Ορφέας Περίδης: «Το μικρόφωνο είναι μία εξουσία και εγώ είμαι αντιεξουσιαστής από τη φύση μου»

Ορφέας Περίδης: «Το μικρόφωνο είναι μία εξουσία και εγώ είμαι αντιεξουσιαστής από τη φύση μου»
Συναντηθήκαμε με τον Ορφέα Περίδη στο Verde, λίγο πριν την μεγάλη του συναυλία στο Δημοτικό Κηποθέατρο Παπάγου τη Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου μαζί με την Σουσάνα Τρυφιάτη, στο πλαίσιο του 31ου Φεστιβάλ Δήμου Παπάγου – Χολαργού. Και η κουβέντα με τον Ορφέα Περίδη είναι μια ολόκληρη μουσική ιστορία, αφού καθώς μιλάς μαζί του ανακαλύπτεις μια ολόκληρη διαδρομή γεμάτη τραγούδια, ωραίες και φωτεινές συναντήσεις και συμπράξεις, αλλά και ωραίες ιστορίες που αποκαλύπτουν μια ολόκληρη διαδρομή, τη δική του διαδρομή.
Και στην κουβέντα μας ήρθε από τον Νίκο Παπάζογλου και τον Αλκίνοο Ιωαννίδη, μέχρι και τον Σωκράτη Μάλαμα. Μιλάει σπάνια και προσπαθήσαμε να τον πάμε πίσω στην αρχή αλλά και να φτάσουμε το νήμα στο σήμερα για να μάθουμε την ιστορία του, να χαρτογραφήσουμε στιγμές και απόψεις και να ανακαλύψουμε όλες εκείνες τις ιστορίες πίσω από τα εμβληματικά του τραγούδια που ακόμα και σήμερα σιγοτραγουδάμε μαζί του ή με όλους εκείνους που τα ζωντανεύουν ξανά και ξανά.
Εμείς συναντήσαμε έναν άνθρωπο με ανοιχτοσιά, μεστό και φωτεινό, με άποψη και ταπεινότητα και σχεδόν αυτή η συνάντηση ήταν μια υπόσχεση για την επόμενη. Αυτός είναι ο Ορφέας Περίδης.
Τι θα δούμε αυτή τη Δευτέρα στο Κηποθέατρο Παπάγου; Ποιον Ορφέα Περίδη;
Πριν από ένα χρόνο, έφτιαξα ένα τραγούδι το οποίο κάνει και για αρχή και για τέλος. Συνεπώς, μου έφυγε το άγχος της έναρξης και το άγχος του φινάλε. Αυτό με απελευθέρωσε. Αισθάνομαι ότι είμαι άνετος να κάνω την εμφάνισή μου χωρίς δισταγμούς, χωρίς αμηχανία, επειδή βρήκα την αρχή και το φινάλε.
Αλλιώς είναι αμήχανη σκηνή;
Είναι πάντα αμήχανη η σκηνή και υπάρχει τρακ πάντα. Σε άλλες φάσεις της ζωής μου έχω λιγότερο, άλλες φορές περισσότερο τρακ, αλλά το τρακ υπάρχει πάντα.
Δεν είναι αυτό που λένε ο φυσικός σας χώρος η σκηνή;
Ο φυσικός μας χώρος είναι η σκηνή, αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Γιατί εκεί, στη σκηνή, είναι σαν να δίνεις εξετάσεις, όπως δίνουμε εξετάσεις και έχουμε αγωνία. Μια μόνιμη εξεταστική περίοδος. Είσαι εκεί, ανάμεσα, μπροστά σε κάποιον κόσμο. Πολύ, λίγο, αναλόγως κάθε φορά.
Δεν έχεις νιώσει ότι έχεις δώσει τις εξετάσεις σου πια μετά από τόσα χρόνια;
Τις έχω δώσει τις εξετάσεις μου, αλλά το ζωντανό πρόγραμμα επιφυλάσσει εκπλήξεις. Μπορεί να σπάσει μια χορδή, μπορεί να κοπεί το ρεύμα, μπορεί να χαθεί ο προγραμματισμός. Πολλά συμβαίνουν. Οπότε, πάντα έχεις μια μικρή αγωνία. Υπάρχει. Δεν μπορείς να πεις ότι βγαίνω και είμαι καθ’ όλα ασφαλής και καβάλα στ’ άλογο.
