5 ποιήματα του Αυγούστου που κατέχουν μια μοναδική θέση στην καρδιά μας
Τα 5 ποιήματα για τον Αύγουστο που ακολουθούν εξερευνούν την ουσία ενός αγαπημένου μήνα που μας γεμίζει με νοσταλγία!
Ο Αύγουστος ένας μήνας αντιθέσεων, όπου η λάμψη του ήλιου αναμιγνύεται με τους απαλούς ψίθυρους του φθινοπώρου που πλησιάζει. Στα παρακάτω ποιήματα για τον Αύγουστο θα συναντήσουμε τις έναστρες νύχτες που στάζουν γιασεμί του Ελύτη, μέχρι τη δυναμική απεικόνιση της αγάπης που τρεμοπαίζει στο λυκοφώς του Μπρόνσκι. Ο Ρίτσος από την άλλη μας ταξιδεύει στην ηρεμία ενός καυτού μεσημεριού, όπου ακόμα και τα τζιτζίκια σιωπούν, ενώ ο Βρεττάκος μας βυθίζει στον ήρεμο άνεμο που μεταφέρει το άρωμα των συμπαντικών άνθεων.
Κάθε ποίημα μια ωδή στις φευγαλέες αλλά αξέχαστες στιγμές του Αυγούστου.
5 ποιήματα για τον Αύγουστο
Ο Αύγουστος, Οδυσσέας Ελύτης
Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά
Κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά
Αύγουστε μήνα και Θεέ σε σέναν ορκιζόμαστε
Πάλι του χρόνου να μας βρεις στο βράχο να φιλιόμαστε
Απ΄την Παρθένο στον Σκορπιό χρυσή κλωστή να ράψουμε
Κι έναν θαλασσινό σταυρό στη χάρη σου ν΄ανάψουμε
Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά
Κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά.
Μεσημέρι Αυγούστου, Γιάννης Ρίτσος
Πίσω απ’ τις γρίλιες είναι το μεγάλο μεσημέρι.
Τα σκόρπια σπίτια κάτασπρα, κ’ ένα κόκκινο
κάτω απ’ το λόφο. Λίγο πιο πάνω, ξέρουμε,
είναι η μεγάλη ασβεστωμένη μάντρα. Από κει
κατεβαίνει η δροσιά προς τους ευκάλυπτους, κ’ ένα άρωμα
από σάπια ροδάκινα σωριασμένα στο δρόμο.
Άξαφνα τα τζιτζίκια σώπασαν. Δυο ηλιοκαμένα σώματα
στ’ άσπρα σεντόνια. Βγάλε και το δαχτυλίδι σου –
μου πιάνει ένα δικό μου χώρο στο μικρό σου δάχτυλο.
Παραμονές Δεκαπενταύγουστου, Μάνος Ελευθερίου
Σαν τη λαίδη Μακμπέθ σε υπνοβασία
πιτσιλισμένη απ’ τον ασβέστη
στα μαλλιά και το φόρεμα.
Και τα δωμάτια μοσχοβολούσαν
παραμονές Δεκαπενταύγουστου.
Οι φωτιές της ροδιάς. Η αυλή με τη βρύση.
Τα μυρμήγκια που τρέχουν για να γλιτώσουν.
Τα σκούπιζες και τα ‘ριχνες στο κηπάκι
για να σωθούν.
Ωρα έξι το απόγευμα και μάζευες
την άγκυρα να ελευθερωθεί το σπίτι.
Μάζευες τα σκοινιά κι άναβες τις μηχανές
να φύγει το σπίτι, να σαλπάρει το σπίτι
και να ταξιδέψει
στο άσπιλε, αμόλυντε, άφθορε, άχραντε
και σ’ εκείνο το θεόνυμφε που υποσχόταν δόξες.
