Να ’ταν τα νιάτα δυο φορές

Να ’ταν τα νιάτα δυο φορές

Κι εκεί, στο τέλος της γιορτής, σηκώθηκε ο πατέρας,
για να χορέψει ένα τσάμικο, το πόδι του
έτριζε, όπως πάντα, προσπάθησε μα δεν τα κατάφερε,
έκατσε στην καρέκλα που του τοποθετήσαμε,
«γιατι, που να πάρει, να ’μαι εγώ» ξέσπασε σ’ αναφιλητά,
«ούτε που το φανταζόμουν ότι με περίμενε ενέδρα
κι εκείνοι τόσον ασυνείδητοι» ήξερε ώς τα εξήντα του
ποιος έβαλε τη νάρκη, πατριώτης του ήταν και το διέδιδε,
(με πίκρα, είναι η αλήθεια) στο χωριό. Το απραγματοποίητο όνειρο
του πατέρα, υπήρξεν όσον έζησε, που δε μπόρεσε να χορέψει,
το «να ’ταν τα νιάτα δυο φορές».

Γιάννης Τσίγκρας



Με την περιήγηση σε αυτόν τον ιστότοπο, συμφωνείτε με την πολιτική απορρήτου μας
Συμφωνώ
Μετάβαση στο περιεχόμενο