Το κοινό σου έχει αλλάξει όλα αυτά τα χρόνια;
Όχι. Εγώ εμφανίζομαι από το 1993 σαν τροβαδούρος, σαν τραγουδοποιός. Από το 93 μέχρι τώρα είναι 35-36 χρόνια. Ο κόσμος πάντα την ίδια συμπεριφορά έχει. Τραγουδάει, συμμετέχει, μπορεί σπανιότατα να χορέψει κιόλας. Αλλά περίπου έτσι είναι πάντα. Τίποτα δεν άλλαξε. Ο κόσμος είναι πάντα ίδιος. Βλέπω όμως και κάποιους νέους ανθρώπους, που αρχικά δεν μπορούσα να το δικαιολογήσω από πού ξεφύτρωσαν. Και μετά κατάλαβα στην πορεία, ότι είναι τα παιδιά τους. Αυτοί που ερχόντουσαν να με ακούσουν, μετά από 35 χρόνια κάνανε οικογένειες και έρχονται και τα παιδιά τους (γέλια).
Έχω την αίσθηση ότι υπάρχουν μεγάλα διαλείμματα στη δισκογραφία σου. Αυτό γιατί; Δεν είχες έμπνευση, δεν ήθελες να βγάλεις; Πώς απέφυγες να μπεις στο ρυθμό που επέβαλαν οι δισκογραφικές;
Όταν υπήρχαν οι δισκογραφικές έδωσα μάχη. Τώρα δεν υπάρχουν οπότε δεν έχουμε θέμα. Ήταν μια δεκαετία, η δεκαετία του ’90 κυρίως, η οποία ήταν λίγο απαιτητική. Ήθελαν δίσκο κάθε χρόνο. Αυτό το πράγμα δεν γίνεται. Το τραγούδι είναι ένα δύσκολο είδος τέχνης. Θέλει το χρόνο του. Θέλει να εκφράσεις τα βιώματά σου. Κάποια βιωματικά τραγούδια, τα οποία συνήθως είναι και επιτυχίες, δεν γεννιούνται κάθε μέρα. Τα βιώματα δεν γεννιούνται κάθε μέρα. Μια ιδέα που μπορεί να εμφανιστεί, μια σπίθα για να πάρει φωτιά, αυτή η ιδέα ενώ την έχεις ένα μήνα στο μυαλό σου, μπορεί να εμφανιστεί σε εντελώς ανύποπτο χρόνο. Θέλεις χρόνο για να γράψεις τραγούδια.
Και η μάχη με τις δισκογραφικές με τι είχε να κάνει;
Θέλανε κάθε χρόνο και καινούριο δίσκο. Όπως κάνανε, ας πούμε, ξέρω εγώ, καλλιτέχνες σε άλλα μουσικά είδη. Εγώ είδα ότι περίπου κάθε τρία χρόνια θέλω έναν δίσκο. Τότε μπορώ να πω ότι ολοκληρώνεται μια εποχή, ένας κύκλος τραγουδιών. Θέλω περίπου τρία χρόνια.
Έκλεισαν πόρτες από αυτή τη μάχη;
Όχι. Δεν υπήρξε τέτοιο θέμα. Άγχος μόνο υπήρξε. Εκείνα τα χρόνια σε ρωτούσαν ποια θα είναι η επόμενη σου επιτυχία. Θέλαν μια «Φωτοβολίδα» κάθε φορά. Η «Φωτοβολίδα» μια φορά ανάβει. Και όλα αυτά, ξέρεις, σε αγχώνουν.
