Η «Σκανταλόπετρα» των Φέρ’ το Φόκο: ένας δίσκος-βουτιά στην ανθρώπινη ουσία

Με αφετηρία την Ιεράπετρα, οι Φέρ’ το Φόκο επιστρέφουν δυναμικά με τη νέα τους δισκογραφική δουλειά, «Σκανταλόπετρα», έναν δίσκο-κατάδυση στις πιο βαθιές μας αλήθειες. Το συγκρότημα που εδώ και μια δεκαετία επιμένει να δημιουργεί με συνέπεια και προσωπικότητα, επαναπροσδιορίζει τον ήχο του, μπολιάζοντας τον λυρισμό του με punk και post rock στοιχεία, χωρίς να χάνει την επαφή του με το νήμα της παράδοσης.
Μιλήσαμε με τον Νικόλα Ευαντινό, την «ψυχή» θα λέγαμε του σχήματος, για τον συμβολισμό της Σκανταλόπετρας, την αλήθεια πίσω από τους στίχους, την Κρήτη ως πεδίο δημιουργίας και το τι σημαίνει να είσαι «μπάντα» στην εποχή του ατομισμού και της φτήνιας. Με λόγο καθαρό και στοχαστικό, μας ξεναγεί στον κόσμο των Φόκο, όπου η μουσική δεν είναι προϊόν αλλά πράξη πίστης και πείσματος.
«Σκανταλόπετρα» — γιατί αυτός ο τίτλος; Τι συμβολίζει για εσάς και πώς συνδέεται με τη θεματική του άλμπουμ;
Κατ’ αρχάς ευχαριστούμε για τη φιλοξενία. Αυτός ο πανάρχαιος τρόπος κατάδυσης αποτέλεσε ένα σύμβολο να μιλήσουμε για όσα μας βυθίζουν αλλά και όσα μπορούν να μας βοηθήσουν ώστε να αναδυθούμε με μια άλλη, νέα συνείδηση. Έχει πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης.
Στο δελτίο τύπου αναφέρετε πως «η Σκανταλόπετρα θα μας κάνει ανθρώπους πάλι». Τι ακριβώς εννοείτε μ’ αυτό; Είναι ένα σχόλιο για την εποχή ή κάτι πιο προσωπικό;
Ξέρετε, για μας το προσωπικό δεν διακρίνεται από το κοινωνικό. Προσπαθούμε να διατηρήσουμε την κοινωνική μας φύση, όσο κι αν το δόγμα της εποχής είναι ο στυγνός ατομοκεντρισμός. Συνεπώς η σκανταλόπετρα αποτελεί το σύμβολο εκείνο για να μιλήσουμε για όσα μας τραβούν στον πυθμένα, απ’ όπου θα αναδυθούμε αναγεννημένοι, άνθρωποι που κατορθώνουν να δουν τον ήλιο με άλλα μάτια. Σκανταλόπετρα είναι όσα μας τραβάνε κάτω, και όσα μας κάνουν ανθρώπους πάλι. Άλλωστε το διακύβευμα της εποχής θεωρούμε πως είναι ακριβώς αυτό, να επινοήσουμε μια νέα «ανθρωπινότητα»
Ο νέος δίσκος έχει πιο σκληρό ήχο, με εμφανή post rock και punk στοιχεία. Τι οδήγησε αυτή τη στροφή; Ήταν μια οργανική εξέλιξη ή μια συνειδητή καλλιτεχνική απόφαση;
Ήταν μια φυσικότατη διαδικασία, αφού όλα τα μέλη της μπάντας έχουν ως σημείο αναφοράς τον σκληρό ήχο -με τις διαφοροποιήσεις τους βεβαίως. Πλέον οι Φόκο έχουν βρει το μουσικό τους στίγμα, λειτουργούν περισσότερο συλλογικά και δημιουργούν όπως νιώθουν, βάσει των όσων γούσταραν και γουστάρουν, ακούν και ψάχνουν. Πλέον νιώθουμε πως κολυμπάμε στα νερά μας.
Παρά τις μοντέρνες φόρμες, υπάρχουν έντονες αναφορές στην παράδοση, είτε σε λέξεις («Ντούρου», «Λέρι») είτε σε ατμόσφαιρες. Πώς παντρεύετε τον ηλεκτρισμό του σήμερα με τη ρίζα του χθες;
Αυτό που αποκαλείτε «ρίζα», είναι κάτι που έχει φοβερό ηλεκτρισμό. Θυμάμαι ακόμα την ανατριχίλα μου όταν άκουσα «τα δίστιχα του μάγκα» από την ηχογράφηση του Σπαχάνη και του Μανέτα. Από εκεί το Λέρι. Τί να πούμε για τον ηλεκτρισμό του Χαρίλαου Πιπεράκη και την απαράμιλλης αισθαντικότητας εκτέλεση του Ντούρου-Ντούρου; Με αυτά θέλω να πω πως η δύναμη και η αμεσότητα της παράδοσης από την οποία προερχόμαστε είναι τεράστιες. Αποτελούν έμπνευση και είναι πρόκληση τεράστια να παίρνει κάποιος στοιχεία από εκείνες τις δημιουργίες ως πρώτη ύλη, ως προσάναμμα για τις δικές του.
