Πέρασαν πολλοί, του Γιάννη Τσίγκρα

Πέρασαν τόσοι άνθρωποι απ’ αυτό το σπίτι…
Τα καλοκαιρινά βράδια, κοιτάζοντας τον Αποσπερίτη,
τους μετρώ: Ο πατέρας που μ’ έστελνε κάθε μεσημέρι
ν’ αγοράσω ρέγκα και ρετσίνα, η μάνα σκυμμένη στη
ραπτομηχανή, η γιαγιά Χρυσάνθη με το κοπανέλι και μια κότα
στον ώμο. Η Ρούλα να ισχυρίζεται ότι, στο μαγαζί, ο μπαμπάς
πουλούσε «τσινά γαμόνια», να χορεύει στον Αντρέα
το φωτογράφο τσιφτετέλι.
Πέρασαν και ενοικιαστές, η σαραντάχρονη Χαρίκλεια
με τον, κατά μια εικοσαετια, νεότερο άντρα της, ο Θόδωρας
παντρεύονταν συχνά στον κάμπο κι έδινε στα συμπεθέρια
τη διεύθυνσή μας, να ’ρθουν να γνωρίσουν τη μαμά του,
επαγγελματια μοδίστρα, η Χαρίκλεια είχε μια συλλογή
από καραγκούνικες τούφες μαλλιών, τη χαιρετούσαν σα
συμπεθέρα. Ήταν και τα ερωτεύσιμα μοδιστράκια της,
πέντε άλλαζε το χρόνο – πού να βρίσκονται όλοι αυτοί…
Περάσατε
ο Γιώργος και συ, αγαπημένη, με τον γιο μου μιλώ
στο τηλέφωνο,
η δική σου άηχη μουσική σε τυλίγει, σε μακρινούς γαλαξίες,
τι έμεινε εδώ, ένας γάτος που κάνει τούμπες και το παράθυρο
και, μεταξύ 10 κι 11, διασχίζει, τις θερινές ώρες, εκείνο
το αστέρι, ο Αλντεμπαράν.
Γιάννης Τσίγκρας