Έχεις γράψει κάποια τραγούδια που ακόμα τραγουδιούνται. Εκτός από τη χαρά, αυτά τα τραγούδια ήταν και βάρος; Υπήρχε η προσδοκία ότι ο Ορφέας Περίδης θα γράφει μόνο τέτοια τραγούδια, τέτοιες επιτυχίες;
Όχι. Αυτό από την αρχή είχε ξεκαθαρίσει μέσα μου αυτό τουλάχιστον. Γιατί έγραψα ένα τραγούδι, που ήταν ο προπομπός, η «Φωτοβολίδα», αλλά υπήρχαν άλλα έντεκα τα οποία ήταν αγαπημένα τραγούδια εξίσου. Ένα τραγούδι διαλέγανε τότε και λέγανε αυτό. Δεν ξέρω τώρα τι κάνουν.
Επειδή έχεις ζήσει και τις δύο εποχές, μου φάνηκε ότι σου αρέσει πιο πολύ η τωρινή εποχή χωρίς τις δισκογραφικές. Λάθος κάνω;
Πολύ σωστά. Τώρα απαλλάσσεται κανείς από το άγχος της επιτυχίας. Την επιτυχία τη ζητάμε και την κυνηγάμε πάντα βέβαια. Αλλά μέσα σε αυτή την αναζήτηση και το κυνήγι, μπορεί να προκύψει ένα πάρα πολύ ωραίο τραγούδι το οποίο μπορεί να μην γίνει επιτυχία ή να μην έχει τα εχέγγυα του «σουξέ». Αλλά να είναι ένα πολύ ωραίο τραγούδι. Αυτό μου έχει συμβεί πολλές φορές. Οπότε δεν έχουμε πια άγχος με τα «σουξέ». Είναι απελευθερωτικό.
Με τα social media που γεννούν τα σουξέ πώς είσαι; Έχεις προσαρμοστεί με την εποχή;
Εγώ έχω ένα μικρό καναλάκι στο YouTube και εκεί ανεβάζω τα τραγούδια μου. Τα καινούρια μου τραγούδια. Τα οποία δεν θα δισκογραφήσω ποτέ, γιατί δεν υπάρχει ούτε CD, ούτε τίποτα. Απλώς άμα ολοκληρωθεί ένας κύκλος, να μπορούν να ανέβουν στις πλατφόρμες.
Όταν μου λένε Ορφέα Περίδη, μου έρχεται στο μυαλό πέρα από τον Νίκο Παπάζογλου, που θα μου πούμε για αυτόν ξεχωριστά, ο Αλκίνοος Ιωαννίδης. Μια από τις πιο ιστορικές μου συναυλίες ήταν με εσάς τους δύο.
Το 1997. Ναι, ήταν μια συνάντηση με έναν εξαιρετικό συνάδελφο, αγαπημένο. Και κάναμε μια σύμπραξη που κράτησε. Όλα ήταν έντονα τότε. Ήταν μια ηλεκτρισμένη συναυλία. Ήταν ωραία. Περάσαμε καλά. Νομίζω κάναμε πάνω από 6 μήνες συναυλίες μαζί. Νομίζω, ότι κάναμε και χειμώνα. Κάναμε και χειμώνα και καλοκαίρι. Περάσαμε πολύ ωραία τότε με τον Αλκίνοο.
Ήταν πρωτοβουλία δική σας ή σας ένωσαν οι δισκογραφικές;
Οι δισκογραφικές. Κάτι είδαν σε αυτή τη συνάντηση.
Αν σου πω Νίκος Παπάζογλου, τι σου έρχεται στο μυαλό;
Για τον Νίκο Παπάζογλου έχω να σου πω πολλά. Τον Νίκο Παπάζογλου τον συνάντησα στα καμαρίνια του Λυκαβηττού και του έδωσα τότε μια κασέτα με 5 τραγούδια. Άργησε να με πάρει τηλέφωνο. Γιατί ο άνθρωπος γύρναγε, έκανε συναυλίες. Και ξαφνικά μου είπε ότι θέλει τα δύο τραγούδια από την κασέτα. Ήταν το «Μάτια μου» και το «Φεύγω». Εγώ τον έβλεπα σαν γίγαντα.
