Aretha Franklin Queen of Soul
Η σχεδόν προβληματική παιδική ηλικία
Η Αρίθα Φράνκλιν γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου 1942 στο Μέμφις του Τενεσί από πατέρα ιερέα και μητέρα πιανίστρια και τραγουδίστρια. Η οικογένειά της δεν ήταν καθόλου τυπική, καθώς ο γάμος των γονέων της επίσης δεν ήταν συνηθισμένος, ξεκινώντας από το ότι αμφότεροι είχαν παιδιά από σχέσεις τους πριν παντρευτούν.
Εκτός αυτού όμως το ότι ο πατέρας της ήταν κληρικός δεν τον εμπόδιζε καθόλου από το να έχει αναρίθμητες περιστασιακές σεξουαλικές σχέσεις, αντίθετα εκμεταλλευόταν δεόντως την ιδιότητά του γι’ αυτό. Το έκανε μάλιστα σε τέτοια βαθμό ώστε, όταν η Αρίθα ήταν έξι ετών, η μητέρα της άφησε το σπίτι στο Ντιτρόιτ του Μίσιγκαν όπου είχε καταλήξει η οικογένεια και μετοίκησε σε άλλη πολιτεία μαζί με τον γιο από μια προηγούμενη σχέση της.
Συνέχισε βέβαια να επισκέπτεται τακτικά τα υπόλοιπα παιδιά της, μέχρι που πέθανε πολύ πρόωρα από καρκίνο, πριν η Αρίθα συμπληρώσει τα δέκα.
Αν λοιπόν σίγουρα κληρονόμησε γονιδιακά ένα μέρος του μουσικού ταλέντου της από τη μητέρα την οποία δεν πρόλαβε να γνωρίσει για πολύ, αναμφίβολα όχι μόνον ανατράφηκε, αλλά και σε πολύ μεγάλο βαθμό διαμορφώθηκε ως προσωπικότητα από τον πατέρα της. Ο αιδεσιμότατος Clarence LaVaughn ήταν ένας αρκετά ιδιόρρυθμος αλλά και σαγηνευτικός άνθρωπος, όπως φαίνεται και από το ότι ήταν αυτό που λέμε ακαταμάχητος για τις γυναίκες.
Χαρισματικός σε αυτό που έκανε, δεν άργησε να αποκτήσει φήμη για τα συναισθηματικά φορτισμένα κηρύγματά του, αλλά και για το πόσο καλλίφωνος ήταν. Από μια στιγμή και μετά μάλιστα έγινε ένα είδος… σταρ της θρησκείας, πραγματοποιώντας περιοδείες μαζί με gospel φωνητικά σχήματα σε όλη την Αμερική, ενώ στο σπίτι της οικογένειας σύχναζαν γνωστές προσωπικότητες της gospel μουσικής αλλά και της πολιτικής όπως ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ.
Η δραστηριότητά του αυτή του απέφερε πολλά χρήματα, χάρη στα οποία η Αρίθα και τα αδέλφια της ζούσαν πολύ πιο εύπορα από όσο η μέση μαύρη οικογένεια της εποχής.
Τα πρώτα βήματα
Αναπόφευκτα λοιπόν η Αρίθα ξεκίνησε τη διαδρομή της στη χορωδία της εκκλησίας του και το έμφυτο ταλέντο της ήταν τέτοιο ώστε σε ηλικία μόλις δέκα ετών αναδείχθηκε στην πρώτη φωνή της, ενώ παράλληλα, εξ ολοκλήρου αυτοδίδακτη (!) και μόνον εξ ακοής, έμαθε να παίζει πιάνο. Έχοντας ολοφάνερα το ένστικτο του καλού επιχειρηματία πολύ περισσότερο από αυτό του ιερέα, ο πατέρας της όχι μόνον αντιλήφθηκε αμέσως το μέγεθος του ταλέντου της και τη βοήθησε να το αξιοποιήσει, αλλά και έγινε ο… μάνατζέρ της.
Αυτός ήταν που την έφερε σε επαφή με μουσικούς όχι μόνο των gospel, αλλά και της κοσμικής μουσικής, όπως ο σημαντικότατος soul ερμηνευτής και τραγουδοποιός Sam Cooke. Επαγγελματίας τραγουδίστρια ήδη από τα δώδεκά της, η Αρίθα Φράνκλιν δεν κατάφερε καν να τελειώσει το Γυμνάσιο λόγω των υποχρεώσεων της δουλειάς της και κυκλοφόρησε τον πρώτο δίσκο της με gospel τραγούδια σε ηλικία μόλις δεκατεσσάρων ετών.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν ενηλικιώθηκε, είπε στον πατέρα της ότι ήθελε να ασχοληθεί πλέον με την κοσμική μουσική. Εκείνος όχι μόνον δεν είχε την παραμικρή αντίρρηση, αλλά και τη συνόδευσε, ως πατέρας αλλά και μάνατζερ, στο ταξίδι της στη Νέα Υόρκη, όπου τη βοήθησε να εξασφαλίσει δισκογραφικό συμβόλαιο. Το δεύτερο album της -αλλά ουσιαστικά ντεμπούτο της, αφού ήταν το πρώτο με μη θρησκευτική μουσική- «Aretha: With The Ray Bryant Combo» κυκλοφόρησε το 1961, πριν ακόμα συμπληρώσει τα δεκαεννέα.
