Κι ύστερα, της Ιωάννας Σταθοπούλου
Χρόνια σκυφτός και μόνος
Περιπατητής σε άγονα χώματα
Σκότωνα όνειρα και βούλιαζα ελπίδες
Συμφιλιωμένος με την απώλεια
Τόσο που έγινε συνήθεια
Μέχρι που φάνηκες εσύ
Από το πουθενά
Σε ανύποπτο χρόνο
Μυθικό ξωτικό σε ξένο τόπο
Τριγυρισμένο από αφιλόξενες σκιές
Ήρθες κι έσκασες στις κόρες των ματιών μου
Άπειρα πυροτεχνήματα που άγγιζαν το άπειρο
Πλημμυρίζοντας τις συννεφιές του ουρανού
Με τόξα στα χρώματα της ίριδας
Και το πολύχρωμο φως κούρνιασε στα σκοτάδια της ψυχής
Χάιδεψε τις ανοιχτές πληγές
Ώσπου ένιωσα τον πόνο να με εγκαταλείπει
Κι ένα χαμόγελο ανακούφισης γεννήθηκε
Στις άκρες των χειλιών
Και πεταλούδες και φτερωτά αγγελάκια και ζαχαρωτά…