Και ήταν. Χάρηκα βέβαια πάρα πολύ γιατί ουσιαστικά άνοιγε ο δρόμος για τη δική μου μουσική πορεία. Μετά από ένα χρόνο βέβαια ήρθαν οι αγώνες του τραγουδιού της Καλαμάτας, όπου και εδραιώθηκε λίγο η θέση μου. Έχω να θυμηθώ πολλά με τον Νίκο Παπάζογλου. Του έδωσα 5 τραγούδια και μέσα εκεί ήταν και η «Φωτοβολίδα», ήταν ένα άλλο τραγούδι που λέγεται «Θάνατο θέλω τραγικό» και ήταν και ένα άλλο τραγούδι το οποίο λέγεται «Κάτι μου κρύβεις».
Μου λέει «εγώ θα πάρω δύο». Λέω «ποιο θα πάρεις Νίκο;». «Θα πάρω το «Φεύγω» και το «Θάνατο θέλω τραγικό». Και του λέω «γιατί δεν παίρνεις και το «Κάτι μου κρύβεις» και τη «Φωτοβολίδα» που φαίνεται ότι έχουν κάτι;». Και μου λέει «το «Κάτι μου κρύβεις» και τη «Φωτοβολίδα» θα τα πεις εσύ». Και έτσι πήρε τρία. Πήρε δηλαδή, το «Θάνατο θέλω τραγικό», το «Φεύγω» και το «Μάτια μου». Αυτός ήταν ο Νίκος ο Παπάζογλου. Γενναιόδωρος. «Αυτά θα τα πεις εσύ» είπε. Δηλαδή, φρόντιζε και για την καριέρα μου.
Εκτός από τον Νίκο Παπάζογλου, ποιοι ήταν οι άλλοι άνθρωποι που πίστεψαν στον Ορφέα Περίδη;
Η επόμενη χρονιά μου έφερε το τέταρτο βραβείο στους αγώνες τραγουδιού της Καλαμάτας και στην επιτροπή, ήταν ο Κουρουπός, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Νίκος Κυπουργός, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Σταύρος Ξαρχάκος και ο Διονύσης Σαββόπουλος. Όταν έχεις αυτή την επιτροπή η οποία σε βραβεύει, είναι πολύ τιμητική εκκίνηση.
Με αυτούς τους ανθρώπους μίλησες ποτέ, συναντήθηκες;
Με τον Θεοδωράκη συναντήθηκα. Με τον Χατζιδάκι τυχαία μία φορά έξω από το Μέγαρο. Με τον Σαββόπουλο βεβαίως. Με τον Νίκο Κυπουργό και φέτος κάναμε κάτι στη Σύρο. Δεν έχω συναντήσει ποτέ τον Σταύρο Ξαρχάκο. Ποτέ. Το μόνο που έχω να πω για όλους αυτούς τους ανθρώπους, έστω και τώρα βασικά θέλω να τους ευχαριστήσω. Είναι το σημείο που ανοίγει ο δρόμος, το 1991. Μετά από δύο χρόνια έρχεται ο πρώτος προσωπικός μου δίσκος, το 1993, το «Άχ, ψυχή μου φαντασμένη».
Άρα αν δεν είχε γίνει αυτό λες ότι ενδεχομένως δε θα είχε γίνει και ο δίσκος;
Σίγουρα. Γιατί τότε υπήρχε μεγάλη ταλαιπωρία. Είχα ακούσει τους Κατσιμιχαίους που λέγανε «εμείς προσπαθούσαμε δέκα χρόνια από εταιρεία σε εταιρεία για να βγάλουμε τη δουλειά μας». Δεν είναι ποτέ ανοιχτές οι πόρτες.
Πριν από αυτό είχες βρει πολλές κλειστές πόρτες;
Παντού ήταν κλειστές οι πόρτες. Πήγα σε όλες τις εταιρείες τότε. Άλλοι λέγανε «πολύ ωραία τραγούδια αλλά να τα πει άλλος». Άλλοι λέγανε «πολύ ωραία τραγούδια αλλά πρέπει να περιμένεις». Έλα όμως που εσύ δεν μπορείς να περιμένεις σε εκείνη τη φάση της ζωής σου. Δεν ήμουν και πολύ νέος, γιατί ήμουν 34 χρονών, 35. Ήμουν μεγάλος. Και δεν είχα πολλά περιθώρια. Δεν είχα υπομονή να περιμένω. Ας πούμε, η Sony Music με καθυστέρησε έναν χρόνο. Και αυτός ο χρόνος, για ρωτήστε με πώς πέρασε. Και κάποια στιγμή πήγα στην Sony Music και λέω παρακαλώ, έχουμε κάνει μια προφορική συμφωνία, σβήστε την, πάω σε άλλη εταιρεία διότι πέρασε ένας χρόνος. Και με την πίεση αυτή προχώρησαν λίγο πιο σύντομα τα πράγματα.