Μίλησέ μας για το «Φοκοτράγουδο». Είναι σαν ύμνος του σχήματος; Τι περιέχει αυτό το κομμάτι που το κάνει να ξεχωρίζει;
Ναι, είναι τουλάχιστον στιχουργικά, κάτι σαν το credo της μπάντας. Περιέχει τον παλμό και την εξωστρέφεια που θέλω να πιστεύω πως μας χαρακτηρίζει.
Έχετε διαλέξει να ηχογραφήσετε στην Ιεράπετρα, στον δικό σας χώρο. Τι σημαίνει για εσάς αυτή η επιλογή και πόσο επηρεάζει τη δημιουργία σας η κρητική γη και ατμόσφαιρα;
Αναπόφευκτα ο τόπος που μένεις και δουλεύεις είναι ο μικρόκοσμός σου, τον οποίο φέρεις ως συστατικό στοιχείο σου. Η Ιεράπετρα υπήρξε ο τόπος συνάντησής μας και ο τόπος που μένουμε. Θέλει δουλειά να αποτινάξεις όλες τις αντιξοότητες της επαρχίας και να καλλιεργήσεις τα θετικά της έννοιας «περιφέρεια». Μέχρι στιγμής το γεγονός ότι ηχογραφούμε, δημιουργούμε σε αυτόν τον τόπο είναι κάτι που δημιουργεί ένα αίσθημα απομόνωσης το οποίο πιστέψτε με, δεν σπάει εύκολα. Όσο για την Κρήτη, ως πολιτιστικό φορτίο, ναι μεν είναι τεράστιο, αλλά σεβαστό και κατανοητό από τη μειοψηφία. Καλύτερα βέβαια να μιλήσει για αυτό κάποιος καλλιτέχνης που ασχολείται με τα της παράδοσης περισσότερο, ή τέλος πάντων πιο ορθόδοξα από ότι εμείς.
Από το 2014 μέχρι σήμερα — τι έχει αλλάξει στους Φέρ’ το Φόκο, μουσικά αλλά και ως ανθρώπινη ομάδα;
Πολλά και τίποτα. Έχουμε περάσει από πολλά κύματα, άνθρωποι ήρθαν και αποχώρησαν, αλλά αυτό που πλέον είναι γεγονός αναμφισβήτητο είναι πως….συνεχίζουμε -και αυτό από μόνο του κάτι δείχνει, είναι κάτι σαν άθλος. Ο λόγος είναι πως στη σημερινή εποχή, χωρίς γνωριμίες και πατήματα, χωρίς έσοδα από τη μουσική μας, χωρίς δυνατότητες διαφήμισης υπάρχουν άνθρωποι από άσχετα μέρη της χώρας που μας στέλνουν μηνύματα για τη δουλειά μας, που μας ακολουθούν μετά από κάποιο live, που ρωτάνε για μας. Κι αυτό μας δίνει πίστη.
Αν η «Σκανταλόπετρα» ήταν μια κινηματογραφική ταινία, τι είδους φιλμ θα ήταν; Υπάρχει κάποια εικόνα ή συναίσθημα που τη συνοψίζει;
Νομίζω ότι θα ήταν κάποια ταινία του Jim Jarmousch…
Τι είναι αυτό που σας δίνει ακόμα την «φωτιά» να γράφετε, να δοκιμάζεστε, να μπαίνετε στο στούντιο;
Όλος αυτός ο ανορθολογισμός, η ασχήμια, τα αδιέξοδα, η ματαιότητα με την οποία καθημερινά αναμετρώνται οι άνθρωποι στον καθρέφτη τους. Όλα αυτά μας κάνουν να λέμε… «στ’ αλήθεια τί καλύτερο έχουμε να κάνουμε σε αυτό τον κόσμο από το να φτιάχνουμε τραγούδια;». Ούτε ναρκωτικά πίνουμε, ούτε τζόγο παίζουμε, ούτε οπαδοί της αυτοβελτίωσης είμαστε. Απλά αρνούμαστε με δημιουργικό τρόπο να ξεχάσουμε την αντισυμβατικότητα της εφηβείας μας. Θα έλεγα πως ωριμάζουμε επαναστατικά.
Κλείνοντας, τι ελπίζετε να κρατήσει ο ακροατής μετά την πρώτη ακρόαση αυτού του δίσκου;
Να του μείνει μια μελωδία ή ένας στίχος που θα τα σιγοψιθυρίζει καθώς πηγαίνει για δουλειά και κυρίως να νιώθει πως δεν τον κοροϊδέψαμε, ότι αυτό που άκουσε ήταν κάτι αληθινό.
Το μουσικό σχήμα Φέρ’ το Φόκο αποτελούν οι:
Νικόλας Ευαντινός: στίχοι, μουσική, τραγούδι, κιθάρα
Γιώργος Λαμπράκης: ηλεκτρική κιθάρα
Θοδωρής Σπανοδήμος: τύμπανα
Χρίστος Κριτσωταλάκης: ηλεκτρική κιθάρα
Γιώργος Τσαγκαράκης: ηλεκτρικό μπάσο
«Σκανταλόπετρα»
«Δράκος»