωρήσει σε ανακατασκευή. Το ChatGPT δεν επανέρχεται αυτοπαρακινούμενο στο ποίημά του, για να το επαναδιαπραγματευτεί. Η σχέση του με το δημιούργημά του παύει ολοκληρωτικά, αποδεσμεύεται από αυτό πλήρως, το εγκαταλείπει, μόλις το δημιουργήσει ως ακαριαία απόκριση μάλιστα.

Ωστόσο, υπάρχει για τους ανθρώπους-ποιητές και ένας άλλος ρυθμός συγγραφικής δημιουργίας βραδύτερος και παλινδρομικός. Πρόκειται για το work in progress, το έργο εν προόδω, ένα έργο που βρίσκεται σε κατάσταση συνεχούς ανάπτυξης και δεν έχει αποπερατωθεί ακόμα, ακολουθεί μια πορεία, η οποία θα τελειώσει μόνο με τον θάνατο του λογοτέχνη. Τον όρο αυτό εισήγαγε ο συγγραφέας James Joyce αναφερόμενος στο έργο του Finnegans Wake και με αυτόν αντικατοπτρίζει την διαδικασία δημιουργίας του βιβλίου αυτού, που γράφτηκε στη διάρκεια μιας μακράς χρονικής περιόδου, σε 17 χρόνια, από 1923 ως το 1939, ένα έργο που δεν ολοκληρωνόταν, αλλά βρισκόταν εν εξελίξει και υποβλήθηκε σε συνεχείς αναθεωρήσεις και πολλές αλλαγές πριν την τελική μορφή και την έκδοσή του.

Επιπλέον, γνωρίζουμε ότι ο Κ.Π.Καβάφης ακόμα και αφού είχε δημοσιεύσει πλέον -με τον ιδιότυπο τρόπο έκδοσης που ακολουθούσε μακριά από τις παραδοσιακές εκδοτικές πρακτικές- τα ποιήματά του, επενέβαινε σε αυτά πάνω στο φύλλο και τα τροποποιούσε, αν και ήδη τα είχε εκδώσει, δηλαδή είχαν λάβει την οριστική τους μορφή.

Απέναντι σε αυτήν την ταχεία, ορμητικά γοργή παραγωγή ποιημάτων του ChatGPT-ποιητή, μπορούμε να αντιπαραβάλουμε το «σύνδρομο της λευκής σελίδας» του ανθρώπου-ποιητή, όπου αναστέλλεται η δημιουργική διαδικασία. Ο άνθρωπος-ποιητής «μπλοκάρει» και αντιμετωπίζει δυσκολία στο να αρχίσει ή να συνεχίσει τη συγγραφή.

Δεν είναι σε θέση να ξέρει πώς να ξεκινήσει, αναβάλλει τη γραφή, καθυστερεί να ολοκληρώσει, δεν βρίσκει νέες ή πειστικές ιδέες για να τις «δουλέψει», στερεύει η έμπνευση. H ύπαρξη, η αληθινή επίγνωση αυτών των «ατελειών» και «αδυναμιών» και οι τεχνικές υπέρβασής τους, η προσπάθεια δηλαδή, προσδίδει την ιδιότητα του «ανθρώπινου» στην ποίηση.

Αυτό δεν καταργεί το γεγονός ότι άνθρωποι-ποιητές έχουν αναφέρει πως έγραψαν ένα ποίημα μέσα σε μόλις μια νύχτα ή τους ήρθε η επιφοίτηση και έγραψαν ένα σονέτο -ή όποιο άλλο έμμετρο είδος- σε λίγα λεπτά ή πεζογράφοι με μια ξαφνική έμπνευση βρήκαν την αφηγηματική μέθοδο ή τη δομή του μυθιστορήματός τους.

Αυτός ο αιφνίδιος τρόπος ονομάζεται «aha! moment» ή «Eureka effect». Ωστόσο, η δημιουργική διαδικασία διασχίζει συγκεκριμένα στάδια. Αρχίζει με την προπαρασκευή, όπου συγκεντρώνονται οι βασικές πληροφορίες και επιστρατεύουν τις δεξιότητές τους, για να τις συνδέσουν και να τις διαχειριστούν. Συνεχίζει η περίοδος της επώασης, μια περίοδος χαλαρή, όπου ο ανθρώπινος εγκέφαλος εργάζεται εσωτερικά, αλλά όχι συνειδητά, για να βρει λύση στο καλλιτεχνικό ζήτημα.

