Σα να ’ταν μανουάλια
Αυτός ο άνθρωπος απολογείται στα δέντρα
ζητώντας, μ’ ένα του χεριού του τιναγμα,
την υπόκρουση ενός μαντολίνου,
όπως ο σαλτιμπάγκος κρέμεται, για να υπάρξει,
Από την πίκρα και το γέλιο των αγνώστων.
Αυτός ο άνθρωπος περιγράφει στα φυλλώματα,
την ουσία της αθωότητας,
όσων περπατούν ακόμη στο όνειρο ενός πουλιού.
Κι οι κομήτες μπαίνουν στο δωμάτιο
απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα
και τα μπαούλα αχνίζουν τα νυχτερινά του Σοπέν.
Α, υπήρξε η εποχή που ο αρχάγγελος
υάκινθο, αντι για ρομφαία, κρατούσε
και όριζαν οι τελευταίες παιδικές φωνές,
δρόμους προς το φεγγάρι.
Υπήρξεν η εποχή που οι γυναίκες
έψαχναν, κάτω από τη σκάλα, για τους πεθαμένους τους
κι ένας μικρός αέρας από το παράθυρο
έσβηνε τα μεγάλα μάτια τους
σα να ’ταν μανουάλια.
Γιάννης Τσίγκρας