Γιάννης Τσίγκρας, ένας θαυμάσιος λογοτέχνης
Ο Βολιώτης ποιητής και πεζογράφος Γιάννης Τσίγκρας, γεννήθηκε το 1952 και πέθανε απροσδόκητα στις 7 Νοεμβρίου 2016, πρόλαβε να γράψει σε όλη του τη ζωή πάνω από χίλια τριακόσια ποιήματα, ρεαλιστικά, μυθικά, αναλυτικά, αναφορικά, παρά τον περιορισμένο αριθμό των στίχων που, στην πλειονότητά τους, δεν ξεπερνούν τη μισή σελίδα.
Σπούδασε δημοσιογραφία, ενώ διετέλεσε υπεύθυνος Τύπου στο πρώην Δήμο Πορταριάς. Έγραφε σε περιοδικά και σε εφημερίδες, ενώ είχε εκδώσει και ποιητικές συλλογές. Από τις τελευταίες συλλογές, αυτή με τον τίτλο «Έχεις δίκιο, είναι ο Αλντεμπαράν» του 2014 και τα διηγήματα του 2014 με τον τίτλο «Ένα βίου μάστερ χωρίς χιονάτη και νάνους». Παλαιότερα, το «Κυκλω» με διηγήματα 1980, «Μερίμνη ανθισμένων δαιμόνων», ποίηση 1991, «η δίψα του Ελπηνορα» διηγήματα 1996, «Οι τερματοφύλακες των πάρκων»
Ο Γιάννης Τσίγκρας υπήρξε ένας βαθύς διαλογικός δημιουργός. Έγραφε με την ίδια ευκολία για θέματα υπαρξιακά και παράλληλα έκρινε μύθους βγαλμένους από την υποβαθμισμένη γειτονιά του, στην οποία πέρασε ολόκληρη τη ζωή του. Τρεις όμως ήταν οι άξονες πάνω στους οποίους οικοδόμησε την τέχνη του.
Κατ’ αρχάς, η πίστη του στα Θεία. Είναι αλήθεια πως ο αγνός, αθώος, ανιδιοτελής, ντροπαλός άνθρωπος που ήταν, έβρισκε ανάπαυση ψυχής στη θρησκεία. Ο Γιάννης μας ήταν θρήσκος, δεν το έκρυβε και μάλιστα σε εποχές που μια τέτοια ιδιότητα σήμαινε ακόμη και χλευασμό, γράφει για τον Θεό, τον Χριστό, τους αγγέλους που τον προστάτευαν, τις εκκλησίες μέσα στις οποίες υμνούνται τα Θεία, οσίους και αγίους της χριστιανικής παράδοσης κ.λπ.
ΑΝΟΙΞΑΝΤΟΣ ΣΟΥ ΤΗΝ ΧΕΙΡΑ
Η αλισάχνη, σκόνη μιας θάλασσας πικρής,
με χτυπάει στα μάτια, θολώνει το νου η καταιγίδα,
βουλιάζω, Κύριε, δώσ’ μου το χέρι σου, σήκωσέ με.
Κάποτε, όταν από Σίμωνα μ’ ονόμασες Πέτρο,
κρυφοκαμάρωνα
αν κι ήξερα –γνώση που είχα από παιδί–
πόσον εύκολα βουλιάζουνε οι πέτρες.
(σελ. 141)
Ο δεύτερος άξονας έχει να κάνει με τη συνομιλία του τόσο με τη διαδικασία την ποιητική όσο και με το παραγόμενο αποτέλεσμα, που είναι το ποίημα. Πράγματι, ό,τι και αν είχε στο μυαλό του ο Τσίγκρας για να καταγράψει, το περνά απ’ την κρησάρα της ίδιας του της τέχνης. Με αυτό το γεγονός δεν ήθελε να ξεχωρίσει, να κάνει τους άλλους (όπως καλή ώρα εμείς) να πουν πως τον ενδιέφερε η δομή από το αποτέλεσμα ή η χρησιμότητα από το περιττό, το αντίθετο, δεν μπορούσε να λειτουργήσει διαφορετικά, επιθυμούσε να γίνει εμφανές το ότι ο ποιητής και είναι αλλά και δεν είναι ένα πρόσωπο συμβολικό, ίσως πιο ευαίσθητο, ίσως πιο ταλαιπωρημένο, ίσως πιο ευάλωτο.
Πολλοί ποιητές συνομίλησαν κατά καιρούς με αυτά που γράφανε, στον Τσίγκρα όμως αυτή η προσπάθεια λαμβάνει γενικευμένη γνωμάτευση λογοτεχνική – ίσως σε πάνω από εννιακόσια ποιήματα, τέτοια που να πλησιάζουν τη μανιέρα, τον τρόπο δηλαδή που επιθυμούσε να τα κατασκευάζει.
ΝΑ ΤΙΣ ΚΑΡΦΩΝΕΙΣ
Τις λέξεις που έφερε ο άνεμος
να τις καρφώσεις πάνω σου κι ας ματώσεις
γιατί κανένα ποίημα δεν χτίζεται χωρίς πόνο,
μπαίνουμε εντός του αρτιμελείς
και βγαίνουμε (αν βγούμε) τυφλοί, μονόχειρες
με πατερίτσες.
Δεν ανθίζουν τα ποιήματα, μόνον αφήνουν σημάδια
τύπους των ήλων
και μια μυστήρια μουσική, σαν την ουρά των κομητών,
τ’ ακολουθεί.
