Ιστορικά στοιχεία για την Πολλαπλή Σκλήρυνση
Το γεγονός ότι τα συμπτώματα φουντώνουν και υποχωρούν για πολλά άτομα με σκλήρυνση κατά πλάκας (ΣΚΠ), σε συνδυασμό με τη μεγάλη ποικιλία και την απρόβλεπτη εμφάνιση των συμπτωμάτων, έχει καταστήσει τη σκλήρυνση κατά πλάκας μια ασθένεια δύσκολη στην αναγνώριση, τον προσδιορισμό και τη θεραπεία – από την αρχή.
Ο Γάλλος νευρολόγος Jean-Martin Charcot (1825–1893) ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε την σκλήρυνση κατά πλάκας ως ξεχωριστή ασθένεια το 1868.
Συνοψίζοντας προηγούμενες εκθέσεις και προσθέτοντας τις δικές του κλινικές και παθολογικές παρατηρήσεις, ο Charcot ονόμασε την ασθένεια «σκλήρυνση κατά πλάκας». Τα τρία κλινικά σημάδια της ΣΚΠ που είναι τώρα γνωστά ως τριάδα 1 του Charcot είναι νυσταγμός, τρέμουλο και τηλεγραφικός λόγος (βιαστικός λόγος), αν και αυτά τα σημάδια δεν εμφανίζονται αποκλειστικά στην ΠΣ.
Ο Charcot παρατήρησε επίσης αλλαγές στην γνωστική λειτουργία, περιγράφοντας τους ασθενείς του ως άτομα με «σημαντική εξασθένιση της μνήμης» και «αντιλήψεις που σχηματίζονται με αργό ρυθμό».
Πριν από τον Charcot, ο Robert Carswell (1793–1857), ένας Βρετανός καθηγητής της παθολογίας, και ο Jean Cruveilhier (1791–1873), ένας Γάλλος καθηγητής της παθολογικής ανατομίας, είχαν περιγράψει και απεικονίσει πολλά από τα κλινικά στοιχεία της νόσου, χωρίς όμως να την ταυτοποιήσουν ως ξεχωριστή ασθένεια. Συγκεκριμένα, ο Carswell, περιέγραψε τις βλάβες που διέγνωσε στον οργανισμό ως «μια αξιοσημείωτη βλάβη του νωτιαίου μυελού που συνοδεύεται από ατροφία».
Ο ελβετός παθολόγος Georg Eduard Rindfleisch (1836-1908) ανέφερε το 1863 ότι η μικροσκοπική ανάλυση δείχνει φλεγμονές που σχετίζονται με βλάβες, διάσπαρτες γύρω από τα αιμοφόρα αγγεία.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του 1800 και του 1900, εκατοντάδες θεραπείες δοκιμάστηκαν, χωρίς επιτυχία, στη θεραπεία της σκλήρυνσης κατά πλάκας.
Το 1951, η κορτιζόνη (ένα στεροειδές) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά για τη θεραπεία των υποτροπών της ΣΚΠ (γνωστές και ως παροξύνσεις, κρίσεις ή εξάρσεις συμπτωμάτων). Η κορτιζόνη βρέθηκε να μειώνει τη σοβαρότητα της υποτροπής και να συντομεύει τη διάρκειά της, αλλά δεν είχε μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη νόσο.
Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα αναπτύχθηκαν θεωρίες σχετικά με τα αίτια και την παθογένεια, ενώ στη δεκαετία του 1990 έκαναν την εμφάνισή τους κάποια αποτελεσματικά φάμαρκα.