Μετάβαση στο περιεχόμενο

«Η Πάρκινσον είναι ανθρωπογενής ασθένεια»

Τα στοιχεία είναι όλο και πιο δύσκολο να αγνοηθούν: στη Γαλλία, μια πανεθνική μελέτη διαπίστωσε ότι τα ποσοστά του Πάρκινσον ήταν σημαντικά υψηλότερα σε αμπελώνες που βασίζονται σε μυκητοκτόνα. Μια άλλη μελέτη διαπίστωσε ότι οι περιοχές με εντατική χρήση γεωργικών φυτοφαρμάκων τείνουν να έχουν υψηλότερα ποσοστά της νόσου.

Το καλοκαίρι του 1982, επτά χρήστες ηρωίνης εισήχθησαν σε νοσοκομείο της Καλιφόρνιας παράλυτοι και μουγκοί. Ηταν γύρω στα 20, κατά τα άλλα υγιείς – μέχρι που το αυτοσχέδιο ναρκωτικό που είχαν παρασκευάσει τους άφησε ακίνητους μέσα στο ίδιο τους το σώμα. Οι γιατροί ανακάλυψαν γρήγορα την αιτία: Το MPTP, μια νευροτοξική μόλυνση που είχε καταστρέψει ένα μικρό αλλά κρίσιμο τμήμα του εγκεφάλου, την μελαινα ουσία, η οποία ελέγχει την κίνηση.

Οι ασθενείς είχαν αναπτύξει συμπτώματα Πάρκινσον σε προχωρημένο στάδιο, σχεδόν εν μια νυκτί. Ενώ η φαρμακευτική αγωγή βοήθησε κάποιους να ανακτήσουν μέρος της κινητικότητας, η βλάβη ήταν μόνιμη – κανείς από τους επτά δεν ανέκαμψε ποτέ πλήρως.

Η περίπτωση των επτά νεαρών σόκαρε τους νευρολόγους οι οποίοι μέχρι εκείνη τη στιγμή θεωρούσαν τη νόσο του Πάρκινσον ασθένεια του γήρατος, με αργή εξέλιξη και μυστηριώδη προέλευση. Αλλά εδώ υπήρχε η απόδειξη ότι μια απλή χημική ουσία μπορούσε να οδηγήσει στο ίδιο καταστροφικό αποτέλεσμα. Και ακόμα πιο ανησυχητικό: το MPTP αποδείχθηκε ότι ήταν χημικά παρόμοιο με το Paraquat, ένα ευρέως χρησιμοποιούμενο ζιζανιοκτόνο που, επί δεκαετίες, ψέκαζε αγροκτήματα στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη.

Για έναν νεαρό τότε ολλανδό γιατρό ονόματι Μπας Μπλούμ, η υπόθεση υπήρξε καθοριστική για την καριέρα και τη ζωή του. θα γινόταν καθοριστική. Το 1989, λίγο μετά την ολοκλήρωση της ιατρικής σχολής, ο Μπλουμ ταξίδεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες για να συνεργαστεί με τον Γουίλιαμ Λάνγκστον, τον νευρολόγο που είχε αποκαλύψει τη σχέση MPTP – Πάρκινσον. Αυτό που είδε εκεί αναδιαμόρφωσε την κατανόησή του για την ασθένεια – και τα αίτιά της.

«Ηταν σαν κεραυνός», λέει ο Μπλουμ στο Politico. «Μια χημική ουσία είχε δημιουργήσει την ασθένεια. Η νόσος του Πάρκινσον δεν ήταν απλώς κακή τύχη, αλλά μπορούσε να προκληθεί».

Πώς ο άνθρωπος δημιουργεί μια ασθένεια

Σήμερα, στα 58 του, ο Μπλουμ ηγείται μιας παγκοσμίως αναγνωρισμένης κλινικής και ερευνητικής ομάδας, στο Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Ράντμπουντ στο Νάιμεχεν. Μελετά εκατοντάδες ασθενείς κάθε χρόνο, ενώ η ομάδα του πρωτοπορεί σε μελέτες έγκαιρης διάγνωσης και πρόληψης.