Πωλήσεις τους έδωσες;
Φυσικά. 35.000 είχε κάνει ο πρώτος δίσκος με τη «Φωτοβολίδα». 45.000 ο επόμενος. Το «Για που το ‘βαλες καρδιά μου» το ’99 επίσης πούλησε πολύ. Υπήρχε εμπορική επιτυχία.
Ήρθαν στα χέρια σου χρήματα;
Όχι πολλά. Γιατί όταν πρωτοεμφανίζεσαι, δεν έχεις ούτε απαιτήσεις, ούτε είσαι μπασμένος μες στα πράγματα. Δεν είχα καν δικηγόρο. Πήγα έτσι. Τώρα μπορείς να διανοηθείς ότι ένας καλλιτέχνης μπορεί να κάνει μια συμφωνία χωρίς δικηγόρο; Ήταν λίγο πρωτόγονα για εμένα. Για τους άλλους που ήταν ήδη μέσα στο χώρο, ήταν πιο απλά τα πράγματα. Και για μένα απλοποιήθηκαν μετά από 10 χρόνια.
Μέχρι τότε πώς ζούσες;
Διδάσκοντας. Δίδασκα κλασική κιθάρα και έπαιζα σε λαϊκά μαγαζιά κιθάρα.
Άρα πάντα η μουσική ήταν; Δεν έχεις κάνει άλλη δουλειά;
Έχω κάνει πολλές δουλειές, αλλά η μουσική ήταν η κύρια δουλειά μου. Και ήμουν από τους τυχερούς που όταν τελείωσα το λύκειο, το εξατάξιο-γυμνάσιο τότε, δεν έδωσα εξετάσεις πουθενά. Πήγα κατευθείαν στο ωδείο. Ήξερα από πολύ μικρός τι θα κάνω.
Οι γονείς σου πώς υποδέχτηκαν την ενασχόλησή σου με τη μουσική;
Δεν το υποδέχτηκαν θετικά. Μόνο η μάνα μου με στήριξε. Ο πατέρας μου ήθελε να κάνω άλλη δουλειά. Μάχες. Μάχες παντού. Ήταν τρομακτικό το ότι θα γίνεις καλλιτέχνης εκείνη την εποχή. Η νοοτροπία των παλιών ανθρώπων ήταν αυτή. Πώς σε μια ταβέρνα έρχεται ένας και σου παίζει και ζητάει; Έτσι τον είχαν στο μυαλό τους τον καλλιτέχνη. Ότι ζητιανεύει. Και μου λέει ο πατέρας μου «έλα να κρατήσεις το μαγαζί να χορτάσεις ψωμάκι». Αλλά εγώ ήθελα να γίνω μουσικός.
Και μουσική πώς έμαθες;
Πήγα στο ωδείο.
Και το δέχτηκαν οι γονείς σου;
Όχι, ούτε αυτό. Η μάνα όμως με στήριξε και κάποια στιγμή στον τρίτο, τέταρτο χρόνο του ωδείου, βάλαμε γραμμάτια τότε και πήραμε ένα πιάνο.
Σε είδανε στη σκηνή, στις επιτυχίες σου;
Ναι, με είδανε. Και ο μπαμπάς μαλάκωσε. Μετά από χρόνια όμως. Περάσαν χρόνια για να μαλακώσει.
