Ντίνος Χριστιανόπουλος: «Σαββάτο βράδυ χωρίς δουλειά μπατιρημένο κορμί»
Σ’ έναν κόσμο που συχνά μοιάζει ψυχρός και αδιάφορος, ποιες μικρές επαναστάσεις μας έχουν απομείνει; Ένα Σαββατόβραδο και η σύνδεση με τους ανθρώπους.
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος εμβαθύνει αριστοτεχνικά σε αυτόν τον εύθραυστο χώρο, αναμειγνύοντας το αιχμηρό χιούμορ με τις πικρές αλήθειες. Κάθε λέξη μοιάζει να απηχεί ένα μεγαλύτερο, πιο οικουμενικό συναίσθημα. Οι στίχοι του, απογυμνωμένοι από περιττή επιτήδευση, μας προσκαλούν να αντιμετωπίσουμε τα δικά μας τρωτά σημεία, τη λαχτάρα μας για σύνδεση, το φόβο της εγκατάλειψης και τους τρόπους με τους οποίους προδίδουμε. Ωστόσο, παρά το σκοτάδι, υπάρχει ένας σπόρος που αρνείται να μείνει θαμμένος, μια φωνή που επιμένει να ακουστεί.
Το κορμί και το σαράκι
μπατιρημένο κουρείο
Σάββατο βράδυ
χωρίς δουλειά
μπατιρημένο κορμί
Σάββατο βράδυ
χωρίς έρωτα
το φιλί
ενώνει πιὸ πολύ
απ᾿ το κορμί
γι᾿ αυτό το αποφεύγουν
οι πιο πολλοί
το γατί μου
δε χορταίνει μόνο με χάδια
θέλει και φαΐ
το κορμί μου
δε χορταίνει μόνο με φαΐ
θέλει κα χάδια
απ᾿ όλα τα αφηρημένα ουσιαστικά
πειράζει να εξαιρέσουμε τη μοναξιά;
αφαίρεσε τη νύχτα απ᾿ τα μάτια σου –
πώς να παλέψω μόνος με τους δυό σας;
η νύχτα είναι παγερή
και μ᾿ έχεις στήσει
με γέλασες
με γέρασες
μην καταργείτε την υπογεγραμμένη
ιδίως κάτω απὸ το ωμέγα
είναι κρίμα να εκλείψει
η πιο μικρή ασέλγεια
του αλφαβήτου μας
κάθε φορά που νομίζω πως σ᾿ έχω στο χέρι
βλέπω πόσο ο έρωτας είναι αχειροποίητος
έλαιον θέλω και ου θυσίαν
κι εμείς που θυσιαστήκαμε;
κι εμείς που δε λαδώσαμε;
έχτισα τον παράδεισό μου
με τα υλικά της κόλασής σου
θυσίασα τον ύπνο μου κυρία
για να διαβάσω τα ποιήματά σας
κι εκείνα μ᾿ αποκοίμησαν
Θανάση γιατί έκοψες το άλφα απὸ μπροστά;
για ένα γράμμα χάνεις την αθανασία
τα πρόβατα απήργησαν
ζητούν καλύτερες συνθήκες σφαγής
«όταν πεθάνω, να με θάψτε στο χωριό» –
θέλουν να τιμήσουν με το πτώμα τους
την πατρίδα που αρνήθηκαν με το σώμα τους
ωραία ερμηνεύεις τα τραγούδια
ας δούμε πώς τα καταφέρνεις και στα παρατράγουδα
και τί δεν κάνατε για να με θάψετε
όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος
μια γυναίκα στο δρόμο
μαλώνει τὸ παιδάκι της
«δε θα πάμε στο σπίτι;
θα σε κρεμάσω ανάποδα»
γύρισα κι είδα τὸ μικρό:
ήτανε κιόλας κρεμασμένο
η νύχτα με οδήγησε σ᾿ αυτούς τους δρόμους;
ή αυτοί οι δρόμοι με οδήγησαν στη νύχτα;
για το πέτσινο σακάκι σου
που σε κάνει τόσο ωραίο
έχασε τη ζωή του ένα ζώο
και κοντεύω να τὴ χάσω κι εγώ.
πηγή:lavart-google-news