Σε αντίθεση με πολλούς ερευνητές, ο Μπλουμ δεν μένει στα παρασκήνια. Μιλάει σε διεθνή συνέδρια, διαβουλεύεται με φορείς χάραξης πολιτικής και εξηγεί τα ευρήματά του του στο κοινό και στην επιστημονική κοινότητα.

Το έργο του καλύπτει τόσο τη φροντίδα των ασθενών όσο και τις αιτίες που την προκαλούν. Παράλληλα με την εστίασή του στην άσκηση και την πρόληψη, έχει γίνει μια από τις πιο δυνατές φωνές για τους περιβαλλοντικούς παράγοντες της νόσου του Πάρκινσον.

«Η νόσος του Πάρκινσον είναι μια ανθρωπογενής ασθένεια», λέει. «Και η τραγωδία είναι ότι δεν προσπαθούμε καν να το αποτρέψουμε».

Τη νοσο περιέγραψε για πρώτη φορά ο βρετανός χειρουργός Τζέιμς Πάρκινσον, το 1817 , περιγράφοντάς την ως «μια σπάνια πάθηση των ηλικιωμένων ανδρών».

Οι ασθενείς με Πάρκινσον έχουν υπερδιπλασιαστεί παγκοσμίως τα τελευταία 20 χρόνια, γράφει το Ρolitico, και αναμένεται να διπλασιαστούν ξανά τα επόμενα 20. Είναι πλέον μία από τις ταχύτερα εξαπλούμενες νευροεκφυλιστικές διαταραχές στον κόσμο, ξεπερνώντας τα εγκεφαλικά επεσόδια και την πολλαπλή σκλήρυνση. Η ασθένεια προκαλεί τον προοδευτικό θάνατο των νευρώνων που παράγουν ντοπαμίνη και σβήνει σταδιακά την κίνηση, την ομιλία και, τελικά, τη γνώση. Δεν υπάρχει θεραπεία.

Η ηλικία και η γενετική προδιάθεση παίζουν ρόλο. Αλλά ο Μπλουμ και η ευρύτερη νευρολογική κοινότητα υποστηρίζουν ότι αυτοί οι δύο παράγοντες από μόνοι τους δεν μπορούν να εξηγήσουν την απότομη αύξηση των κρουσμάτων. Σε μια εργασία του 2024, ο Μπλουμ έγραψε ότι η νόσος του Πάρκινσον είναι «κυρίως περιβαλλοντική ασθένεια»· μια κατάσταση που διαμορφώνεται λιγότερο από τη γενετική και περισσότερο από την παρατεταμένη έκθεση σε τοξικές ουσίες όπως η ατμοσφαιρική ρύπανση, οι βιομηχανικοί διαλύτες και, πάνω από όλα, τα φυτοφάρμακα.

Οι περισσότεροι από τους ασθενείς που περνούν από την κλινική του Μπλουμ ζουν σε αγροτικές περιοχές όπου η χρήση φυτοφαρμάκων είναι ευρέως διαδεδομένη.

«Η νόσος του Πάρκινσον ήταν μια πολύ σπάνια ασθένεια μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα», λέει ο Μπλουμ στο Ρolitico. «Στη συνέχεια, με την αγροτική επανάσταση, τη χημική επανάσταση και την έκρηξη της χρήσης φυτοφαρμάκων, τα ποσοστά άρχισαν να ανεβαίνουν».

Το ζιζανιοκτόνο Ρaraquat απαγορεύτηκε τελικά το 2007, όταν η Σουηδία οδήγησε την ΕΕ στο δικαστήριο επειδή αγνοούσε τη νευροτοξικότητά του. Αλλα φυτοφάρμακα με γνωστούς δεσμούς με τη νόσο του Πάρκινσον, όπως η ροτενόνη και το μανέμπ, δεν εγκρίνονται πλέον.