Η νύχτα πώς ήταν; Σκληρή;
Η νύχτα στον εμπορικό χώρο, στο σκυλάδικο της Εθνικής Οδού, είναι άλλη νύχτα. Εμείς δεν έχουμε τέτοιες εμπειρίες με την νύχτα. Ο δικός μας χώρος έχει πιο πολιτισμένους ανθρώπους. Ανθρώπους που ξέρουν τι θέλουν να δουν. Ούτε να κάνουν φιγούρα και να κάτσουν στο πρώτο τραπέζι. Δεν έχουμε τέτοια. Δεν έχουμε πολλούς μεθυσμένους επίσης. Δεν γίνονται φασαρίες και τσακωμοί μες στο μαγαζί και τέτοια πράγματα. Δεν έχουμε τέτοιες νύχτες. Είμαστε ένας άλλος χώρος. Είμαστε άλλος κόσμος, άρα είναι και ο κόσμος που έρχεται άλλος. Ανάλογα με το τι είσαι έρχεται και ο ανάλογος κόσμος.
Όταν λέω τη λέξη Γάζα, πώς σε κάνει να νιώθεις;
Πώς να νιώσω; Υπάρχει μια γενοκτονία μπροστά στα μάτια μας. Ένας άνθρωπος, που από ότι λένε, γιατί δεν έχω παρακολουθήσει την πορεία του Νετανιάχου, την πολιτική του πορεία και το φινάλε του δεν το γνωρίζω, αλλά λένε, ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο ο οποίος βρίσκεται σε κρίση και ότι ενδεχομένως στο μέλλον να δικαστεί για εγκλήματα πολέμου και δεν ξέρω και τι άλλο έχει κάνει αυτός.
Δεν βλέπω πουθενά καθαρούς ανθρώπους. Είναι σοκαριστικό να βλέπεις παιδιά να πεθαίνουν. Και αυτή η βία που υπάρχει παντού, ακόμα και στην κρατική τηλεόραση. Δείχνουν αυτές τις σκηνές. Για να μας ευαισθητοποιήσετε μας δείχνετε το πεινασμένο, κοκαλιασμένο παιδί; Εμείς ευαίσθητοι είμαστε. Μήπως το κάνετε για κάποιο άλλο λόγο; Μήπως ο κόσμος διψάει για να βλέπει βίαιες σκηνές, μαχαιρώματα και τραγικές εικόνες;
Συνάδελφοί σου πήγαν και τραγούδησαν στο Ισραήλ όμως. Εσύ θα πήγαινες;
Να διασκεδάσω δηλαδή εγώ στο Ισραήλ τους πολίτες εκεί; Και δίπλα να σκοτώνονται. Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα να υπάρχει γενοκτονία κι εγώ να γλεντάω με τους άλλους; Είναι κρύα πράγματα αυτά. Πώς θα πας εκεί πέρα; Άλλοι συνάδελφοι λένε, «ας κρίνει ο καθένας όπως θέλει». Άλλος θέλει να πάει, άλλος θέλει να μην πάει. Εγώ δεν μπαίνω καν σε λογική να κρίνω αν πρέπει ή δεν πρέπει να πάει κάποιος. Εγώ δεν πάω. Και ούτε με ενδιαφέρει αν πήγε ή αν δεν πήγε και τι κάνει ή δεν κάνει κάποιος. Είναι τόσο τρομακτικό το γεγονός αυτό, το ότι συνεχίζεται ένας πόλεμος και εμείς συζητάμε για το αν θα πάμε στο Ισραήλ να τραγουδήσουμε. Αναρωτιέμαι βέβαια και πόσο η Χαμάς αγαπάει τους Παλαιστίνιους. Αρχίζω και αμφιβάλλω.
Οι συναυλίες είναι και τόπος παρεμβάσεων;
Εγώ δεν κάνω παρεμβάσεις από τη σκηνή. Καταρχήν δεν μου αρέσει η πολιτικολογία από τη σκηνή. Το μικρόφωνο είναι μία εξουσία και εγώ είμαι αντιεξουσιαστής από τη φύση μου. Δεν χρησιμοποιώ το μικρόφωνο ούτε για να κάνω παρέμβαση, ούτε για να υποστηρίξω ένα κόμμα. Το τραγούδι πρέπει να ενώνει τον κόσμο και ας είναι κοινότυπο αυτό που λέω. Και δεν θέλω να πω ότι είμαι αυτό ή ψηφίζω το άλλο ή στηρίζω τον άλλο. Γιατί δεν θέλω να ασχοληθώ με την πολιτική μέσα από την τέχνη. Το κάνω με έναν δικό μου τρόπο.
