Τρία χρόνια χωρίς τον Μίκη Θεοδωράκη
Το τραγούδι δεν είναι μόνο χρήσιμο, αλλά απαραίτητο
Συνέντευξη του μέγιστου μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη στον Γιάννη Φλέσσα, που είχε δημοσιευτεί στο Περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ (τεύχος 55, Μάρτιος 1995).
Τι ήταν αυτό που σ’ έκανε να ασχοληθείς με την κινηματογραφική μουσική;
Η μεγάλη μου αγάπη για τον κινηματογράφο.
Πως ήταν τότε οι συνθήκες για να γραφτεί μουσική σε ταινία;
Στη δεκαετία του ’50 ήταν «ηρωικές». Θυμάμαι λ.χ. ότι η ηχογράφηση της μουσικής για το φιλμ του Δαδήρα «Το Δίλημμα μιας Ορφανής», έγινε στο σπίτι του ηχολήπτη, στα Λιόσια. Έπαιζε ο Δημήτρης Φάμπας κιθάρα, το μωρό κοιμόταν στη γωνία, ενώ στο μέσον του δωματίου πάνω στη σόμπα που έκαιγε με ξύλα, έβραζαν όσπρια. Μετά το ‘60, επί Κακογιάννη που δούλευε στο στούντιο της Φίνος, στην οδό Χίου, υπήρξε μεγάλη πρόοδος. Δούλευα πολύ στη μουβιόλα και οι συνθήκες εγγραφής ήταν άψογες. Φωνολήπτης ήταν ο Μικές Δαμαλάς, που για την ηχοληπτική δουλειά του τιμήθηκε με ειδικό βραβείο στις Κάννες, όπου συμμετείχε η «Ηλέκτρα».
Τέλος στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ όπου δούλεψα με τον Λίτβακ, τον Γαβρά και τον Λούμετ, τα συστήματα, κυρίως της χρονομέτρησης και του συντονισμού μουσικής και εικόνας τελειοποιήθηκαν.
Ουσιαστικά εσύ ξεκίνησες τη μουσική στον ελληνικό κινηματογράφο, γιατί η μουσική σου με το ύφος και την ιδιαιτερότητα της υπήρξε μια πρόταση. Υπάρχουν σημεία επαφής σου με το σημερινό κινηματογράφο;
Δυστυχώς όχι.
Ποια κινηματογραφική δουλειά σου αγαπάς περισσότερο;
Αρκετές… Όμως για να μην αδικήσω (κυρίως τους σκηνοθέτες) θα αναφερθώ μόνο στη μουσική της «Ηλέκτρας». Κι αυτό γιατί εκεί μπόρεσα να αποτυπώσω μουσικά και ηχητικά το 100% της άποψής μου για την μουσική στον κινηματογράφο.
Ποιοι είναι οι πιο αγαπημένοι σου ξένοι συνθέτες και ποιοι είναι οι Έλληνες συνθέτες που εκτιμάς;
Ο Άλεξ Νορθ, ο Ένιο Μορικόνε, ο Ντιμίτρι Τιόμκιν, ο Μαξ Στάινερ. Ο Κώστας Καπνίσης για την κινηματογραφική του μουσική, ο Χατζιδάκις και ο Ξαρχάκος, κυρίως για τα τραγούδια που έγραψαν για φιλμ, ο Μίμης Πλέσσας για τα τραγούδια, αλλά και τα μιούζικαλ που έχει γράψει.
Τι σε εκφράζει πιο ουσιαστικά, η μουσική σου στο σινεμά ή το τραγούδι καθαυτό;
Οι συνθήκες και τα γεγονότα με απομάκρυναν αναγκαστικά από τη συνεργασία μου στον κινηματογράφο την εποχή που με τη «Φαίδρα» του Ντασέν, το «Five Miles to Midnight» του Λίτβακ και τον «Ζορμπά» του Κακογιάννη είχα προκαλέσει το ενδιαφέρον της διεθνούς παραγωγής.
Ήδη στα 1965 μου έγινε πρόταση να εγκατασταθώ στο Χόλιγουντ με μυθικές για τα μέτρα μας απολαβές και συνθήκες εργασίας. Είχα μάλιστα τότε στο Παρίσι ως δικηγόρο μου για τις διαπραγματεύσεις το φίλο μου Θεόδωρο Πάγκαλο… Θυμάμαι πως το μόνο που κάναμε ήταν να τραβάμε τις συνομιλίες σε μάκρος, δεδομένου ότι οι συζητήσεις γίνονταν σε πανάκριβα παρισινά ρεστοράν εξόδοις των προτεινόντων και ο Θόδωρος από τότε αγαπούσε την καλή κουζίνα, ενώ δεν υπήρχε καμία πιθανότητα από μέρους μου να αποδεχθώ. Κι αυτό γιατί, όπως έλεγα, «δεν μπορούσα να αφήσω τον γάμο για πουρνάρια». Γάμος φυσικά ήταν το Κίνημα των Λαμπράκηδων και «ο αγώνας για την Ελλάδα» που κατέληξε, ως γνωστόν, στη χούντα.