Ομως, το Paraquat εξακολουθεί να κατασκευάζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Κίνα, ψεκάζεται σε φάρμες στις ΗΠΑ, τη Νέα Ζηλανδία και την Αυστραλία και εξάγεται σε μέρη της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, περιοχές όπου τα ποσοστά του Πάρκινσον αυξάνονται.

Κάποτε το δεύτερο ζιζανιοκτόνο με τις περισσότερες πωλήσεις στον κόσμο –μετά τη γλυφοσάτη– το Ρaraquat απέφερε τεράστια κέρδη για τον κατασκευαστή του, την ελβετική και κινεζική εταιρεία Syngenta. Η χημική ουσία αντιπροσωπεύει πλέον μόνο ένα μικρό μέρος της συνολικής δραστηριότητας της εταιρείας. Στις ΗΠΑ, η Syngenta αντιμετωπίζει χιλιάδες μηνύσεις από ανθρώπους που λένε ότι η χημική ουσία τους προκάλεσε Πάρκινσον. Ομοίως στον Καναδά.

Η Syngenta αρνείται σταθερά οποιαδήποτε σχέση μεταξύ του Ρaraquat και της νόσου του Πάρκινσον, επισημαίνοντας έρευνες στις ΗΠΑ, την Αυστραλία και την Ιαπωνία που δεν βρήκαν στοιχεία αιτιότητας.

Η εταιρεία είπε στο Politιcο ότι οι συγκρίσεις με το MPTP έχουν αμφισβητηθεί επανειλημμένα, επικαλούμενη μια αυστραλιανή έρευνα του 2024, η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Ρaraquat δεν δρα μέσω του ίδιου νευροτοξικού μηχανισμού. Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις, είπε η εταιρεία, ότι το Ρaraquat δεν προκαλεί νευροτοξικές επιδράσεις μέσω των οδών που σχετίζονται περισσότερο με την ανθρώπινη έκθεση, την κατάποση, την επαφή με το δέρμα ή την εισπνοή.

«Το Paraquat είναι ασφαλές όταν χρησιμοποιείται σύμφωνα με τις οδηγίες», είπε η Syngenta.

«Τα χημικά που απαγορεύσαμε; Αυτά ήταν τα προφανή», λέει ο Μπλουμ. «Αυτά που χρησιμοποιούμε τώρα μπορεί να είναι εξίσου επικίνδυνο. Απλώς δεν κάνουμε τις σωστές ερωτήσεις».

Ενα χημικό που η Ευρώπη δεν μπορεί να εγκαταλείψει

Μεταξύ των χημικών που εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται, είναι η γλυφοσάτη, το πιο ευρέως χρησιμοποιούμενο ζιζανιοκτόνο στον πλανήτη. Υπάρχουν ίχνη του σε γεωργικές εκτάσεις, δάση, ποτάμια, σταγόνες βροχής, ακόμη και σε δέντρα στα φυσικά καταφύγια της Ευρώπης. Βρίσκεται ζωοτροφές και προϊόντα σούπερ μάρκετ. Σε μια μελέτη στις ΗΠΑ, σύμφωνα με το Ρolitico, εμφανίστηκε στο 80% των δειγμάτων ούρων που ελήφθησαν από το ευρύ κοινό.

Επί χρόνια, η γλυφοσάτη, που πωλείται με την επωνυμία Roundup, βρίσκεται στο επίκεντρο μιας διεθνούς νομικής και ρυθμιστικής καταιγίδας. Στις ΗΠΑ, η Bayer, η οποία εξαγόρασε τη Monsanto, τον αρχικό κατασκευαστή του Roundup, έχει πληρώσει περισσότερα από 10 δισεκατομμύρια δολάρια για να διευθετήσει αγωγές που συνδέουν τη γλυφοσάτη με το λέμφωμα non-Hodgkin.

Η γλυφοσάτη κατασκευάζεται από πολλές εταιρείες παγκοσμίως. Ωστόσο, η Bayer παραμένει ο κορυφαίος πωλητής της, με εκτιμώμενες πωλήσεις 2,6 δισεκατομμυρίων ευρώ, το 2024.