Γράφω κάποια τραγούδια που λένε και δηλώνουν κάτι. Όπως το «Εθνικό έλλειμμα» ή όπως «Ο Ρομπέν των Καμμένων δασών» ή ακόμα και το «Φεύγω» αν θέλεις. Μέχρι εκεί. Μετά, ο καθένας έχει το δικαίωμα να έρθει να με ακούσει, επειδή μ’ αγαπάει και αγαπάει τα τραγούδια μου. Δεν θέλω να πω εγώ ψηφίζω αυτό ή κάνω το άλλο. Γιατί έχω ένα πολύ ζωντανό παράδειγμα μέσα στο μυαλό μου. Στον εμφύλιο του 1945, ο πατέρας μου ήταν 20 χρονών και έδωσε μια βοήθεια στο Κομμουνιστικό Κόμμα τότε στο Περιστέρι.
Έλα όμως που αυτή η λίστα κυκλοφόρησε και είδανε αυτούς που συνέδραμαν το ΚΚΕ και τον πιάσανε, τον έδειραν τόσο, που δεν το ξέχασε ποτέ. Όταν ήρθαμε εμείς στη ζωή και έγινε η Χούντα, γιατί εγώ έζησα στη Χούντα από 10 μέχρι 17 χρονών, μεγάλωσα μέσα στη Χούντα και ο πατέρας μου από φόβο, γιατί είχε φάει πολύ ξύλο ο άνθρωπος, μου λέει «μην ανακατεύεσαι με τα πολιτικά, μην κάνεις δηλώσεις». Ήταν και Χούντα δεν παίζανε τότε.
Μπορούσες να χάσεις τη ζωή σου για πλάκα. Οπότε μεγάλωσα με το «μη μιλάς και μην εκφράζεσαι». Και τα τραγούδια μου άμα θα τα προσέξεις, δεν μιλάνε ευθέως για κάτι. Έχουν πάντα 2 και 3 αναγνώσεις. Αυτή είναι η πολιτική μου θέση αν θέλεις.
Σου αρέσει να πιάνουν τα τραγούδια σου και να τα διασκευάζουν;
Δικά τους είναι τα τραγούδια. Δικά τους. Όταν κάνεις μια διασκευή σε ένα τραγούδι και δεν έχεις πιάσει την ουσία του, δεν προσβάλλεις το τραγούδι. Εσύ εκτίθεσαι. Το τραγούδι δεν παθαίνει τίποτα.
Έχεις ακούσει τραγούδια σου έτσι όπως δεν ήθελες;
Κάποιες διασκευές δεν ήταν πάρα πολύ ωραίες. Δεν ήταν κολακευτικές για το τραγούδι. Ο Βασίλης Καράς μου ζήτησε το «Για που το ‘βαλες καρδιά μου», που είναι ένα τρυφερό κομμάτι. Δεν του πήγαινε. Αλλά δεν ήθελα και να τον στεναχωρήσω. Πάρ’ το. Και το έδωσα.
Έχεις πει και όχι;
Κάποιες φορές έχω πει. Συνήθως δεν λέω ποτέ όχι. Πάρ’ το. Και τι έγινε;
Αν σου έλεγα να μου περιγράψεις τον Ορφέα Περίδη με πέντε τραγούδια του, ποια θα ήταν αυτά;
Το «Φεύγω» και η «Φωτοβολίδα» σίγουρα. Ένα άλλο τραγούδι που έχει τίτλο «Η καρδιά μου είναι στα ψηλώματα» που περιγράφει την εξοχή της Ελλάδας, την ελληνική φύση την οποία αγαπάω πολύ. Ένα άλλο είναι «Ο Ρομπέν των καμμένων δασών». Και το «Κάτι μου κρύβεις». Όλα μου τα τραγούδια τα αγαπώ. Κάποτε είχα κάποιους ενδοιασμούς για ορισμένα τραγούδια. Αλλά με τα χρόνια πέρασε αυτό. Και μάλιστα με βοήθησε και ο Μάλαμας σε αυτό. Μου λέει «δεν έχω τραγούδι δικό μου που δεν τ’ αγαπάω». Δείχνει έναν άνθρωπο ο οποίος αυτό που κάνει το αγαπάει, το κάνει με τιμιότητα και ευσυνειδησία. Και με προβλημάτισε. Κάναμε μια συνεργασία το 2004 και εκείνη την εποχή είχα κάποιες ενστάσεις για κάποια τραγούδια. Και με βοήθησε πολύ αυτό που μου είπε.