(σελ. 190)
Ο τρίτος και τελευταίος μεγάλος άξονας στην τέχνη του Τσίγκρα είναι ο θάνατος. Πράγματι, βιώνει τον θάνατο σχεδόν όλων των δικών του, μιλά σαν να πρόκειται να πεθάνει την επόμενη ώρα και (παρότι τα ποιήματα δεν ακολουθούν χρονολογική σειρά, δεν μεταφέρονται δηλαδή στο βιβλίο με τη σειρά που γράφτηκαν, άρα κάποιο θα προηγείται και κάποιο άλλο έπεται) έχοντας βυθιστεί σε πηγάδια μοναξιάς, αντιμετωπίζει τον θάνατο με εξαιρετική ψυχραιμία, του απευθύνει τον λόγο και του καθιστά σαφές ότι δεν φοβάται. Βέβαια, το ότι και ο ίδιος πεθαίνει τόσο νέος, από τη μια μάς θλίβει, από την άλλη όμως μας ανακουφίζει, αφού σε όλη του τη ζωή εξόρκιζε τον χάρο, τον διακωμωδούσε, τον πρόσβαλε, τον αγνοούσε.
Είναι αληθινά τεράστιο το παλμαρέ των μύθων του Τσίγκρα, είναι αληθινά τεράστια η ικανότητά του να μετατρέπει το λάθος σε σωστό, το απίστευτο σε πειστικό, το υπερρεαλιστικό σε ζώσα καθημερινότητα.
Ο,ΤΙ ΑΝΑΔΕΙΚΝΥΕΙ ΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥΣ
Έφυγαν όλοι και μου άφησαν
τη μουσική
φόδρα
του πανωφοριού τους,
μια λάμπα που ανάβει δύσκολα
κι ένα κομμάτι πηλό,
να φτιάξω τα, αέρινα, ομοιώματά τους,
να αναδείξω
ό,τι, τελοσπάντων, από εκείνους,
συγκρατεί η μνήμη.
Έφυγαν όλοι, με τσέπες άδειες από βότσαλα
κι αυτό σημαίνει ότι
επιδιώκουν την αιώνια ξενιτεία.
Έφυγαν δίχως να με ρωτήσουν αν αντέχω
ένα χώρο άδειο σαν τον ουρανό,
μιαν απουσία αναπνοής,
κάποια του νεύματός τους
απροσδιοριστία.
(σελ. 502)
Το οπλοστάσιο των ερεθισμάτων του Τσίγκρα όμως ήταν απεριόριστο. Και γιατί δεν έγραψε; Για το ξύλινο ποδάρι του πατέρα (παράσημο απ’ τη συμμετοχή του στον Εμφύλιο), για τους μαχαλόμαγκες της Νεάπολης και της λεωφόρου Αθηνών όπου ζούσε, για περίεργους γειτόνους, φτωχούς και ανήμπορους, για διάφορα χαρακτηριστικά μέρη της πόλης του Βόλου, για τα παιδικά χρόνια, για την εφηβεία, για κουρεία, ραφεία, καταστήματα της γενέτειρας, για τα χρόνια των σπουδών στην Αθήνα, για απώλειες, απουσίες, στερήσεις.
Είναι αληθινά τεράστιο το παλμαρέ των μύθων του Τσίγκρα, είναι αληθινά τεράστια η ικανότητά του να μετατρέπει το λάθος σε σωστό, το απίστευτο σε πειστικό, το υπερρεαλιστικό σε ζώσα καθημερινότητα. Απ’ ό,τι μας δίνεται να καταλάβουμε, ο ποιητής κατέγραφε όσα έβλεπε από το παραθυράκι του περιπτέρου στο οποίο και εργαζόταν, όχι για να λειτουργήσει ποιητικά και μόνο, αλλά για να τα μετατρέψει σε τέχνη με τον τρόπο που μόνο ο ίδιος γνώριζε πολύ καλά και που δεν ήταν άλλος από την αφαίρεση, το μέλι και το λεμόνι, με τα οποία τα συνόδευε.
Δύο μήνες παιδεύτηκα με τα ποιήματα του Γιάννη Τσίγκρα προκειμένου να ταυτιστώ μαζί τους, να εντοπίσω το μέγεθός τους, να βρω τη γενιά μας, εκεί στις αρχές της μεταπολίτευσης, στη «Σκοπιά των Νέων» του Ταχυδρόμου, με μουσικές και βιβλιοπωλεία, με θέατρο και κινηματογράφο, με βόλτες και φιλολογικές αντεγκλήσεις, με όλους τους ήρωες που ο ποιητής περνά στα γραπτά του, από τον Ταρκόφσκι έως στον Μάριο Χάκκα.
Επειδή λοιπόν ο σκοπός (δεν μου αρέσει να χρησιμοποιώ πομπώδεις εκφράσεις και λέξεις, εδώ όμως είναι η πραγματικότητα) είναι ιερός, επειδή ένας μικρός εκδότης αποφασίζει κάτι πάνω από τις δυνάμεις του, προκαλώ και προσκαλώ όλους να γίνουν συνδρομητές και να παραγγείλουν το βιβλίο, κυρίως ως αφιέρωση στη μνήμη ενός ποιητή, ο οποίος όσο ζούσε αγαπούσε τους πάντες, δεν έκανε εχθρούς, δεν προσπάθησε ούτε καν να προωθήσει το έργο του και, τέλος, αισθανόταν ντροπή και κοκκίνιζε ακόμη και όταν κάποιος εκστόμιζε για εκείνον την τόσο βαριά λέξη: ποιητής.
*Απόσπασμα κειμένου από τον Χρίστο Παπαγεωργίου που δημοσιεύτηκε 10 Αυγούστου 2018 στο diastixo.gr