Αλητογράφοι, του Γιάννη Τσίγκρα
Οι παλιές μοδίστρες
μελετούσαν τα πατρόν
της Φιλοκάλου Πηνελόπης, ύστερα έκοβαν το ύφασμα,
στα μέτρα της οικοδέσποινας, «εδώ μπάζει», έκαναν παρατηρήσεις,
«θέλει άνοιγμα», αυτά με μπουκωμένο το στόμα από καρφίτσες,
δεν κολάκευαν -ο καθρέφτης μάρτυρας αψευδής- μισοσκόταδο,
στον τοίχο ένα κάδρο, στην άκρη του τραπεζιού,
η γυάλινη σφαίρα, με το Λευκό Πύργο και το πυκνό πάνω του χιόνι
όταν τον κουνούσες κι ύστερα ακουμπούσες στα πόδια του τραπεζιού
και διάβαζες τον «Αόρατο Άνθρωπο»,
γινόσουν, επίσης, ο ήρωας όλων των αλητογράφων. «Ήταν η εποχή
που τριγυρνούσα στα πάρκα της Χριστιάνιας…», έτσι, νομίζω, το μετέγραφε ο Δασκαλάκης, ίσως να ήταν πάλι,
υπερβολικά στα καθ’ ημάς, η Κριστιάνια του Χάμσουν,
«εδώ θα γυρίσω μια πιέτα» κι ο αλήτης που ’παιζε με τη σουρντινα
και το παιδί που μέτραγε τ’ αστέρια, ένα σαλιωμένο μολυβάκι χρειαζόσουν,
στο τραπέζι είχες πάρει την απόφαση να το ανακοινώσεις, η μοδίστρα έτρωγε μικρές μπουκιές, «αύριο πάλι κυρία, Νίτσα» ανήγγειλε, «κατά τις δέκα»,
έπιαναν την κουβέντα, ποιος νοιάζονταν για τ’ όνειρά σου, άλλωστε όλα τα παιδιά θέλουν στα πέντε τους να γίνουν σκουπιδιάρηδες και στα δέκα συγγραφείς.
Γιάννη Τσίγκρα