Νοσταλγία, του Νίκου Βαραλή
Οταν ήμουν μικρός αρρώστησα από λέξεις
Κατέβαιναν στο δρόμο τότε, που δεν ήταν αργά,
άγγελοι με κομμένες τις φτερούγες
Εγώ δεν είχα μάτια να τους δώ, δεν είχα μάτια
σμίλευα στα κρυφά το χρόνο, που δεν κατείχα.
Στα τραπέζια τού κήπου είχε πάντα σιωπή
που έπεφτε αργά μες στη μεγάλη δίνη
κι ούτε πόλη φαινόνταν, μόνο το τζάκι κάπνιζε
χειμώνας άγριος γεμάτος με πιθάρια.
Εμείς ξέραμε που βρίσκεται η θάλασσα
κοιτούσαμε στις τσέπες του πατέρα
και γυρνούσαμε πισω κουτσαίνοντας,
το παιγνίδι δεν είχε τελειωσει ακόμα
Ημασταν αγνοί σαν στρατιώτες που κοιμούνται.
Δεν ξέρω πότε ήρθαν οι αράχνες
δεν τις έφερα εγώ στα ερείπια, μόνες
κοιτούσαν τα μαχαίρια και τα κεφάλια
τα καρφωμένα πάνω στα τετράδια,
δεν ειχε τότε ούτε Τετάρτη ούτε Παρασκευή.
Τώρα ξεκλειδώνω την πόρτα της χαμένης πολιτείας
δεν ξέρω ούτε το ονομά της, δεν έχει όνομα
την έχω φυτεμένη μέσα στο κρανίο μου
την καταλαβαίνω μόνο οταν έρχονται παιδιά
κι εγώ μαζί τους
είμαι ενα μεγάλο μελαγχολικό βάλς
απο αυτά που δεν υπάρχουν πια
από αυτά που κοιμήθηκαν μαζί με τα όνειρα μας.