Είπες κάπου, ότι τα καλύτερα τραγούδια τα έχεις γράψει υπό συνθήκη πόνου. Ο πόνος γεννάει τραγούδια;
Εν θερμώ, ναι. Δεν είναι πάντα έτσι. Μπορεί να γράψει κανείς και σε μια φάση ισορροπίας. Να μην είναι ούτε χαρούμενος, ούτε λυπημένος. Η φάση που μπαίνεις στη διαδικασία να γράψεις ένα τραγούδι, είναι λίγο μυστήρια.
Είναι μοναχική;
Είναι μοναχική. Είναι μια φάση που έχεις την ιδέα και πρέπει να την γράψεις σαν να γράφεις μια έκθεση ιδεών, μόνο που μπορεί να χρειαστεί να έχει και ομοιοκαταληξία. Σβήνεις γιατί πρέπει να είναι τρία λεπτά. Δηλαδή, κάνεις μια ιεράρχηση και μια επιλογή. Γιατί έχουμε και τον ραδιοφωνικό χρόνο. Όχι ότι αν μου έρθει ένα τραγούδι που κρατάει 10 λεπτά δεν θα το γράψω. Αλλά εγώ έτσι έχω μάθει. Έχω μάθει να γράφω τραγούδια. Και θέλω να γίνονται και επιτυχίες. Είμαι κακομαθημένος (γέλια).
Δεν είσαι χορτάτος;
Δεν χορταίνεις ποτέ. Όταν γράφουμε ένα τραγούδι, το γράφουμε για να αρέσει. Θέλω να αρέσει και να πάει καλά.
Ποια είναι η σχέση σου με την Αθήνα;
Πάρα πολύ την αγαπάω. Εγκατέλειψα απλά το κέντρο γιατί με κουράζει η ηχορύπανση. Θέλω καθαρό αέρα και ησυχία. Το επιθυμώ αυτό. Απ’ την ηχορύπανση υποφέρω περισσότερο από ότι από τον μολυσμένο αέρα. Αλήθεια. Θέλω ησυχία. Αγαπάω την ησυχία. Πολλά κακά μπορεί να βρει κανείς σε αυτήν την πόλη. Αλλά την αγαπάμε. Δεν γίνεται. Είναι οι αναμνήσεις μας εδώ. Είναι οι φίλοι μας εδώ. Κάθε γωνία θα μου θυμίσει κάτι. Πώς να μην την αγαπάς την Αθήνα;
Αλήθεια, φίλους από το χώρο έχεις;
Με τον Σωκράτη Μάλαμα μιλάμε συχνά. Τηλεφωνικά βέβαια. Έχουμε να τα πούμε πολύ καιρό από κοντά. Αυτός ο χώρος είναι λίγο… είμαστε λίγο ευκαιριακοί. Συναντιόμαστε, τα λέμε και μετά χανόμαστε. Δεν έχω φίλους σε αυτό τον χώρο. Αγάπες έχω. Αλλά όχι ότι θα βγαίνουμε συχνά, θα πιούμε καφέ μαζί και θα ανταλλάξουμε απόψεις και τέτοια. Όχι, δεν έχω τέτοια. Δεν έχω τέτοια σχέση με κανέναν από τους καλλιτέχνες, τους οποίους και αγαπώ όλους. Και όλους αυτούς που έχω συνεργαστεί και αυτούς που θαυμάζω αλλά δεν συνεργάστηκα ποτέ. Όπως είναι ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου ή ο Ορέστης Ντάντος που είναι εξαιρετικοί. Είναι απίθανοι.
πηγή:rosa.gr