Σαν κέρμα από τρύπια τσέπη
Τα βράδια, ο γέρο Μπούκης ο τυφλός, περπατούσε το μοναδικό
χωματόδρομο, τραγουδώντας, με μια φωνή καστράτου
δημοτικά τραγούδια,
όταν έφυγε, μας άφησε τη φωνή του και μιαν ελιά που είχε ως όριο,
την ακουμπούσε και, μετρώντας τα βήματα,
γύριζε πίσω, στην αυλόθυρά του,
τον ακούγαμε τις νύχτες,
τα σπίτια πλήθαιναν στο μεταξύ, εμφανίστηκαν
κανα δυό αυτοκίνητα, χαράχτηκαν νέοι δρόμοι, ασφαλτοστρώθηκε
ο παλιός χωματόδρομος, πάροδος 220 κι αργότερα «Καλτεζών»
η ελιά και τα τραγούδια έμειναν.
Ώσπου, κάποιο πρωί, ένας στραβόγνωμος συνταξιούχος, πήρε πριόνι
κι έκοψε το δέντρο, οι θρούμπες του λέρωναν τ’ αυτοκίνητο.
Τότε χάθηκαν και τα «σαράντα παλληκάρια» κι ο «αϊτός»
και «η Σαμαρίνα» και η «ιτιά»,
και μεις, ξαφνικά, χάσαμε τη νεότητά μας,
σαν κέρμα από τρύπια τσέπη.
Γιάννης Τσίγκρας