Ο χαμένος χρόνος
Δεν πάτησα αρκετά τα πλήκτρα του πόνου, μητέρα
δεν κατάλαβα ότι το άγριο κατοικεί στις σκέψεις μου.
Δεν πήρα την γραμμή που κυλούνε τα ήρεμα καράβια
στην νοσταλγία αυτή του χαμένου παραδείσου
Είμαι παραδομένος πια στη αρμονία των λέξεων
χωρίς ούτε μια συλλαβή να κατοικήσω
χωρίς ένα νόημα, ένα παράθυρο σκυφτό στον άνεμο
να μπουσουλάει στα ήρεμα βράδια μου.
Ξέρεις αυτό το σκοπό των σκοτωμένων σκυλιών;
τον ακούς στα χαμηλά βράχια που βλέπουν την ανατολή
τον μυρίζεσαι σαν θάνατο που έχει οσμή πορτοκαλιού
με φλούδες από λιμάνι και ασήμι.
Και ήθελα να κάνω τόσο μια μελωδία μητέρα
δεν ήξερα για τα’ αγριοκάτσικα του μαρασμού
για το χρόνο που ροκανίζει τις βλεφαρίδες
και το φάλτσο που τρώει τη ζωή
του μεγάλου μας ύπνου.
Κάθομαι τώρα στο ίδιο ακρογιάλι που με άφησες
και τίποτε δεν έχω αντίδωρο για να σου δώσω
βλέπω τη μελωδία να περνάει από μακριά
και χαϊδεύω εδώ αυτά τα παράξενα πλήκτρα
του φαγωμένου χρόνου, μου.
Έξω χαράζει.
Φωτό + κείμενο
Νίκος Βαραλής