Στη συνέχεια οδηγεί τελικά στην έμπνευση, στο «βίωμα του Εύρηκα» ή την «στιγμή Aha!», όταν ο άνθρωπος-καλλιτέχνης «βλέπει» αιφνίδια τη λύση. Ολοκληρώνεται με την παραγωγή, ένα χρονικό διάστημα, όπου οι ιδέες λαμβάνουν την τελική μορφή τους.

Αυτή η ξαφνική έμπνευση, η απότομη και απροσδόκητη σύλληψη και η άμεση αισθητική αποτύπωσή της στο χαρτί ή σε φύλλο word, χωρίς συνειδητή προσπάθεια τη στιγμή που συμβαίνει, έπεται βέβαια μιας εποχής κατά τη διάρκεια της οποίας ένα ποίημα -ή και ποιητική συλλογή- απασχολεί ριζικά τον άνθρωπο-ποιητή, επιχειρεί να διαλευκάνει ένα σύνολο ιδεών ασαφές και περίπλοκο, αφιερώνεται σε μια κοπιώδη έρευνα γύρω από το ποιητικό θέμα του, τον ταλανίζει, το επεξεργάζεται, το μελετάει, το επιμελείται, σπαταλάει πνευματική και ψυχική ενέργεια, αμφισβητεί, επιβεβαιώνει και ενσωματώνει ή απορρίπτει και αφαιρεί ιδέες, φράσεις, τεχνικές, σχήματα λόγου, ενότητες κ.α., συνεχίζει να φαντάζεται, να υποθέτει, να σχεδιάζει κ.α., αφήνοντας την προσωπική του πινελιά. Εν γνώσει του, ελέγχοντας το. Εν ολίγοις, προηγείται ένα μακρύ χρονικό διάστημα ενσυνείδητης προσπάθειας.

Η δημιουργική γραφή είναι μια μακρόχρονη διαδικασία, που υποστασιοποιείται σε γραπτές σημειώσεις πάνω σε χαρτιά και σημειωματάρια, σβησίματα, μουτζούρες, υπογραμμίσεις, σημάδια (αστερίσκοι κ.α.), αλλά και σε θεωρητικές σκέψεις, συλλογισμούς κ.λπ. Κατά τη διάρκεια των φοιτητικών μου χρόνων, η ακαδημαϊκός Αγγέλα Καστρινάκη, καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, προσέφερε σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής και Υφολογίας. Σε ένα από αυτά μας ανέφερε μια συνέντευξη που της παραχώρησε κάποτε ο ποιητής Τάκης Σινόπουλος ως φοιτήτρια. Σε ερώτηση της σχετική με την ποιητική γραφή εκείνος απάντησε ότι ο ποιητής πρέπει να «ιδρώνει» πάνω από το χαρτί.

 

Βαρβαρισμοί, σολοικισμοί, νεολογισμοί, γλωσσικοί πειραματισμοί

Στο άρθρο «Ζητήσαμε από ένα ρομπότ να μας γράψει ποιήματα»[7] του Γιάννη Νένε, ο αρθρογράφος ως χρήστης ζήτησε από το ChatGPT να γράψει ένα ποίημα με συγκεκριμένο θέμα, εκείνο αποκρίθηκε και μέσα στο ποίημά του συναντάμε τη φράση «αστεριστικό χώρο». Το επίθετο «αστεριστικός -ή -ό» δεν υπάρχει στην νέα ελληνική. Προσωπικά, δεν το αποδίδω σε «ποιητική αδεία», αλλά στο γεγονός ότι το ChatGPT ακόμα βρίσκεται σε διαδικασία μηχανικής μάθησης, δεν έχει τελειοποιηθεί μέσω της εκπαίδευσής του, δεν έχει βελτιωθεί ακόμα στον ύψιστο βαθμό, δεν έφτασε τη μέγιστη δυνατή ποιότητα. Ενδεχομένως, προσπάθησε να αποδώσει το αγγλικό επίθετο «starry» ή «stellar».

