Αυτοί που πάνε με το παιδί τους θέατρο να δούνε Μπρεχτ
Τι είδους άνθρωποι φέρνουν το παιδί τους σ’ εκθέσεις σύγχρονης τέχνης, σκέφτομαι, όποτε μπαίνω σε κάποιο μεγάλο μουσείο με έργα πρόσφατης εσοδείας, όπου θα δει κανείς ωμή βία, ανθρώπινα όργανα και, αρκετά συχνά, κάποιο άβολο και ακατάλληλο για ανηλίκους video art. Για το θέατρο σκέφτομαι διαφορετικά: έχει τον τρόπο του να μιλάει για τη βία και να την φανερώνει. Τέτοιες σκέψεις έκανα καθισμένη τα Χριστούγεννα στο Εθνικό μπροστά από μία αγέλη ατίθασων εφήβων που η μαμά τους την είχε τραβήξει στο Μάνα Κουράγιο του Μπέρτολτ Μπρεχτ.
«Γνωστοί ηθοποιοί παίζουν;», «να γκουκλάρουμε λίγο αυτόν», «βαριέμαι, δυσφορώ, χάνομαι». Η μάνα έκανε κουράγιο ώσπου ν’ αρχίσει το έργο και δεν μιλούσε, τ’ άφηνε να γκρινιάζουν, όπως κάνουν όλες. Εν τω μεταξύ το έργο: 165 λεπτά. Κουράγιο όλοι. Τι ήθελε αυτή η μάνα, εκτός απ’ το να δει την παράσταση; Τι γυρεύουν όσοι κάνουν τον κόπο να ’ρθουν Χριστούγεννα στην Αθήνα και να «πάνε στα θέατρα» με το βλαστάρι τους;
Στην παράσταση στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου μπορούσε να δει κανείς μία αδίστακτη γυναίκα να κερδοσκοπεί από τον πόλεμο. Νέους άνδρες να αλέθονται στην πολεμική μηχανή. Παράλογους ιεροκήρυκες να κάνουν τη θυσία να μοιάζει λογική, τη ζωή πατσαβούρι. Κορίτσι να υψώνει ανάστημα στις σφαγές νηπίων. Με λίγα λόγια, μπορούσε ν’ ακούσει κανείς τα λόγια του Μπρεχτ και να αισθανθεί λιγάκι άνθρωπος, να ανακτήσει μια προοπτική. Δεν έχει κάποιο κρυφό νόημα ο παραλογισμός του πολέμου. Δεν υπάρχει κάποια εξήγηση. Κατασκευάζονται εξηγήσεις για να τις ταΐζουν στ’ αγόρια, μαζί με μπόλικο κρασί και μπότες προκειμένου να τους στείλουν στο σφαγείο. Τι μήνυμα!
Την επομένη, δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων, ξαναείδα Μπρεχτ. Μη νομίζετε πως είμαι καμία ειδική, απλώς κάνω καλές παρέες. Ετσι βρέθηκα, με μεγάλη καθυστέρηση, στο έργο Η Ανοδος Του Αρτούρο Ούι σε σκηνοθεσία Αρη Μπινιάρη, για την οποία μιλούσανε όλοι από καιρό. Δεν έβρισκες εύκολα εισιτήριο. Κάθισα σε κάτι σαν πεζούλι και προσπαθούσα να ελέγξω τη δυσφορία μου από το πλήθος πίνοντας γουλιές από το πλαστικό μπουκαλάκι. Δίπλα μου πάλι μία οικογένεια. Οι γονείς στις θέσεις χάλια ορατότητας και η κόρη προς τη μέση να βλέπει καλά.
Το έργο μιλάει για μία λυκοσυμμορία που ανέρχεται στην εξουσία. Ο Αρχηγός, ο Αρτούρο, πρώτα παίρνει με το μέρος του ένα υπερβολικά ενδοτικό κατεστημένο που του αφήνει χώρο, ύστερα πουλάει ασφάλεια και προστασία σε φοβισμένους ανθρωπίσκους. Τα υπόλοιπα τα ξέρετε. Μία δικαστής του υψώνει ανάστημα – όπως έγινε και στη χώρα μας με την εγκληματική οργάνωση Χρυσή Αυγή και τα παρακλάδια της που αλλάζουν όνομα και δέρμα σαν τα φίδια. Ανάστημα του υψώνει –με καθυστέρηση– και μία συντηρητική κυρία όταν παρακολουθεί μία εκτέλεση. Ολοι οι υπόλοιποι συμπαρατάσσονται.
Η παράσταση (με απίστευτα σκηνικά/κοστούμια από τον Πάρη Μέξη) δείχνει πόσο υπερθεαματικός είναι ο ναζισμός. Πόσο γοητευτικές είναι οι μπότες, οι αγριάδες, τα λόγια που δεν σημαίνουν τίποτα μα συγκινούν (αίμα, τιμή, πατρίδα, «μόνο Ελληνες/Δανοί/Γάλλοι»). Η διάταξη του θεάτρου, το σκηνικό, το καρτουνίστικο μακιγιάζ, όλα τα στοιχεία της εικονοποιίας είναι τέτοια που σε καλούν να σταθείς κριτικά απέναντι σ’ αυτό που συμβαίνει, ακόμη και μπροστά στη σαγήνη που σου προκαλεί.
Ο Αρτούρο μοιάζει πρώτα με πίθηκο και σκύλο κι αργότερα με τον Αδόλφο Χίτλερ. Δεν είναι κρυφές οι ιδέες του, τις φοράει σε περιβραχιόνιο. «Μισώ τη βία», λέει με το πιστόλι στο χέρι. «Είμαι καλό παιδί», υπόσχεται στους συντηρητικούς. «Γιατί δεν είστε φίλοι μου;» ρωτάει τους δημοσιογράφους. «Πυγμή, πειθαρχία» – διακηρύσσει, μέσα σε ανερμάτιστα λογύδρια. Χωράει δύσκολα στο κοστούμι, μοιάζει με κατηγορούμενο ή μπράβο, αλλά πρέπει να μάθει να παριστά τον ηγέτη.
Οι επιχειρηματίες-υποστηρικτές του τον λούζουν με δέσμες χαρτονομισμάτων. Ο απλός ανθρωπάκος, φοβισμένος, ψάχνει τον σωτήρα του. Τον βρίσκει στο πρόσωπο ενός εξίσου φοβισμένου και χαμένου τύπου, ενός καλά σκηνοθετημένου, μπογιατισμένου τσαρλατάνου με υπερθεαματικό βάδισμα. Μα καλά ο κόσμος δεν τον έπαιρνε χαμπάρι; Τόσο γοητευόταν από το θέαμα;
γράφει:Βίβιαν Στεργίου
πηγή:kathimerini.gr