Ραψωδία, του Γιάννη Τσίγκρα
Τίποτε δεν απέμεινε, μόνον η δυνατότητα ν’ ανακαλέσω τις σκιές
εκεί, στη ραψωδία λ’, την επονομαζομένη Νέκυια, τον κουτσό Αχιλλέα,
που προτιμούσε να ’ναι ο έσχατος στον Κόσμο, παρά των νεκρών ο βασιλιάς,
τον Ελπήνορα, θέλω να πω τη σκιά του, μύριζε κρασί και διψούσε για αίμα
τράγου και τον ανδρόγυνο Τειρεσία, με δυο ζάρια στη φούχτα – τι μελλούμενα
είχαν εκείνοι οι νεκροί; Κι ο χρόνος τούς έδωκε τα δικά μου προσωπεία, τον
Σπανό με τα κίτρινα μουστάκια και δάχτυλα, τον ταβλαδόρο Θεσσαλονικιό,
έπαιζε ο αθεόφοβος, όλη τη μέρα, μόνος, μακριά περνούσαν κοπάδια, για τα σφαγεία,
όταν ξεστράτιζε κανένας ταύρος, όλοι κλειδωνόμαστε στο μαγαζί κι ο πατέρας
κοιτούσε απ’ το παράθυρο, ο Αντρέας ο φωτογράφος όπλιζε τη μηχανή κι έψαχνε για χαραμάδα,
τα τραπεζάκια αναποδογύριζαν, ευτυχώς κάθε Παρασκευή περνούσε ο Σπύρος με την μαγική κόλλα και τραγουδούσε: «Γυαλικά σπασμένα κολλούμεν».
Γιάννης Τσίγκρας