Αντίθετα, ο άνθρωπος-λογοτέχνης προβαίνει σε παραβιάσεις της τυπικής ορθογραφίας εσκεμμένα, κάνει ορθογραφικά «λάθη», τολμά γλωσσικά «σφάλματα» αποβλέποντας στο να αποδώσει ένα διπλό νόημα, για να διασκεδάσει ή να προβληματίσει τον αναγνώστη, μεταχειρίζεται τη γλώσσα με «παράνομο» τρόπο για να της προσδώσει μια επιπλέον διάσταση. Παραθέτω απομαγνητοφωνώντας ένα απόσπασμα από την παρουσίαση του βιβλίου[8] της Αλεξάνδρας Κ* Πώς φιλιούνται οι αχινοί όπου η συγγραφέας Αμάντα Μιχαλοπούλου αποθησαυρίζει αυτοσχέδιες λέξεις της ομοτέχνου της: «μου λύπεις», «δυσυπαρξία», «προσνταντεύομαι, περιψαύομαι, επαφύωμαι, αοιδεύομαι, περιφάλλομαι, αναγγίζομαι, ανακεφίζομαι, αγγελιάζομαι, αφή-νομαι». Κι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος-λογοτέχνης έχει συνείδηση ότι οι λέξεις είναι τα ουσιαστικά, εκ των ων ουκ άνευ υλικά της λογοτεχνίας, ωστόσο, συστατικά εύπλαστα τόσο που μπορείς να παίξεις με αυτά.

Ανθρώπινο βίωμα στην τεχνητή νοημοσύνη;

Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Καθημερινή[9] ο καθηγητής φιλοσοφίας Φίλιππος Καργόπουλος αναγνωρίζει τη στενή σύνδεση συνείδησης και νοημοσύνης, αλλά η πρώτη είναι κατά βάση «βιολογικό φαινόμενο, δηλαδή υποχρεωτικά ‘’ενσώματη’’ και ‘’ευαίσθητη στις περιστάσεις’’. Απαιτείται τρωτό και ευαίσθητο σώμα για να νιώσουμε πόνο, φόβο, ηδονή, χαρά και να βγάλουμε κίνηση, φωνή, κλάμα, ή γέλιο, πριν καν μάθουμε λέξεις για να περιγράψουμε τι τρέχει μέσα μας και τι αντιλαμβανόμαστε γύρω μας. Αλλά και αργότερα, μετά την έλευση της γλώσσας και την απαρχή του ανθρώπινου νου, συναίσθημα που δεν το νιώθεις στο σώμα σου είναι υποκρισία, ή αυταπάτη.

Αν η συνείδηση νοηθεί ως μηχανισμός παρακολούθησης και ελέγχου, ίσως να κατασκευαστεί κάποτε μηχανή που να παρακολουθεί τι συμβαίνει μέσα της και γύρω της και να αντιδρά ανάλογα (όπως ένα προηγμένο σύστημα συναγερμού, ή όπως τα αυτόματα στο Blade Runner), όμως θα μιμείται βίωμα (που δεν έχει) ακολουθώντας το νόημα, ενώ σε εμάς και σε μια πραγματική συνείδηση (ακόμη και ζωική) το βίωμα προηγείται του όποιου νοήματος. Αλλά ακόμη και τα νοήματα τα ίδια αποκτούν βιωματική βάση: έχουμε διαφορετική σωματική αντίδραση στο ψεύδος, στην αλήθεια, ή στην αβεβαιότητα, ενώ μια απόδειξη στα μαθηματικά, ή ένα ποίημα, μπορεί να φέρει δάκρυα στα μάτια μας».

Αν και υπάρχουν ρομπότ με ανθρώπινη εμφάνιση, δεν έχουν πραγματικό ανθρώπινο σώμα, ανθρώπινο οργανισμό με αισθητήρια όργανα, αίμα, καρδιά, μύες, οστά, δέρμα, ενδοκρινικό, αναπνευστικό, αναπαραγωγικό, πεπτικό σύστημα, σπλάχνα κ.α.

Η τεχνητή νοημοσύνη είναι ένα σύνολο αλγορίθμων και λογισμικού που εκτελείται σε υπολογιστές, σε tablet και σε smart phone. Μολονότι, η τεχνητή νοημοσύνη επεξεργάζεται δεδομένα, μαθαίνει από αυτά, προσομοιώνει και αναλύει ορισμένες ανθρώπινες συμπεριφορές με βάση προγραμματισμένους αλγόριθμους και μαθηματικά μοντέλα, δεν διαθέτει ανθρώπινο σώμα, ανθρώπινα κύτταρα, ανθρώπινες ορμόνες, ώστε να αισθανθεί, να νιώσει, να κατανοήσει, να βιώσει. Οι βιολογικές διαδικασίες, οι αισθήσεις, τα συναισθήματα και η κίνηση δεν αναπαράγονται πλήρως από μηχανές.