Στην Ευρώπη, οι λομπίστες έχουν αγωνιστεί σκληρά για να διατηρήσουν τη χρήση της, προειδοποιώντας ότι η απαγόρευση της γλυφοσάτης θα καταστρέψει τη γεωργία. Οι εθνικές αρχές παραμένουν διχασμένες. Η Γαλλία προσπάθησε να την καταργήσει σταδιακά. Η Γερμανία έχει υποσχεθεί πλήρη απαγόρευση, αλλά δεν την πραγματοποίησε ποτέ. Το 2023, παρά τις αυξανόμενες ανησυχίες, η ΕΕ ανανέωσε την άδεια χρήσης για άλλα 10 χρόνια.

Ενώ το μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης γύρω από τη γλυφοσάτη έχει επικεντρωθεί στον καρκίνο, ορισμένες μελέτες έχουν βρει πιθανές συνδέσεις με αναπαραγωγικές βλάβες, αναπτυξιακές διαταραχές, ενδοκρινικές διαταραχές και ακόμη και καρκίνους της παιδικής ηλικίας.

Η γλυφοσάτη δεν έχει συνδεθεί με τη νόσο του Πάρκινσον. Η Bayer ανέφερε στο Politico ότι καμία ρυθμιστική αρχή δεν έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι κάποιο από τα προϊόντα της σχετίζεται με την ασθένεια. Η Bayer υποποστηρίζει ότι η γλυφοσάτη είναι ένα από τα πιο εκτενώς μελετημένα ζιζανιοκτόνα στον κόσμο, χωρίς να προσδιορίζεται ως νευροτοξική ή καρκινογόνα.

Ομως, ο Μπλουμ υποστηρίζει ότι η απουσία αποδεδειγμένης σύνδεσης λέει περισσότερα για το πώς ορίζουμε τον κίνδυνο παρά για το πόσο ασφαλές είναι στην πραγματικότητα η χημική ουσία.

Σε αντίθεση με το Ρaraquat, το οποίο προκαλεί άμεσο οξειδωτικό στρες και έχει συσχετιστεί με τη νόσο του Πάρκινσον τόσο σε εργαστηριακές όσο και σε επιδημιολογικές μελέτες, οι πιθανές βλάβες της γλυφοσάτης είναι πιο έμμεσες, μέσω φλεγμονής, διαταραχής μικροβιώματος ή μιτοχονδριακής δυσλειτουργίας, μηχανισμοί που είναι γνωστό ότι συμβάλλουν στον θάνατο των νευρώνων που παράγουν ντοπαμίνη. Αυτό καθιστά πιο δύσκολο τον εντοπισμό τους στις παραδοσιακές τοξικολογικές δοκιμές.

«Το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν ξέρουμε τίποτα», λέει ο Μπλουμ στο Ρolitico. «Είναι ότι δεν μετράμε το είδος της ζημίας που προκαλεί τη νόσο του Πάρκινσον».

Το τρέχον πλαίσιο αξιολόγησης φυτοφαρμάκων της ΕΕ εστιάζει κυρίως στην οξεία τοξικότητα, βραχυπρόθεσμα σημάδια δηλητηρίασης όπως επιληπτικές κρίσεις, ξαφνική βλάβη οργάνων ή θάνατο. Ομως, σε αντίθεση με τους χρήστες ηρωίνης, οι οποίοι εκτέθηκαν σε μια ασυνήθιστα ισχυρή τοξίνη, η νόσος του Πάρκινσον δεν έρχεται με δραματικά συμπτώματα. Σέρνεται, καθώς οι νευρώνες πεθαίνουν, συχνά επί δεκαετίες.

«Περιμένουμε μέχρι ένα ποντίκι να περπατήσει περίεργα», λέει ο Μπλουμ. «Ομως, στη νόσο του Πάρκινσον, η ζημιά έχει ήδη γίνει όταν εμφανίζονται τα συμπτώματα».

