Και μια κάφτρα τσιγάρου του Γιάννη Τσίγκρα
Το απόβραδο περπατάς κάτω απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα
(το ’χουν αυτό τα καλοκαίρια) απ’ όπου ξεχύνεται το φως
σαν ιστορία που’ χεις ξανακούσει
κι οι νυχτερίδες σού ξεχτενίζουν τα μαλλιά. Θυμάσαι τον κούκλο
που ανεβοκατέβαζε το κεφάλι – ένα καλώδιο
χάνονταν στη βιτρίνα. Το μόνο αξιοθέατο της πόλης.
Αργότερα έμαθες ότι το νεοκλασικό,
που στέγαζε το εργαστήρι χρυσοχοΐας του Παλούκα, υπήρξε,
στο μεσοπόλεμο, τριώροφος οίκος ανοχής, με τα κορίτσια
τη μαντάμ και τον πιανίστα.
Περπατάς μπροστά από βιτρίνες με λυπημένους πωλητές,
τα παράθυρα κλείνουν ένα-ένα, καθώς έρχεται η νύχτα,
με τα μεγάλα όνειρα υπό μάλης και μια κάφτρα τσιγάρου
(«Σαντέ, τα καλύτερα όλων» το μοναδικό κλισέ στη «Θεσσαλία»)
την περνάς για τον Αλντεμπαράν.
Γιάννης Τσίγκρας