Η ανθρώπινη εμπειρία είναι εφικτή μονάχα μέσα από το ανθρώπινο σώμα και είναι πλούσια, πολύπλοκη, πολυεπίπεδη, πολυδιάστατη και βαθιά: αισθήσεις (όραση, ακοή, γεύση, αφή, όσφρηση), αισθήματα (π.χ. πόνος, κνησμός, ζέστη), συναισθήματα (π.χ. χαρά, αγάπη, λύπη, θυμός, ανακούφιση, ηρεμία, πλήξη), σκέψεις (π.χ. υποθέσεις, συνειρμοί, αιτιολογήσεις), συμπεριφορές, πνευματικές αναζητήσεις, αντιλήψεις, διαπροσωπικές επαφές (π.χ. έρωτας, αποχωρισμός, επανασύνδεση, γονείς-παιδιά), γεγονότα (π.χ. πόλεμος), καταστάσεις και δράσεις που βιώνει ένας άνθρωπος στη ζωή του. Είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης με τον εσωτερικό και τον εξωτερικό κόσμο: ανθρώπινες σχέσεις, κοινότητα, φυσικό περιβάλλον, πολιτισμός, κουλτούρα, κοινωνικές συνθήκες κ.α. Μέσα από τις εμπειρίες ο άνθρωπος-ποιητής αισθάνεται, αντιλαμβάνεται, κατανοεί και ερμηνεύει την πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να δρα ανάλογα -ή όχι- μέσα στον κόσμο και όλο αυτό το θεματοποιεί με στιλιστικά μέσα στα πλαίσια μιας φόρμας, μιας μορφής, μιας δομής στα ποιήματά του.

Ο άνθρωπος-ποιητής βιώνει υποκειμενικά με την προσωπική του αντίληψη τα εσωτερικά και εξωτερικά γεγονότα, δηλαδή συνδέεται με τον κόσμο, νιώθει, κατανοεί και νοηματοδοτεί μια συγκεκριμένη εμπειρία, καταλήγει να σημαίνει κάτι για αυτόν, αποκτά μια σημασία εξατομικευμένη. Η υποκειμενική του πραγματικότητα και η προσωπική του ταυτότητά διαμορφώνεται από τα βιώματα, το καθένα από αυτά είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο για τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά. Έπειτα, ο άνθρωπος-ποιητής μετουσιώνει αισθητικά σε ποιήματα την ανθρώπινη εμπειρία ή το ανθρώπινο βίωμα, επιμεριστικά ή ένα άθροισμα αυτών ή αφηρημένα.

Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα του Κ. Καρυωτάκη:

Δικά μου οι Στίχοι, απ’ το αίμα μου, παιδιά.

Μιλούνε, μα τα λόγια σαν κομμάτια

τα δίνω από την ίδια μου καρδιά,

σα δάκρυα τους τα δίνω από τα μάτια.

Πηγαίνουν με χαμόγελο πικρό,

αφού τη ζωήν ανιστορίζω τόσο.

Ήλιο και μέρα και ήλιο τους φορώ,

ζώνη ναν τα ’χουν όταν θα νυχτώσω.

Τον ουρανόν ορίζουνε, τη γη.

Όμως ρωτιούνται ακόμα σαν τί λείπει

και πλήττουνε και λιώνουν πάντα οι γιοι

μητέρα που γνωρίσανε τη Λύπη.

Αυτοαναφορικότητα στην ανθρώπινη λογοτεχνία. Στην Τεχνητή Νοημοσύνη;

Όπως καταθέτουν, εγγυώνται και διαβεβαιώνουν οι επιστήμονες που ασχολούνται με την τεχνητή νοημοσύνη, που εκπαιδεύουν μηχανές, οι υπάρχουσες μορφές τεχνητής νοημοσύνης δεν είναι αναστοχαστικές, με τον ίδιο τρόπο που γίνεται η ανθρώπινη συνείδηση.