Οι ρυθμιστικές δοκιμές απομονώνουν επίσης μεμονωμένες χημικές ουσίες, σπάνια εξετάζοντας πώς αλληλεπιδρούν στον πραγματικό κόσμο. Μια μελέτη του 2020, στην Ιαπωνία, έδειξε πόσο επικίνδυνη μπορεί να είναι αυτή η μέθοδος. Οταν τα τρωκτικά εκτέθηκαν σε γλυφοσάτη και MPTP, γράφει το Ρolitico, ο συνδυασμός προκάλεσε δραματικά μεγαλύτερη απώλεια εγκεφαλικών κυττάρων από ό,τι κάθε ουσία μόνη της.

«Αυτό είναι το εφιαλτικό σενάριο», λέει ο Μπλουμ. «Και δεν το ερευνούμε».

Ακόμη και όταν υπάρχουν δεδομένα, δεν φτάνουν πάντα στις ρυθμιστικές αρχές. Εσωτερικά έγγραφα της εταιρείας που κυκλοφόρησαν στο δικαστήριο υποδηλώνουν ότι η Syngenta γνώριζε για δεκαετίες ότι το Ρaraquat θα μπορούσε να βλάψει τον εγκέφαλο.

Πιο πρόσφατα, η Bayer και η Syngenta κατηγορήθηκαν ότι δεν μοιράστηκαν μελέτες εγκεφαλικής τοξικότητας με τις αρχές της ΕΕ στο παρελθόν, ενώ τις είχαν αποκαλύψει στις ρυθμιστικές αρχές των ΗΠΑ. Σε μία περίπτωση, η Syngenta απέτυχε να αποκαλύψει μελέτες για το φυτοφάρμακο abamectin. Ο Μπλουμ αναρωτιέται: «Γιατί να υποθέσουμε ότι αυτές οι εταιρείες είναι οι καλύτεροι διαχειριστές της δημόσιας υγείας;». «Κερδίζουν δισεκατομμύρια από αυτές τις ουσίες».

Η Syngenta ανέφερε ότι έκτοτε έχει υποβάλει όλες τις απαιτούμενες μελέτες βάσει των κανόνων διαφάνειας της ΕΕ. Η εταιρεία πρόσθεσε ότι «είναι πλήρως ευθυγραμμισμένη με τις νέες απαιτήσεις για την αποκάλυψη δεδομένων ασφαλείας».

Η Γαλλία, η Ιταλία και η Γερμανία αναγνωρίζουν πλέον επίσημα τη νόσο του Πάρκινσον ως ασθένεια που πιθανώς συνδέεται με την έκθεση σε φυτοφάρμακα, κάτι που δίνει το δικαίωμα αποζημίωσης σε ορισμένους γεωργούς που έχουν πληγεί.

Εκεί που σταματά η επιστήμη, αρχίζει η πολιτική

Ο Μπλουμ είναι δύσπιστος απέναντι στους θεσμούς που προορίζονται για την προστασία της δημόσιας υγείας.

Ο Μπέρναρντ Ουρλ είναι ο απερχόμενος εκτελεστικός διευθυντής της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA), με έδρα την Πάρμα της Ιταλίας. Ο Ουρλ λέει ότι οι διαδικασίες ελέγχου είναι πλέον πιο διαφανείςς και επιστημονικά αυστηρές.

«Υπάρχουν τομείς που δεν λαμβάνουμε ακόμη υπόψη», λέει στο Politico. Δεν κατονόμασε τη νόσο του Πάρκινσον. «Προσπαθούμε να συμβαδίσουμε με τις έρευνες», παραδέχτηκε.

Μέρος του προβλήματος, εξήγησε, είναι διαρθρωτικό. Ο οργανισμός βασίζεται σε ένα σύστημα προκαθορισμένων μεθόδων και δεδομένων που παρέχονται από τον κλάδο. «Αξιολογούμε τον κίνδυνο με βάση αυτό που μας δίνεται και αυτό που μας επιτρέπει το πλαίσιο να αξιολογήσουμε. Ομως, η επιστήμη εξελίσσεται πιο γρήγορα από τη νομοθεσία».