The Queen of Soul
Ήταν ήδη μια απολύτως ολοκληρωμένη μουσική φυσιογνωμία, γνώριζε εξ ενστίκτου και μπορούσε να ερμηνεύσει όλα τα ιδιώματα της αφροαμερικανικής μουσικής, gospel, blues, rhythm ‘n’ blues, την πρώιμη ακόμα soul, αλλά ακόμα και την jazz. Ήταν ικανότατη πιανίστρια, είχε αρχίσει να γράφει τραγούδια και φυσικά, πάνω απ’ όλα, ήταν κάτοχος μιας φωνής – δύναμης της φύσης, μοναδικής έκτασης αλλά και δεξιοτεχνίας.
Μπολιάζοντας το ύφος της με στοιχεία από όλα τα υπόλοιπα ιδιώματα που κατείχε, η Αρίθα Φράνκλιν διαμόρφωσε την ερμηνεία και συνολικά την αισθητική αυτού που λέμε soul όσο μόνον ένα άλλο φαινόμενο, η εφηβική ακόμα τότε μουσική ιδιοφυΐα η οποία λέγεται Stevie Wonder, το έκανε την ίδια εποχή.
Ήδη από το 1967 την αποκαλούσαν βασίλισσα της soul και τα υπόλοιπα είναι απλώς μια σειρά όχι απλά κλασικών, αλλά κυριολεκτικά αθάνατων τραγουδιών. «I Never Loved A Man The Way I Love You», «Do Right Woman – Do Right Man», ο πρωτοφεμινιστικός (!) ύμνος «Respect», «(You Make Me Feel Like) A Natural Woman», «Chain Of Fools», το επικό και γεμάτο από σπάνια για ερωτικό τραγούδι δικαιολογημένη οργή «Think» και η περισσότερο και από αριστουργηματική εκτέλεσή της του «I Say A Little Prayer» του Burt Bacharach είναι τα κυριότερα από αυτά.
Με φυσιολογικά ανεβοκατεβάσματα αυτή η λαμπρή διαδρομή διήρκεσε ακριβώς τρεις δεκαετίες με τελευταίο πολύ επιτυχημένο album της το «What You See Is What You Sweat» το 1991. Επέστρεψε όμως μετά από επταετή απουσία και, έστω και σε πιο αραιά διαστήματα πλέον, παρέμεινε ενεργή με τον τελευταία δίσκο της να έχει κυκλοφορήσει μόλις πέρυσι.
Σεβασμός
Πίσω από όλα αυτά βρισκόταν ένας βασανισμένος αλλά και αξιοθαύμαστα δυνατός άνθρωπος. Είχε πρόβλημα παχυσαρκίας από πολύ μικρή, κατά καιρούς έχανε βάρος αλλά το ξανάπαιρνε. Μανιώδης καπνίστρια μέχρι που το έκοψε το 1994, με αποτέλεσμα όμως, όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, το βάρος της να αυξηθεί και πάλι κατακόρυφα.
Τα προβλήματα υγείας όμως δεν στάθηκαν εμπόδιο στο να γίνει για πρώτη φορά μητέρα στα δώδεκα (!) και δεύτερη δύο χρόνια αργότερα, χωρίς ποτέ να αποκαλύψει τους πατέρες των δύο πρώτων γιων της. Παντρεύτηκε πρώτη φορά στα δεκαεννέα της και ο γάμος διήρκεσε οκτώ χρόνια, στη διάρκεια των οποίων απέκτησε έναν ακόμα γιο και έναν τέταρτο και τελευταίο από μια σχέση της πριν παντρευτεί για δεύτερη και τελευταία φορά το 1978 και πάρει διαζύγιο έξι χρόνια αργότερα.
Με τον δικό της, αθόρυβο τρόπο υπήρξε συνεπής αγωνίστρια για ίσα δικαιώματα των Αφροαμερικανών, η μόνη που τραγούδησε τόσο στην κηδεία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ το 1968 όσο και στην τελετή εγκατάστασης στον Λευκό Οίκο του Μπάρακ Ομπάμα το 2009. Το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας που της απένειμε το 2005 ο Τζορτζ Μπους Τζούνιορ ήταν η κορυφαία από τις τόσες δικαιολογημένες τιμές τις οποίες της επιφύλαξε η χώρα της.
Παρ’ ότι ποτέ δεν το παραδέχθηκε ανοιχτά, ο καρκίνος του παγκρέατος, για τον οποίο εγχειρίστηκε το 2010, δεν θεραπεύθηκε και συνέχισε να την ταλαιπωρεί τα τελευταία χρόνια της ζωής της. Αυτός ήταν η αιτία του θανάτου της, που συνέβη στο σπίτι της στο Ντιτρόιτ, ενώ βρίσκονταν κοντά της η οικογένειά της και πολλοί φίλοι της. Τι άλλο να προσθέσεις για μια τόσο πλήρη -με κάθε έννοια- διαδρομή αλλά και ζωή, πέραν από το ότι δυστυχώς τέλειωσαν σχετικά πρόωρα και ότι η soul έχασε για πάντα τη μια και μοναδική φωνή της; We say a little prayer for you Lady Re…