Η τεχνητή νοημοσύνη δεν διαθέτει την ικανότητα να σκέφτεται, δεν αναγνωρίζει, δεν αναλύει τις δικές της συνδέσεις και διαδικασίες, αλλά μόνο επικεντρώνεται στην εκτέλεση συγκεκριμένων εργασιών, χρησιμοποιεί δεδομένα, για να προσαρμόσει τις αποκρίσεις της και να βελτιώσει τις διαδικασίες της μέσω εξωτερικής, ετεροκαθοριζόμενης μάθησης και περιορίζεται σε προδιαγεγραμμένες διαδικασίες σχεδιασμένες από ανθρώπους. Οι αλγόριθμοι δεν έχουν επίγνωση της δικής τους εσωτερικής λειτουργίας και των αποτελεσμάτων τους με την έννοια της αυτοσυνειδησίας. Ως συνέπεια, όταν το ChatGPT παράγει ποιήματα -ακόμα κι αν «γράφει» ποιήματα ποιητικής- από αυτό το ίδιο απουσιάζει η αυτοαναφορικότητα.

Αντίθετα, όμως, ένας άνθρωπος-λογοτέχνης είναι ικανός να συγγράψει ένα λογοτεχνικό κείμενο που θα θεματοποιεί την τάση του έργου να αναφέρεται στον ίδιο του τον «εαυτό», την υπόστασή του ως τέτοιο, δηλαδή φανταστικό, λογοτεχνικό κατασκεύασμα ή στη διαδικασία και τις τεχνικές της δημιουργίας του. Για παράδειγμα:

Τρία Κρυφά Ποιήματα, Γιώργος Σεφέρης

Εἶναι παιδιά πολλῶν ἀνθρώπων τα λόγια μας.
Σπέρνουνται γεννιοῦνται σάν τά βρέφη
ριζώνουν θρέφουνται μέ τό αἷμα.
Ὅπως τά πεῦκα
κρατοῦνε τή μορφή τοῦ ἀγέρα
ἐνῶ ὁ ἀγέρας ἔφυγε, δέν εἶναι ἐκεῖ
τό ἴδιο τά λόγια
φυλάγουν τή μορφή τοῦ ἀνθρώπου
κι ὁ ἄνθρωπος ἔφυγε, δέν εἶναι ἐκεῖ.

O άνθρωπος-ποιητής βλέπει από έξω, από ψηλά το λογοτεχνικό κείμενο ή γενικότερα τη λογοτεχνία, από ένα περισσότερο πραγματικό επίπεδο, την υπερβαίνει και αυτό συνιστά κατανόηση της διαδικασίας της συγγραφικής σκέψης, των τεχνικών του ποιητή και ικανότητα για αναστοχασμό του δημιουργού με σκοπό τη συνειδητή τροποποίησή τους. Η αυτοσυνείδητη και αυτοκριτική μορφή μυθοπλασίας αποδίδεται με τον όρο «ρομαντική ειρωνεία».

«Οι δομικές αρχές της ρομαντικής ειρωνείας μπορούν να συνοψισθούν ως εξής: α) επίγνωση των ορίων και των αντιφάσεων του έργου τέχνης, β) καταστροφή της καλλιτεχνικής ψευδαίσθησης και γ) συνεχής παρέκβαση ως έκφραση της ελευθερίας του συγγραφέα και δυνατότητα σύλληψης της ρευστής πραγματικότητας. Η άποψη του γερμανικού ρομαντισμού, ότι ένα έργο πρέπει να εμπεριέχει ειρωνική ένταση και συνείδηση της δυνατότητας πολλών, ίσως αντιθετικών οπτικών γωνιών, έγινε κοινός τόπος της λογοτεχνικής κριτικής από το 1930 […]».[10]

Μια άλλη περίπτωση που υπογραμμίζει τον αναγκαίο ρόλο της κατανόησης στη διαδικασία της μάθησης σε αντίθεση με το ChatGPT, της συνειδητής προσπάθειας στη λογοτεχνική γραφή είναι το «δεξί χέρι» του συγγραφέα. Το «δεξί χέρι» του συγγραφέα είναι ένας άλλος (συγ-)γραφέας, έμπιστος και στενός συνεργάτης του πρώτου, ο βοηθός του, που όταν ο «αυθεντικός» συγγραφέας έχει πολλές υποχρεώσεις, φορτωμένο πρόγραμμα ή παράλληλες συνεργασίες, το «δεξί χέρι» τον αντικαθιστά ως φυσική παρουσία στην καρέκλα και πάνω από το χαρτί ή την οθόνη του υπολογιστή ή του λαπτοπ και γράφει στη θέση του, αντί για εκείνον, αλλά όπως ακριβώς εκείνος. Συμπληρώνει αποσπάσματα σε βιβλίο που ήδη ξεκίνησε με βάση τη θεματολογία που του παραδίδει ο «αυθεντικός» συγγραφέας ή γράφει ενδεχομένως ολόκληρο βιβλίο.

