ΤΑΧΤΙΒΙΛΙΜ, του Γιάννη Τσίγκρα
Ο παππούς με το δασύτριχο στήθος και το μακρύ σώβρακο
ήταν η Γοργόνα, όχι μια οποιαδήποτε γοργόνα, ήταν η αδελφή
του Μεγαλέξαντρου, εγώ, απλώς, ο καπτα-Γιάννης,
όχι ο οποιοσδήποτε καπετάνιος, ήμουν εκείνος που γνώριζε
καλά το μυστικό: Ο στρατηλάτης ζούσε και κυρίευε τον Κόσμο,
έτσι απαντούσα στον Γαρόφλο, συγγνώμη, στη Γοργόνα
όταν με ρωτούσε σχετικά, τα μεσημέρια, στην άσπρη θάλασσα των
σεντονιών – δεν γνωρίζαμε, εκείνος ως γνήσιος άθεος (θέλω να πω,
όχι σαν κι αυτούς που μουτζώνουν τον ουρανό) κι εγώ, τρίχρονος,
τι να ξέρω για τον αββά Σισώη,
που θρήνησε την ματαιότητα των ανθρωπίνων,
μπροστά στον περί ού τον τάφο, ούτε την Κα Σουβατζή που ακόμη ψάχνει
σταθεροποιητές ουτοπιών.
Κι ύστερα, η γοργόνα με τα μαύρα δάχτυλα, σκυτοτόμος γαρ,
μ’ αποκοίμιζε, μέσα στη γνώση μου, με ταχταρίσματα: «ταχ… τιβιλίμ… τιβιλόμ…»
Γιάννης Τσίγκρας