Όταν έρχονται τα ποιήματα
Ήταν τότε που δεν υπήρχαν παράταιρα πράγματα,
τότε που η ανατολή ήταν αξία από μόνη της
και η γιορτή ήταν υπόθεση της μέρας
που λυγίζει.
Εμείς περπατούσαμε
αφήνοντας πατημασιές στη λάσπη
αυτή τη λάσπη που θα γίνονταν
η αρτηρία του χρόνου
κι η αγχόνη όλων αυτών
που νομίζουμε
Τώρα όλα ανήκουν πια
στο σχήμα του εφιάλτη μας.
Περπατάς και νομίζεις ότι είσαι παιδί
αλλά βλέπεις τη σιωπή
να γερνάει ανάμεσα στα κενά του χώρου
και τη μάννα σου να ξεροσταλιάζει στην σκιά
για να φανείς αργά το βράδυ.
Αλλά δεν είσαι πια παιδί
κι η μάννα σου είναι ένα κοφίνι κόκκαλα
μέσα στην μνήμη.
Τότε αρχίζουν να έρχονται τα ποιήματα
λόγια φτωχά, ανήμπορα, παιδάκια
που κουράστηκαν στους δρόμους
την ώρα που το σκοτάδι
εκεί, σε κοιτάζει,
αφηρημένο.
Και κάπου εκεί στο ξόδεμα της νύχτας
φαίνεται ο Άγγελος
αυτός που ξεψύχησε
στην άδεια αγκαλιά του κόσμου
και γίνεται αυτός το αγέραστο ποίημα
Μια φορά λοιπόν κι έναν καιρό
ο άγγελος ψιθύρισε κάτι στίχους
σ’ ένα θυμάρι που κοιμόταν
μέσα στο στήθος του.
Κι ένας άνθρωπος
άκουσε τους στίχους του
και μπόρεσε
να συνεχίσει να περπατάει.
Γιατί δεν ήξερε ότι ζωή είναι αυτό:
του αγγέλου το ποίημα.
Νίκος Βαραλής