Το «δεξί χέρι» έχει διαβάσει προσεκτικά όλα τα ως τώρα εκδομένα βιβλία του «αυθεντικού» συγγραφέα, έχει αποκωδικοποιήσει, έχει κατανοήσει, έχει αφομοιώσει, έχει εξοικειωθεί πλήρως με και έχει καταστήσει μόνιμο κτήμα του το ύφος του. Στη συνέχεια αναπαράγει κατά γράμμα, εν πρώτοις, τη σύνδεση των προτάσεων (παρατακτική ή υποτακτική, βραχυπερίοδος ή μακροσκελής λόγος, ασύνδετο ή πολυσύνδετο σχήμα, συνειρμική ή αυστηρή/συστηματική οργάνωση κ.α.), επίσης, το είδος του λεξιλογίου (λόγιο ή απλό, επίσημο ή προφορικό/καθημερινό, επιστημονικό ή όχι, παθητική ή ενεργητική σύνταξη, κυριολεκτική ή μεταφορική χρήση των λέξεων, ουδέτερες και απρόσωπες φράσεις ή ιδιωματικοί τύποι, ρηματικά πρόσωπα, λιτό λεξιλόγιο ή περίτεχνες, εξεζητημένες, σπάνιες λέξεις, εκφραστική ακρίβεια και ενάργεια ή πολυσημία, χρήση πολλών επιθέτων ή όχι κ.α.), τέλος τα σχήματα λόγου και τη διάθεση (σημεία στίξης ως σχόλιο, ειρωνεία, χιούμορ, ευθυμία, αυτοϋπονόμευση, στοχαστικότητα, λυρικότητα, υποβλητικότητα, επιθετικότητα κ.α.).

Το «δεξί χέρι» κατά την ανάγνωση των βιβλίων δεν μαθαίνει αυτόματα, αλλά με συγκεντρωμένη και ενεργητική σκέψη, κατανοεί ότι μαθαίνει, έχει επίγνωση της μαθησιακής διαδικασίας από την οποία διέρχεται και συνειδητοποιεί τι είναι αυτό που κάνει, διαφορετικά δεν θα μπορέσει να αναγνωρίσει τα στοιχεία και να αντιγράψει το ύφος. Με δεδομένα συγκεκριμένα κριτήρια, ταυτοποιεί τα υλικά ως προς την ποιότητα, καταγράφει τη συχνότητά τους, τα κατηγοριοποιεί, τα ταξινομεί, στη συνέχεια τα δανείζεται απαράλλαχτα, τα επαναλαμβάνει πιστά, διασφαλίζοντας τη συνοχή και τη διατήρηση του ύφους με όλα τα προηγούμενα βιβλία του «αυθεντικού» συγγραφέα.

Ήδη στην αρχή του άρθρου αυτού κάναμε λόγω για τη μίμηση, ένα λογοτεχνικό κείμενο αντιγράφει ένα προγενέστερό του εσκεμμένα, επεμβαίνει σε αρκετά σημεία του προηγούμενου και υιοθετεί αλλάζοντάς παράλληλα με χιουμοριστικό ή ειρωνικό τρόπο το θέμα, το ύφος κ.α. με σκοπό να το διακωμωδήσει. Το έργο, το οποίο προκύπτει, λέγεται παστίς. Στην εκδήλωση, για την οποία κάνω λόγο σε αυτό το άρθρο, η ακαδημαϊκός και πεζογράφος Αγγέλα Καστρινάκη ανέφερε ότι δοκίμασε την ικανότητα του ChatGPT να γράφει ποιήματα και όταν αυτό προσέφερε το ποίημά του ως απόκριση στο δικό της ψηφιακά γραμμένο αίτημα, εκείνη απάντησε με τη σειρά της γράφοντας «Εύγε!», όπως ομολόγησε, ειρωνευόμενη. Το ChatGPT, ωστόσο, δεν αναγνώρισε τη λεκτική ειρωνεία.