Χάθηκαν έτσι δέκα χρόνια επαφής μου με τα στούντιο και τις αίθουσες ηχογραφήσεων. Ακόμα και οι συνεργασίες μου στην περίοδο της δικτατορίας στις ΗΠΑ, στο Παρίσι και το Λονδίνο, με τους Λούμετ, Κακογιάννη, Γαβρά και άλλους, γίνονταν κάτω απ’ τον αστερισμό και πάλι του «αγώνα κατά της χούντας». Εκεί βρισκόταν η ψυχή μου. Έτσι δεν μπόρεσα να έχω με τον κινηματογράφο τη σχέση που θα ήθελα. Αν το πετύχαινα τότε θα μπορούσα να πω πως ίσως η μουσική στο σινεμά θα ήταν εξίσου σημαντική με το τραγούδι.
Πόσο χρήσιμο είναι το τραγούδι στην εποχή μας;
Πάντοτε θα είναι όχι μόνο χρήσιμο, αλλά απαραίτητο το τραγούδι – όσο θα υπάρχουν άνθρωποι.
Απ’ όλους τους σκηνοθέτες που έχεις συνεργαστεί, είτε Έλληνες είτε ξένους (Γκρεγκ Τάλας, Κακογιάννης, Γαβράς, Ντασέν, Πάουελ, Λίτβακ, Λιούμετ κ.α.), με ποιόν είχες την καλύτερη συνεργασία και με ποιον τη χειρότερη;
Όλοι τους ήταν θαυμάσιοι έτσι που η συνεργασία μαζί τους ήταν για μένα πηγή πραγματικής πνευματικής χαράς. Άλλωστε η θεωρία μου για τη θέση της μουσικής σε μια ταινία διευκόλυνε σημαντικά την ουσιαστική επαφή. Ποιά είναι αυτή η θεωρία; Πιστεύω ότι ο συνθέτης, όπως ο ηθοποιός, ο σκηνογράφος, ο φωτιστής και ο οπερατέρ, πρέπει να υπηρετεί τη βασική ιδέα-πρόθεση του σκηνοθέτη. Έτσι ζητούσα πάντοτε να μου εκθέσουν πρώτα οι ίδιοι πως «βλέπουν» τη θέση της μουσικής. Σε ποιά σημεία. Με ποιο χαρακτήρα. Βλέπαμε μαζί το φιλμ σε μεγάλη οθόνη και μόνο όταν συμφωνούσαμε, κόβαμε τα κομμάτια που θα έμπαινε μουσική, για να τα δουλέψω στη συνέχεια στη μουβιόλα.
Έγραφα έτσι όλη τη μουσική βλέποντας και ξαναβλέποντας τις σκηνές στη μουβιόλα. Μετά έπαιρνα σημειώσεις με λεπτομέρειες και με χρόνους σε υπολογισμό δεκάτων του δευτερολέπτου. Όλα αυτά άρεσαν στους σκηνοθέτες, γιατί κατα κάποιον τρόπο «συμμετείχαν» στη δημιουργία της μουσικής επένδυσης.
Όμως και κατά την εγγραφή πολλές φορές παρακαλούσα το σκηνοθέτη να διευθύνει την ορχήστρα, για να δώσει ο ίδιος τη ρυθμική αγωγή. Θυμάμαι τον Ντασέν και τον Λίτβακ με πόσο παιδικό ενθουσιασμό κουνούσαν τα χέρια. Έτσι λ.χ. η θαυμάσια, η κλασική θα έλεγα ερωτική σκηνή της Μελίνας και του Πέρκινς μπροστά στο τζάκι στη «Φαίδρα», είχε διευθυντή ορχήστρας τον ίδιο τον Ντασέν, που έδωσε το γνωστό ξέφρενο ρυθμό.
Από τι εξαρτάται το να γραφτεί μια καλή μουσική σε μια ταινία;
Από την έμπνευση κατά πρώτο λόγο και την τεχνική αρτιότητα κατα δεύτερο.
Πιστεύεις πως η τέχνη πρέπει να είναι μακριά απ’ την πολιτική;
Θέλεις να πεις μακριά απ’ τη ζωή; Γιατί κοινωνική ζωή χωρίς πολιτική δεν μπορεί να υπάρξει. Έτσι όλοι οι καλλιτέχνες υπόκεινται στους νόμους της πολιτικής. Η διαφορά μεταξύ τους είναι ότι οι περισσότεροι δεν το γνωρίζουν. Έτσι υπάρχουν και λίγοι που, από παθητικοί δέκτες των εντολών και συμφερόντων της πολιτικής, όπως είναι άλλωστε αναγκαστικά όλοι ανεξαιρέτως οι πολίτες, προσπάθησαν να γίνουν ενεργητικοί. Δηλαδή αντιδρούν στη μοιρολατρία και στην παραδοχή της καθεστηκυΐας τάξεως πραγμάτων, που κάθε φορά προσπαθεί να επιβάλλει η πολιτική για να εξυπηρετεί τα συμφέροντά της.
Λοιπόν, αυτοί οι λίγοι που αντιδρούν στην παντοδυναμία της πολιτικής είναι αυτοί που καταγγέλλονται πως κάνουν πολιτική. Ακριβώς γιατί ενοχλούν και βλάπτουν την πολιτική.
Πηγή: www.cinemagazine.gr