Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ο ποιητής που πέθανε 25 χρονών και έγραψε την ωραιότερη φράση

Ο ποιητής που πέθανε 25 χρονών και έγραψε την ωραιότερη φράση
Ο ποιητής που πέθανε 25 χρονών και έγραψε την ωραιότερη φράση στην ιστορία της ποίησης

Ο Τζον Κητς δεν πρόλαβε να γεράσει. Δεν πρόλαβε να παντρευτεί. Πρόλαβε όμως να γράψει την ωραιότερη φράση στην ιστορία της ποίησης.

Τον φαντάζεσαι να περπατά μόνος στους λασπωμένους δρόμους του Χάμστεντ, με το φαρδύ του παλτό κουμπωμένο μέχρι το λαιμό και τα χαρτιά του στριμωγμένα στην εσωτερική τσέπη. Ένας νεαρός άνδρας με πρόσωπο εφήβου και μάτια αεικίνητα, που δεν πρόλαβε ποτέ να γεράσει, να παντρευτεί ή να δει τα βιβλία του να πωλούνται. Ένας γιατρός που αρνήθηκε τη βεβαιότητα της επιστήμης για να κυνηγήσει την αλήθεια της ομορφιάς. Ένας εραστής που πέθανε μακριά απ’ τη γυναίκα που αγαπούσε, με το στόμα γεμάτο αίμα. Ο Τζον Κητς, νεκρός στα 25 του, πρόλαβε να αλλάξει την αγγλική ποίηση για πάντα — και να γράψει τη φράση που οι περισσότεροι ποιητές θα ευχόντουσαν να είχαν σκεφτεί πρώτοι:

«Η ομορφιά είναι αλήθεια, η αλήθεια ομορφιά».

Κανείς δεν έγραψε με τόσο πάθος, τόση λαχτάρα, τόση απελπισμένη πίστη σ’ έναν κόσμο που να αξίζει να υπάρχει μόνο και μόνο επειδή μπορεί να είναι όμορφος. Όχι η ομορφιά των ρούχων ή των προσώπων, αλλά αυτή που καίει και λυγίζει: ομορφιά σαν αθανασία. Ομορφιά που γεννιέται όταν ο πόνος, ο έρωτας και η τέχνη λιώνουν σε μία μόνο λέξη. Όταν έγραψε το «Ωδή σε μια ελληνική υδρία», ο Κητς δεν ήταν ακόμα γνωστός. Ούτε πλούσιος. Ούτε υγιής. Ήταν όμως ερωτευμένος. Με τη Φάννυ Μπρων, με την ποίηση, με τη σκέψη ότι υπάρχει κάτι αιώνιο πέρα απ’ την ανθρώπινη φθορά. Κι αυτή η ελληνική υδρία, το αντικείμενο της ωδής του, ήταν απλώς μια αρχαία στάμνα σε μουσείο – αλλά, για τον Κητς, ήταν η απόδειξη πως υπάρχει ένα είδος ζωής που δεν πεθαίνει ποτέ: η ομορφιά που κάποιος έπλασε με τα χέρια του.

Ο Κητς δεν έγινε αποδεκτός όταν ζούσε. Οι κριτικοί τον περιγελούσαν. Έγραφαν πως ήταν αμόρφωτος, πως μιλούσε σαν εργάτης, πως δεν είχε το ανάστημα ενός αληθινού ποιητή. Του είπαν να γυρίσει στα φαρμακεία, να ξεχάσει τις λέξεις και να φτιάχνει επιδέσμους. Αλλά εκείνος τους άφησε πίσω. Και σ’ ένα σπίτι στο Χάμστεντ έγραψε μέσα σε λίγους μήνες την πιο συγκλονιστική συλλογή ωδών που έχει γνωρίσει η αγγλική γλώσσα: «Ωδή σε ένα αηδόνι», «Ωδή στη μελαγχολία», «Ωδή στην ψυχή», «Ωδή για μια ελληνική υδρία». Κάθε μία γραμμένη με το αίσθημα πως δεν υπάρχει χρόνος.

Γιατί δεν υπήρχε. Η φυματίωση τον έτρωγε σιγά σιγά. Ο ίδιος ήξερε ότι πέθαινε. «Αυτή η σταγόνα αίματος είναι το ένταλμα θανάτου μου», είπε όταν έβηξε και γέμισε το μαντήλι του κόκκινο. Έφυγε για τη Ρώμη, όπως του είπαν οι γιατροί, μπας και το θερμό κλίμα του χαρίσει μήνες ζωής. Δεν του τους χάρισε. Πέθανε μόνος, με τον φίλο του Σέβερν να τον κρατά αγκαλιά. Δεν είδε ποτέ τη Φάννυ ξανά. Ούτε έμαθε πως, λίγα χρόνια αργότερα, θα τον αναγνώριζαν σαν έναν από τους τρεις μεγάλους ρομαντικούς μαζί με τον Σέλλεϋ και τον Μπάυρον.

Στον τάφο του, στο Προτεσταντικό Νεκροταφείο της Ρώμης, ζήτησε να μη γράψουν καν το όνομά του. Μόνο μια φράση: «Εδώ κείται κάποιος του οποίου το όνομα γράφτηκε στο νερό». Σαν να ήξερε ότι όσο πιο ταπεινά ζητήσεις να σε θυμούνται, τόσο πιο πολύ θα σε θυμούνται.

Αν υπάρχει ένα δάκρυ για όλους τους ποιητές που έσβησαν πριν γίνουν αυτό που ονειρεύτηκαν, εκείνο το δάκρυ είναι δικό του.

Συντάκτης: Γρηγόρης Κεντητός
πηγή:sportime.gr



Με την περιήγηση σε αυτόν τον ιστότοπο, συμφωνείτε με την πολιτική απορρήτου μας
Συμφωνώ