Ο πρώτος λόγος μπορεί να είναι ότι «Η τεχνητή νοηµοσύνη προσπαθεί πάντα να κλείνει ό,τι της έχεις ζητήσει να σου γράψει, από ποίηµα µέχρι πόνηµα, µε ένα ηθικό(τατο) δίδαγµα. […] Είναι προγραµµατισµένο από δισεκατοµµύρια παγκόσµιες σελίδες πολιτικής ορθότητας».[11] Η πολιτική ορθότητα καλλιεργεί την αποφυγή εκφράσεων που θεωρείται ότι προσβάλλουν ή μειώνουν απλούς συνανθρώπους ή μειονότητες, περιθωριοποιημένες ομάδες. Προωθεί ένα είδος συμμόρφωσης και αυτοελέγχου της σκέψης και της έκφρασης. Η ειρωνεία, ωστόσο, είναι εντός εισαγωγικών «βλάσφημη», αιρετική, ταυτόχρονα, όμως, είναι πυρηνικό στοιχείο της λογοτεχνικής γραφής, όπως, επίσης, οι αντιφάσεις, ο υπαινιγμός, η υπόνοια, ο προϊδεασμός, η προοικονομία, το αίνιγμα, το υπόρρητο κ.α. Ο δεύτερος λόγος μπορεί να είναι ότι η ειρωνεία είναι ανιχνεύσιμη όχι μόνο καθαυτή, αυτούσια, αλλά και από τα συμφραζόμενα, την κατανόηση του μορφασμού και του τόνου, όπως επίσης της πρόθεσης του ομιλητή, καθώς βασίζεται στην αντίθεση ανάμεσα στα λεγόμενα και τα εννοούμενα, αλλά σε αυτά δεν έχει πρόσβαση αντικειμενικά, εκ των πραγμάτων το ChatGPT.

Κλείνοντας…

Υπάρχουν άνθρωποι-καλλιτέχνες, οι οποίοι βιοπορίζονται πλήρως από τη λογοτεχνική γραφή (σενάριο, μυθιστόρημα, στιχουργία κ.α.) ή έστω συμπληρώνουν το εισόδημά τους. «[…] θα υποχωρήσουν οι οικονομικές δομές που επιτρέπουν στους ανθρώπους να βγάζουν τα προς το ζην δημιουργώντας κάτι που έχει νόημα για άλλους ανθρώπους –αφού η ΤΝ θα μπορεί να το κάνει αμέσως, φθηνότερα και πολύ καλύτερα. Και έτσι, σταδιακά, το να είσαι καλλιτέχνης ή συγγραφέας ή δημοσιογράφος ή συνθέτης ή παραγωγός και δημιουργός οποιουδήποτε πράγματος θα καταστεί μη βιώσιμο, γιατί η αγορά γι’ αυτά τα πράγματα θα έχει εξαφανιστεί.

Γιατί να πληρώσει κάποιος για να αγοράσει κάτι, όταν μπορεί με ένα κλικ να του το φτιάξει η ΤΝ;»[12] Έτσι, το 2023 οι σεναριογράφοι στο Hollywood κατέβηκαν σε απεργία θέτοντας επί τάπητος το ζήτημα της χρήσης του ChatGPT, καθώς ανησυχούν για το ότι η αυξανόμενη χρήση τεχνητής νοημοσύνης θα επηρεάσει το επάγγελμά τους στο κομμάτι των πνευματικών δικαιωμάτων, της ασφάλειας των θέσεων εργασίας και της αμοιβής (όταν η δουλειά τους συνδυάζεται ή τροποποιείται από την τεχνητή νοημοσύνη). Φοβόντουσαν ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα χρησιμοποιηθεί από τους επιχειρηματίες της κινηματογραφικής και θεατρικής βιομηχανίας για να παράγουν σενάρια ή έστω να αναλάβει μέρος της δουλειάς τους, μειώνοντας έτσι την ανάγκη για ανθρώπινη δημιουργικότητα και μειώνοντας τις ευκαιρίες για εργασία.

Το μέλλον θα δείξει… Για όλους τους τομείς της καλλιτεχνικής δημιουργίας…



Με την περιήγηση σε αυτόν τον ιστότοπο, συμφωνείτε με την πολιτική απορρήτου μας
Συμφωνώ
Μετάβαση στο περιεχόμενο