Περιέγραψε την EFSA ως «μια υπηρεσία που είναι επιφορτισμένη με την αξιολόγηση ενός συστήματος τροφίμων αξίας τρισεκατομμυρίων, αλλά λειτουργεί με περιορισμένους επιστημονικούς πόρους και μέσα σε ένα ρυθμιστικό μοντέλο που δεν σχεδιάστηκε ποτέ για να συλλάβει τους κινδύνους χρόνιων ασθενειών όπως η νόσος του Πάρκινσον».

«Δεν λαμβάνουμε την υποστήριξη που χρειαζόμαστε για να συντονιστούμε σε όλη την Ευρώπη», είπε. «Σε σύγκριση με την οικονομική σημασία ολόκληρης της αγροδιατροφικής βιομηχανίας, παίρνουμε ψίχουλα».

Είναι, όμως, σαφής στο θέμα της ευθύνης: «Εμείς δεν οφείλουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα τι είναι αρκετά ασφαλές», είπε. «Αυτή είναι μια πολιτική απόφαση». Η EFSA επισημαίνει έναν κίνδυνο. Εναπόκειται στις κυβερνήσεις να αποφασίσουν εάν αυτός ο κίνδυνος είναι αποδεκτός.

«Υπάρχουν κενά», λέει ο Ουρλ, «και το έχουμε επισημάνει αυτό». Αλλά τα κενά δεν οδηγούν πάντα σε δράση. Ειδικά όταν το κόστος της προφύλαξης θεωρείται οικονομική απειλή.

Τα στοιχεία είναι όλο και πιο δύσκολο να αγνοηθούν, επισημαίνει το Ρolitico. Στη Γαλλία, μια πανεθνική μελέτη διαπίστωσε ότι τα ποσοστά του Πάρκινσον ήταν σημαντικά υψηλότερα σε αμπελώνες που βασίζονται σε μυκητοκτόνα. Μια άλλη μελέτη διαπίστωσε ότι οι περιοχές με υψηλότερη χρήση γεωργικών φυτοφαρμάκων τείνουν να έχουν υψηλότερα ποσοστά νόσου του Πάρκινσον. Στον Καναδά και τις ΗΠΑ, οι χάρτες του Πάρκινσον συμπίπτουν με τις περιοχές εντατικής γεωργίας.

«Δεν ξέρω ούτε έναν αγρότη που να κάνει πράγματα εσκεμμένα λάθος», λέει ο Μπλουμ. «Απλώς ακολουθούν τους κανόνες. Το πρόβλημα είναι ότι οι κανόνες είναι λάθος».

Για τον Μπλουμ, η αντιστροφή της επιδημίας σημαίνει μετατόπιση της ρυθμιστικής νοοτροπίας. Αυτό σημαίνει ότι απαιτούνται μακροχρόνιες μελέτες νευροτοξικότητας, δοκιμές χημικών συνδυασμών, εκτίμηση της πραγματικής έκθεσης, της γενετικής προδιάθεσης και του είδους της εγκεφαλικής βλάβης που προκαλεί το Πάρκινσον.

Ο Μπλουμ εξηγεί στο Ρolitico ότι το μοτίβο είναι γνωστό και επαναλαμβάνεται: «Αμίαντος, μόλυβδος στη βενζίνη, καπνός. Κάθε φορά, ενεργούσαμε δεκαετίες μετά την πρόκληση της ζημιάς». Η επιστήμη υπήρχε. Τα στοιχεία είχαν συσσωρευτεί. Ομως η απόφαση για παρέμβαση αργούσε πάντα. «Δεν είναι ότι δεν γνωρίζουμε αρκετά», προσθέτει. «Είναι ότι το σύστημα δεν είναι φτιαγμένο για να ακούει όταν οι απαντήσεις είναι άβολες».

«Αν δεν το διορθώσουμε τώρα», καταλήγει, «σε 50 χρόνια θα αναρωτηθούμε: “Τι στο διάολο σκεφτόμασταν τότε;”».

Πηγή: Protagon.gr



Με την περιήγηση σε αυτόν τον ιστότοπο, συμφωνείτε με την πολιτική απορρήτου μας
Συμφωνώ