Αυγουστιάτικος άνεμος, Νικηφόρος Βρεττάκος
Είναι τόση η γαλήνη, που δεν ξέρω αν υπάρχουν
καρδιές χωριστές – τόσα μάτια, όσα βλέπουν
αυτή τη στιγμή: ζώα, ψάρια, φυτά και πουλιά
κι αδερφοί το στερέωμα, πάμφωτο, διάφανο, ανάμεσα
στην κάτασπρη γύρη του.
Νιώθω μέσα στο στήθος μου
την καρδιά μου νερό που χορεύει και νιώθω
σα να ‘μαι ένας διάττοντας που πέφτοντας στάθηκε
για λίγο μετέωρος και γύρισε πάλι, φωτεινός και
χαρούμενος,
προς τα πάνω. Ψυχή μου! Τι σε θέλω, ψυχή μου; Τι
κάθεσαι και
δε γίνεσαι μέλισσα; Δυο γραμμούλες φωτός,
δυο αστεράκια οι κεραίες σου – πέταξε, πρόλαβε, τρέξε,
ένα γύρο, δυο γύρους, τρεις γύρους, να φέρεις
φωτιά στην κυψέλη σου.
Ψυχή μου, χαρά μου, τι κάθεσαι μέλισσα;
Άνοιξαν όλα τα λουλούδια του σύμπαντος.
Οι εραστές τ’ Αυγούστου, Ιωσήφ Μπρόντσκι
οι εραστές τ’ Αυγούστου με λουλούδια στα χέρια έρχονται,
τ’ αόρατα καλέσματά τους τραβούν στις αυλές,
οι εραστές τ’ Αυγούστου με κόκκινα πουκάμισα και μισάνοιχτα στόματα
τρεμοσβήνουν στα σταυροδρόμια,
εξαφανίζονται στα σοκάκια,
τρέχουν στις πλατείες.
Στους εραστές τ’ Αυγούστου
αχνοφέγγουν στη βραδινή ατμόσφαιρα
οι ερυθρόλευκες γραμμές των κεντημένων λουλουδιών πάνω
στα πουκάμισά τους,
φωτίζονται τ’ ανοιχτά παραθύρια στις σκοτεινές αυλές
κι αυτοί όλο πηγαίνουν κι όλο τρέχουν σε κάποιο κάλεσμα.
Να και το δείλι της ζωής, να και το δείλι που δίπλα περνά απ’ την πόλη,
να το που χρωματίζει τα δέντρα,
που σβήνει τη λάμπα,
που γυαλίζει τ’ αυτοκίνητα . . .
Στα στενά σοκάκια βιαστικά ηχούν οι παρέες,
γύρισε πίσω, έβγα στο μπαλκόνι και πέταξε το παλτό.
Βλέπεις, οι εραστές τ’ Αυγούστου τρέχουν κρατώντας λουλούδια στα χέρια.
Οι γαλάζιες ανταύγειες των διαφημίσεων κυλούν από τις στέγες
κι εσύ κοιτάζεις κάτω, δίχως ποτέ και με κανένα θέση δεν αλλάζεις,
συνομιλώντας με τον εαυτό σου.
Να τα λουλούδια και τια διαμέρισμα με το νέο έρωτα,
με το καινούριο μαστίγιο, που μπαίνει σε κύκλο νέο,
παραδίδοντας τον εαυτό του με νέα κραυγή και νέο αίμα,
παραδίδοντας τον εαυτό του, αφήνοντας τα λουλούδια να πέσουν απ’ τα χέρια του.
Το νέο δείλι θορυβεί,
κανείς δεν θα επιστρέψει στη νέα ζωή,
κανείς δε θα περάσει κάτω απ’ το μπαλκόνι για να ‘ρθει να σε δει,
κανείς δε θα σου παρασταθεί,
κανείς δε θα σου σταθεί,
πιο κοντά, απ’ ό,τι εσύ στον εαυτό σου,
απ’ τα λουλούδια,
απ’ ότι είσαι εσύ στον εαυτό σου.