Ανεβαίνω στο φτερό της Αλκυόνης, του Γ. Τσίγκρα

Μεσημέρι καλοκαιριού.
Γεμάτο τζιτζίκια. Αλμυρά μου τα χείλη.
Τρέχω μ’ ένα σακί στον ώμο -δεκάχρονος-
κι ευτυχής που τον Ζέρδιλα πρόλαβα στα ρολά.
(Στον δρόμο της επιστροφής
ανεβαίνω στο φτερό της αλκυόνης,
θαυμάζω τους ροφούς στα υπερθαλάσσια ψαράδικα).
Ξάφνου, το νιώθω, ο ώμος μου ελαφραίνει,
φταίνε τα κάγκελα του παλαιού Δημοτικού Θεάτρου.
Γυρίζω –
η διπλή ξεχωρίζει γραμμή στο χωμάτινο πεζοδρόμιο
(λευκές ράγες από ζάχαρη)
και το σακί να κυματιζει σα σημαία.
Ιδού το ανόμημά μου:
Έπρεπε να προσέχω τις αιχμές και τα δόρατα.
Από τότε φοβούμαι τα τρένα
με τους νεκρούς μηχανοδηγούς
Τα καλοκαίρια΄με τρομάζουν κι οι γλάροι.
Όμως τρελαίνομαι για τα γλυκά.
Πρέπει να μαζέψω όλη τη ζάχαρη
πριν ξανακούσω, εκεί ψηλά,
τη φωνή του πατέρα:
«Δεν πειράζει, εμείς να ’μαστε καλά».
Καλοσύνη που θύμιζε χαστούκι.
Γιάννης Τσίγκρας